– Πώς λέγεται το χωριό σου στα ελληνικά; ρωτάει ο αστυνομικός του φυλακίου της Νίκης την 70χρονη Σλομποντάνκα Κίπρεβα. H Κίπρεβα αργά του επαναλαμβάνει το όνομα του χωριού της στη δική της γλώσσα:


«Ντού-μπε-νι».


Ο αστυνομικός δεν είναι σε θέση να βρει το τοπωνύμιο καθώς ξεφυλλίζει τον οδηγό των τοπωνυμίων του Νομού Φλώρινας. Το Δενδροχώρι – έτσι λεγόταν το Ντούμπενι στα ελληνικά προτού καταστραφεί εκ θεμελίων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου – βρίσκεται στον Νομό Καστοριάς. Εξω στον αυγουστιάτικο ήλιο περιμένει ο 68χρονος Ρίστο Κίπροφσκι με τον γιο του Γκέργκι. H οικογένεια ζει στα Σκόπια. Ο γιος, ιδιοκτήτης δύο γνωστών εστιατορίων στην πρωτεύουσα της πΓΔΜ, δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα εδώ και χρόνια να μπαινοβγαίνει στην Ελλάδα. «Είχε την τύχη», όπως επισημαίνει σαρκαστικά, ο πατέρας του «να μη γεννηθεί σε αυτήν» και άρα να απαλλαγεί από την 50χρονη εκκρεμότητα του Εμφυλίου που έφερε μόλις αυτή την εβδομάδα, 54 χρόνια μετά τη λήξη του, στα τέλη Αυγούστου του 1949, περίπου 130 ανθρώπους πίσω στα χωριά όπου γεννήθηκαν.


* Το πέρασμα των συνόρων


Οσοι ταξίδεψαν με ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα προτίμησαν να έρθουν με τα παιδιά τους. Μερικοί, μια παρέα επτά ανδρών, πάνε μακρύτερα, ως το Κάτω Νευροκόπι της Δράμας. H διαδικασία στα σύνορα, παρά το γεγονός ότι ο «κατάλογος των πρώην ανεπιθυμήτων» έχει ελεγχθεί ξανά και ξανά από το γραφείο συνδέσμου στα Σκόπια, είναι πολύωρη. Οι αστυνομικοί επιμένουν σε δύο ερωτήματα: στο ελληνικό τοπωνύμιο του χωριού και στο όνομα του επισκέπτη προτού του στερηθεί η ελληνική υπηκοότητα. Μερικοί «διάσημοι» από τους ταξιδιώτες του Αυγούστου, όπως η 77χρονη Βέρα Φότεβα, δεν κατεβαίνουν καν από το πούλμαν. H Φότεβα είχε εγκαταλείψει σε ηλικία 23 ετών την Καστοριά και από την Αλβανία πήγε στην ΕΣΣΔ όπου ο Ζαχαριάδης την έκλεισε στη φυλακή και στη συνέχεια την έστειλε στη Σιβηρία. Συνάντησε τον άνδρα της στα Σκόπια ύστερα από επτά χρόνια. «Εφυγα από την Ελλάδα στις 20 Αυγούστου του 1949, πριν από 54 ακριβώς χρόνια, και γυρίζω τώρα σε μια δημοκρατική πολιτεία. Ο Μάρκος (Βαφειάδης) με παρακαλούσε το 1982 να δηλώσω ότι είμαι Ελληνίδα το γένος για να πάρω βίζα. Του είπα ότι είναι παράνομο με βάση τον νόμο της χώρας να κάνω ψευδή δήλωση» λέει γελώντας. Για να συμπληρώσει με αυτοσαρκασμό: «Δεν θα σας πω άλλα. Γράφω δικό μου βιβλίο. Για το πώς συναντήθηκα με τον άνδρα μου μετά την περιπλάνησή μου στην Ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ. Θα λέγεται «Ταξίδι του Μέλιτος»».


Ο Κίπροφσκι από την πλευρά του, που έφυγε από την Ελλάδα μόλις 11 ετών, όπως και πολλά άλλα θύματα της κατάστασης ήταν σίγουρος ότι δεν θα άντεχε τη δοκιμασία της επανόδου. H γνωριμία του με «Το Βήμα» έγινε τυχαία έξω από το φυλάκιο της Νίκης καθώς αναζητούσε κάποιον να τον βοηθήσει για να μάθει την ημερομηνία της γέννησής του. «Σε κάθε χώρα έδινα άλλη ημερομηνία γέννησης· άλλη στη Ρουμανία όπου πήγα στο σχολείο, άλλη στην Πολωνία, άλλη στην Τσεχοσλοβακία και άλλη στην πΓΔΜ. H μάνα μου έμεινε πίσω στον Γερμανό (σ.σ.: εννοεί το χωριό Αγιος Γερμανός των Πρεσπών), όπου πέθανε λίγα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Δεν την ξαναείδα. Ο πατέρας μου Βασίλης Κιπρόπουλος είχε πολεμήσει και είχε αρρωστήσει στη Μικρά Ασία και πέθανε το 1939». Τα αδέλφια του Κίπροφσκι σκόρπισαν στην Πολωνία και στην Τσεχοσλοβακία. Ξαναβρέθηκαν μέσω του Ερυθρού Σταυρού στα Σκόπια το 1957. Ο Ρίστο, 20 ετών τότε, γνώρισε τη Σλομποντάνκα (Ελευθερία), μια κοπέλα από την Καστοριά, παντρεύτηκαν και εκείνος έπιασε δουλειά στο μεγάλο μεταλλουργικό εργοστάσιο των Σκοπίων. Τον Αγιο Γερμανό δεν τον ξαναείδε έκτοτε.


* «Δεν θυμάμαι το σπίτι μου»


Πάμε μαζί από τη Νίκη στις Πρέσπες. Κάθε τρεις και λίγο λέει στον γιο του που οδηγεί να σταματήσει. Οταν ξεπροβάλλει το οροπέδιο των Πρεσπών κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και αναζητεί τις σταθερές στο τοπίο. Οι ξαδέλφες του στα Σκόπια τού έχουν ζητήσει μια πέτρα από το οικογενειακό σπίτι στο χωριό, ένα κλαδί από τα δέντρα του. Είναι καλοκαίρι και οι εκδρομείς από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζουν με αμηχανία τον άγνωστο αυτόν γέρο με τα σπασμένα ελληνικά και το άσπρο καπέλο που προσπαθεί να ανακαλύψει γνώριμα σημάδια σε ένα τοπίο άγνωστο σε πολλούς από αυτούς αλλά γνώριμο σε αυτόν.


Οταν μπαίνουμε στον Αγιο Γερμανό αισθάνεται σιγουριά. Ανάβει ένα κερί με τη γυναίκα του και τον γιο του στον Αγιο Αθανάσιο, την πρωτοβυζαντινή εκκλησία στην κάτω συνοικία του χωριού, και αρχίζει να ψάχνει το σπίτι του που ξέρει ότι έχει γκρεμιστεί. Κάνουμε έναν πρώτο γύρο του χωριού αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί – «δεν ξέρω πού είναι το σπίτι μου» λέει με απογοήτευση.


H γειτονιά έχει αλλάξει· μια βρύση του 1930 τον βοηθάει να θυμηθεί. Μια βλάχα χωριανή, η οποία εγκαταστάθηκε το 1952 στη γειτονιά, του τη δείχνει. «Εδώ είναι» του λέει. Αυτός γυρίζει πίσω του σε ένα σωρό από πέτρες και έπειτα τρέχει με βήμα σχεδόν ανάλαφρο ενώ η γυναίκα του και το παιδί του παρακολουθούν χωρίς να προσπαθούν να τον σταματήσουν. Γονατίζει πάνω από τις μεγάλες πέτρες που έχουν απομείνει από κάποια μάντρα, τις φιλάει, φιλάει το χώμα και κλαίει χωρίς να δίνει καμία σημασία στους γύρω του, ακόμη και στους πιο δικούς του. Είναι μια στιγμή μεγάλης έντασης που διαρκεί πολύ, δυο-τρία λεπτά. Οι γείτονες, είναι νωρίς το απόγευμα, ανοίγουν τα παράθυρα και τις πόρτες στα γύρω σπίτια και σχηματίζουν ένα νοητό κύκλο, σαν χορό βουβό που βλέπει, κατανοεί αλλά δεν σχολιάζει. Ενας χωριανός συνομήλικος του παράξενου επισκέπτη έχει σταυρώσει τα χέρια σαν να είναι στη λειτουργία. H αλήθεια είναι ωστόσο ότι κανένας δεν περιμένει αυτούς τους τελευταίους ηττημένους του Εμφυλίου στα χωριά τους, όλοι έχουν συνηθίσει να ζουν χωρίς αυτούς…


* Ο δρόμος της επιστροφής


Μια Αλβανή που μιλάει στα «ντόπια» τον πλησιάζει. Θα ήθελε να δει και το σπίτι της μάνας του, της λέει. Αυτή στέκεται. Μπαίνουμε μέσα στην αυλή. Βρίσκει ένα μεταλλικό στεφάνι στον στάβλο. «Εχει σκουριάσει αλλά κάνει» λέει και το παίρνει. H Σλομποντάνκα κόβει αχλάδια από τον κήπο και κρατάει μια πέτρα από τη μάντρα, ο Γκέργκι τραβάει συνεχώς βίντεο. H Αλβανή λέει ότι το σπίτι πουλήθηκε σε μια νοσοκόμα από τη Φλώρινα. Αυτό δεν ενδιαφέρει τους Κίπροφσκι. Για αυτούς η περιήγηση στους άδειους στάβλους όπου κρέμονται ακόμη τα ρούχα ξένων εργατών και στον χορταριασμένο κήπο είναι σαν την περιήγηση σε ένα μακρινό παρελθόν. Το κέντρο της ζωής τους είναι κάπου αλλού.


Λίγο προτού φύγει ο Ρίστο Κίπροφσκι ή Κιπρόπουλος μπαίνει στην εκκλησία του Αγίου Γερμανού. Κάθεται ύστερα από 55 χρόνια στο στασίδι που προτιμούσε κάθε Σάββατο στη λειτουργία. Οταν τον ρωτάμε σε ποια γλώσσα γινόταν η λειτουργία, απαντάει «σε πολλές γλώσσες» αόριστα. Επειτα θυμάται ότι ήταν πολύ καλός στην ελληνική γραμματική – τώρα τον μόνο κανόνα που θυμάται είναι ότι τα ρήματα γράφονται με ωμέγα.


Κατόπιν ο Ρίστο Κίπροφσκι μπαίνει στην BMW με τις πινακίδες των Σκοπίων, γυρίζει στο γιο του και του λέει: «Τώρα μπορώ να πεθάνω».


Μια ρύθμιση που άργησε τρεις δεκαετίες


Με κοινή υπουργική τους απόφαση οι τότε υπουργοί Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης Γιώργος Γεννηματάς και Γιάννης Σκουλαρίκης τον Δεκέμβριο του 1982 δρομολόγησαν την επάνοδο στην Ελλάδα των «Ελλήνων το γένος πολιτικών προσφύγων που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και λόγω αυτού κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ έστω και αν είχαν στερηθεί την ελληνική ιθαγένεια». Τι έγινε όμως με εκείνους που αυτοχαρακτηρίζονταν μη Ελληνες (π.χ., Μακεδόνες) το γένος; Αυτοεξαιρέθηκαν από την εφαρμογή της ρύθμισης και όσοι από αυτούς θεωρήθηκε από το ελληνικό κράτος ότι είχαν προεξάρχοντα ρόλο στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας της ελληνικής Μακεδονίας απέκτησαν «ερυθρό δελτίο», έγιναν δηλαδή ανεπιθύμητα για την Ελληνική Δημοκρατία πρόσωπα. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι πάνω από 60 ετών και θα ήθελαν να ξαναδούν τον τόπο τους. H ελληνική κυβέρνηση δεν δεχόταν να τους χορηγήσει θεώρηση εισόδου ως τον περασμένο Μάιο, οπότε ο υπουργός Εσωτερικών κ. K. Σκανδαλίδης είχε μακρά συζήτηση με αντιπροσωπεία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης της Φλώρινας στην οποία συμμετείχαν και σύμβουλοι που αυτοχαρακτηρίζονται «μειονοτικοί». Οι δύο πλευρές κατάφεραν γρήγορα να συνεννοηθούν σε ένα ανθρωπιστικό ζήτημα. Αρχικά η κυβέρνηση ήθελε να δώσει άδεια στους «τελευταίους ηττημένους» του εμφυλίου πολέμου να έλθουν για όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού στην Ελλάδα. Οι αντιδράσεις ωστόσο μεγάλης μερίδας των στελεχών της ΝΔ στη Δυτική Μακεδονία και κάποιων από τους βουλευτές του ΠαΣοΚ περιόρισαν τη χρονική έκταση του μέτρου στις 20 ημέρες.