Το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Μη Επιθέσεως 1939


H Γερμανία κινείται γρήγορα


H αντικατάσταση του εβραίου Λιτβίνοφ από τον Βιατσεσλάβ Μολότοφ, ο οποίος δεν ήταν εβραίος, δημιούργησε θετικό κλίμα στις τάξεις της ναζιστικής κυβέρνησης. Θεωρήθηκε κίνηση φιλίας και είναι σίγουρο ότι και ο ίδιος ο Στάλιν έτσι την εννοούσε. Στην πρώτη του ομιλία από τη θέση του επιτρόπου Εξωτερικών, ο Μολότοφ καυτηρίασε τη διστακτικότητα των Συμμάχων να αποδεχθούν τις σοβιετικές προτάσεις. Και φρόντισε να τονίσει ότι, ακόμη και αν οι Σύμμαχοι συμφωνούσαν, αυτό δεν θα εμπόδιζε τη Σοβιετική Ενωση να έλθει σε κάποιου είδους «εμπορική συμφωνία» με τη Γερμανία.


Στις 6 Ιουλίου 1939, ο γερμανός πρεσβευτής στη Βαρσοβία τηλεγράφησε στην κυβέρνησή του ότι ήταν βέβαιο πως η Πολωνία θα πολεμούσε, αν υπήρχε οποιαδήποτε «παραβίαση των δικαιωμάτων της στο Δάντσιχ». Στις 9 Ιουλίου η ναζιστική κυβέρνηση προειδοποίησε την Πολωνία ότι η στάση της θα οδηγούσε σε «επιδείνωση των γερμανοπολωνικών σχέσεων, για την οποία η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να αποποιηθεί οποιαδήποτε ευθύνη». Και την επομένη η πολωνική κυβέρνηση απάντησε ότι θα αντιδράσει «με οποιοδήποτε μέσο ή μέτρο η ίδια κρίνει κατάλληλο» και ότι θα «θεωρήσει οποιαδήποτε παρέμβαση από την κυβέρνηση του Ράιχ ως επιθετική πράξη».


H «παρέμβαση» του Γ’ Ράιχ ήταν ασφαλώς βέβαιη. Το γερμανικό Γενικό Επιτελείο είχε ήδη εκπονήσει το σχέδιο για την Περίπτωση Ασπρο (Fall Weiss), όπως ήταν η κωδική ονομασία για την επίθεση κατά της Πολωνίας. Και ο Αδόλφος Χίτλερ είχε ήδη αποφασίσει την ημερομηνία επίθεσης, την οποία δεν σκόπευε να αλλάξει για κανένα λόγο: 1η Σεπτεμβρίου 1939. Και ο Χίτλερ στράφηκε μεμιάς στην επιδίωξη που πλέον – παρά το μίσος του για τους Μπολσεβίκους και γενικά για τη Ρωσία – του φαινόταν απαραίτητη: την εξασφάλιση της σοβιετικής υποστήριξης για τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Είχε μάλιστα εκτιμήσει την κατάσταση πολύ σωστά: «H σοβιετική κυβέρνηση δεν θα πολεμήσει εναντίον μας. […] Οι Σοβιετικοί δεν θα επαναλάβουν το λάθος του Τσάρου να αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου για τη Βρετανία. Θα προσπαθήσουν αντιθέτως να πλουτίσουν οι ίδιοι, πιθανώς εις βάρος των κρατών της Βαλτικής ή της Πολωνίας, δίχως να εμπλακούν οι ίδιοι σε στρατιωτικές επιχειρήσεις».


Τα αντανακλαστικά των Συμμάχων αποδείχθηκαν αργά για ακόμη μία φορά. Οι διπλωματικές αντιπροσωπίες τους είχαν προγραμματίσει να φθάσουν στη Μόσχα στις 11 Αυγούστου. Ο Χίτλερ κινήθηκε πιο γρήγορα. Ηδη στις 3 Αυγούστου, ο γάλλος διπλωμάτης Ζακ Ταρμπέ ντε Σεν Αρντουέν διαμήνυε στο Παρίσι: «Την τελευταία εβδομάδα μια οριστική αλλαγή στην πολιτική ατμόσφαιρα παρατηρείται στο Βερολίνο. […] H περίοδος της συστολής, της διστακτικότητας, η κλίση προς την αναβολή ή προς τον κατευνασμό έχει δώσει τη θέση της, ανάμεσα στους ναζιστές ηγέτες, σε μια νέα φάση».


H πρόταση του Χίτλερ


Οι συνομιλίες μεταξύ των Συμμάχων και των Σοβιετικών όχι μόνο είχαν αργήσει να αρχίσουν αλλά τραβούσαν σε μάκρος δίχως να υπάρχει ουσιαστική πρόοδος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή επέλεξε ο Αδόλφος Χίτλερ για να υποβάλει την πρότασή του στη σοβιετική κυβέρνηση.


Στις 14 Αυγούστου, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας έστειλε τηλεγράφημα στον γερμανό πρεσβευτή στη Μόσχα, με την εντολή όχι μόνο να το διαβιβάσει στον Μολότοφ αλλά να βεβαιωθεί ότι θα έφτανε στον Στάλιν. «Εξ ονόματος του Φύρερ» λοιπόν, ο Ρίμπεντροπ διαμήνυσε στον Στάλιν: «H κρίση η οποία δημιουργήθηκε στις γερμανοπολωνικές σχέσεις λόγω της βρετανικής πολιτικής και οι προσπάθειες για συμμαχία που είναι αλληλένδετες με αυτή την πολιτική καθιστούν μια τάχιστη διευκρίνιση των γερμανοσοβιετικών σχέσεων απαραίτητη. Διαφορετικά, τα πράγματα μπορεί να στραφούν προς μια κατεύθυνση που θα στερούσε και από τις δύο κυβερνήσεις την πιθανότητα να αποκαταστήσουν τη γερμανοσοβιετική φιλία και εν καιρώ να αποσαφηνίσουν από κοινού εδαφικά ζητήματα στην Ανατολική Ευρώπη». Και ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών κατέληγε: «Είμαι διατεθειμένος να πραγματοποιήσω μια σύντομη επίσκεψη στη Μόσχα ούτως ώστε, εξ ονόματος του Φύρερ, να εκθέσω τις απόψεις του Φύρερ στον κύριο Στάλιν».


Το δόλωμα ήταν προφανές και ο Στάλιν το αντιλήφθηκε. H αποσαφήνιση από κοινού των «εδαφικών ζητημάτων στην Ανατολική Ευρώπη» δεν ήταν παρά η δήλωση της Γερμανίας ότι ήταν διατεθειμένη να μοιραστεί τα εδάφη αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της Πολωνίας, με τη Σοβιετική Ενωση. Και αυτό ήταν ένα αντάλλαγμα που οι Σύμμαχοι ούτε μπορούσαν ούτε ήθελαν να δώσουν στον Ιωσήφ Στάλιν.


Οταν όμως ο γερμανός πρεσβευτής στη Μόσχα πήγε να δει τον Μολότοφ, στις 15 Αυγούστου, ο σοβιετικός επίτροπος Εξωτερικών δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται τόσο εύκολα. Προτού ο κύριος Ρίμπεντροπ αναλάμβανε να κάνει ένα κοπιαστικό ταξίδι, οι «λεπτομέρειες» έπρεπε να τακτοποιηθούν. Ενδιαφερόταν η γερμανική κυβέρνηση, ρώτησε ο έμπειρος σοβιετικός διπλωμάτης, να υπογράψει ένα σύμφωνο μη επιθέσεως; Ηταν διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει την επιρροή της πάνω στους γιαπωνέζους συμμάχους της, ώστε να προωθήσει τα σοβιετικά συμφέροντα στη Μαντσουρία και στη Μογγολία; Και, βεβαίως, θα υπέγραφε από κοινού με τη σοβιετική κυβέρνηση την εγγύηση ακεραιότητας των κρατών της Βαλτικής;


H πρόταση των Σοβιετικών για σύμφωνο μη επιθέσεως με τη Γερμανία ερχόταν τη στιγμή ακριβώς που η Σοβιετική Ενωση διαπραγματευόταν με τους Συμμάχους το πώς θα αμύνονταν από κοινού απέναντι στη ναζιστική απειλή. Και ήταν Θείο Δώρο για τον Χίτλερ, ο οποίος έβλεπε πλέον τον δρόμο προς την Πολωνία να ανοίγει, με εξασφαλισμένη την ειρήνη στο ανατολικό μέτωπο.


Το θέμα της ημερομηνίας


Ο Χίτλερ δέχθηκε όλες τις προτάσεις των Σοβιετικών δίχως αντιρρήσεις. Στις 16 Αυγούστου, νέο τηλεγράφημα του Ρίμπεντροπ προς τον Μολότοφ τόνιζε ότι «είμαι διατεθειμένος να έρθω αεροπορικώς στη Μόσχα οποιαδήποτε στιγμή μετά την Παρασκευή 18 Αυγούστου για να διαπραγματευθώ, επί τη βάσει πλήρους εξουσιοδότησης από τον Φύρερ, όλο το πλέγμα των γερμανοσοβιετικών σχέσεων και, αν παρουσιαστεί η ευκαιρία, να υπογράψω τις απαραίτητες συνθήκες».


Οι Σοβιετικοί, αν και δεν ήξεραν την ακριβή ημερομηνία που είχε ορίσει ο Χίτλερ για την επίθεση κατά της Πολωνίας, αντιλαμβάνονταν ότι η Γερμανία δεν είχε καιρό για χάσιμο και προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν αυτό το γεγονός. Αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα, γεμάτα γενικολογίες σχετικά με τις «γερμανοσοβιετικές σχέσεις», πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις. Και ξαφνικά, το απόγευμα της 19ης Αυγούστου, η γερμανική κυβέρνηση έλαβε το πολυπόθητο τηλεγράφημα από τον πρεσβευτή της στη Μόσχα: «H σοβιετική κυβέρνηση συμφωνεί να έρθει ο υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ στη Μόσχα, μία εβδομάδα μετά την υπογραφή της [προκαταρκτικής] οικονομικής συμφωνίας. Ο Μολότοφ δήλωσε ότι αν το συμπέρασμα της οικονομικής συμφωνίας δημοσιοποιηθεί αύριο, ο υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ θα μπορούσε να φτάσει στη Μόσχα στις 26 ή στις 27 Αυγούστου. Ο Μολότοφ μου έδωσε ένα σχέδιο του συμφώνου μη επιθέσεως. Λεπτομερής περιγραφή των δύο συζητήσεων που είχα σήμερα με τον Μολότοφ, καθώς και το κείμενο του σοβιετικού σχεδίου, ακολουθούν αμέσως αυτό το τηλεγράφημα».


Ο Αδόλφος Χίτλερ συνειδητοποιούσε τώρα ότι οι υπολογισμοί του μπορεί να απέβαιναν άστοχοι για θέμα ημερών. Αν ο Ρίμπεντροπ έφτανε στη Μόσχα στις 26 ή στις 27 Αυγούστου και οι Σοβιετικοί τον καθυστερούσαν λίγο ακόμη, τότε ίσως τα γερμανικά στρατεύματα δεν ήταν δυνατόν να εισβάλουν στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου. Ετσι, αποφάσισε να μεσολαβήσει ο ίδιος και μόλις 12 ώρες μετά το σοβιετικό τηλεγράφημα, έδωσε εντολή στον πρεσβευτή του στη Μόσχα να διαβιβάσει στον Στάλιν ένα νέο τηλεγράφημα, με το οποίο λίγο ως πολύ ικέτευε τον σοβιετικό δικτάτορα. «Κατά τη γνώμη μου» έγραφε το τηλεγράφημα «με δεδομένες τις προθέσεις των δύο κρατών να εισέλθουν σε μια νέα σχέση το ένα με το άλλο, είναι επιθυμητό να μη χαθεί καθόλου χρόνος. Γι’ αυτό προτείνω και πάλι να δεχθείτε τον υπουργό Εξωτερικών μου την Τρίτη 22 Αυγούστου ή το αργότερο την Τετάρτη 23 Αυγούστου. Ο υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ έχει πλήρεις εξουσίες να καταρτίσει και να υπογράψει το σύμφωνο μη επιθέσεως […]. Παραμονή του υπουργού Εξωτερικών στη Μόσχα μεγαλύτερη της μιας ή δύο ημερών το πολύ είναι αδύνατη δεδομένης της διεθνούς κατάστασης. Θα ήμουν ευτυχής να λάβω σύντομα την απάντησή σας».


Για τις επόμενες 24 ώρες η αγωνία κορυφώθηκε στο Βερολίνο. Και το πρωί της 21ης Αυγούστου, η απάντηση του Στάλιν έφτασε στον ναζιστή ηγέτη:


«Προς τον Καγκελάριο του Γερμανικού Ράιχ, A. Χίτλερ:


Σας ευχαριστώ για το γράμμα σας. Ελπίζω ότι το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επιθέσεως θα επιφέρει μια αποφασιστική στροφή προς το καλύτερο στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των χωρών μας. Οι λαοί των χωρών μας έχουν ανάγκη ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τους. H συγκατάθεση της γερμανικής κυβέρνησης στην ολοκλήρωση ενός συμφώνου μη επιθέσεως παρέχει το θεμέλιο για την εξάλειψη της πολιτικής έντασης, για την εγκαθίδρυση της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των χωρών μας. H σοβιετική κυβέρνηση μου έδωσε εντολή να σας πληροφορήσω ότι συμφωνεί να φτάσει ο κύριος Φον Ρίμπεντροπ στη Μόσχα στις 23 Αυγούστου.


I. Στάλιν»


Ο διαμελισμός της Πολωνίας


Ο Ρίμπεντροπ έφτασε στη Μόσχα την ημέρα που με τόση αγωνία είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει ο Χίτλερ και συνάντησε τον σοβιετικό δικτάτορα και τον επίτροπο Εξωτερικών του. Ο διάλογος ήταν θερμός και ο Ρίμπεντροπ εξέφρασε την ικανοποίηση της Γερμανίας για την υπογραφή του συμφώνου. Ο Στάλιν του απάντησε ότι γνώριζε πως οι Γερμανοί επιθυμούσαν ειρήνη. Αμέσως, ο Στάλιν έκανε μια πρόποση στον Χίτλερ, λέγοντας: «Γνωρίζω πόσο το γερμανικό έθνος αγαπά τον Φύρερ του. Γι’ αυτό θα ήθελα να πιω στην υγεία του». Και ο υπουργός Εξωτερικών με τη σειρά του ήπιε στην υγεία του Στάλιν.


Παρ’ όλες τις φιλοφρονήσεις όμως, ο σοβιετικός δικτάτορας δεν είχε αυταπάτες και ήξερε ότι με την πρώτη ευκαιρία οι ναζιστές θα αθετούσαν τον λόγο τους. Μετά την υπογραφή του συμφώνου και καθώς ο Ρίμπεντροπ ετοιμαζόταν να φύγει, ο Στάλιν του είπε με νόημα: «H σοβιετική κυβέρνηση παίρνει το νέο σύμφωνο στα σοβαρά».


Και η κατάσταση ήταν πράγματι σοβαρή. Το μέρος του συμφώνου που δημοσιοποιήθηκε φυσικά δεν έλεγε τίποτε παραπάνω από το ότι η Γερμανία και η Σοβιετική Ενωση συμφωνούσαν να μην επιτεθούν η μία στην άλλη. Αν η μία γινόταν στόχος επίθεσης από τρίτη δύναμη, η άλλη δεν θα υποστήριζε την επιτιθέμενη δύναμη. Και καμία από τις δύο δεν θα συμμαχούσε με δυνάμεις, ο συνασπισμός των οποίων στόχευε άμεσα ή έμμεσα να βλάψει την άλλη.


Ετσι ο Χίτλερ πήρε αυτό που ήθελε: την άμεση εγγύηση της Σοβιετικής Ενωσης ότι δεν θα συμμαχούσε με τη Γαλλία ή τη Βρετανία, σε περίπτωση που αυτές αποφάσιζαν να τιμήσουν την υποχρέωσή τους προς την Πολωνία και να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία. (Την επομένη, η σοβιετική κυβέρνηση διεμήνυσε στη συμμαχική αντιπροσωπία ότι «λαμβάνοντας υπόψη την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης, δεν υπάρχει χρησιμότητα στη συνέχεια των συνομιλιών».)


Το αντίτιμο που κατέβαλε ο Χίτλερ για τη σοβιετική εγγύηση δεν ήταν σε κοινή θέα. Ηταν ένα «μυστικό πρωτόκολλο» το οποίο προέβλεπε: «1. Σε περίπτωση εδαφικής και πολιτικής μεταβολής στις επικράτειες που ανήκουν στα κράτη της Βαλτικής (Φινλανδία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), τα βόρεια σύνορα της Λιθουανίας θα αντιπροσωπεύουν τα σύνορα μεταξύ των σφαιρών συμφέροντος της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ενωσης. 2. Σε περίπτωση εδαφικής και πολιτικής μεταβολής στις επικράτειες που ανήκουν στο πολωνικό κράτος, οι σφαίρες συμφέροντος της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ενωσης θα ορίζονται κατά προσέγγιση από τους ποταμούς Νάρεβ, Βιστούλα και Σαν».


Ο Νέβιλ Τσέιμπερλεν έκρινε ότι η Βρετανία είχε πλέον προσβληθεί ανεπανόρθωτα. Τελικά, έκανε αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει τουλάχιστον έναν χρόνο νωρίτερα και προειδοποίησε τον Χίτλερ. Στις 22 Αυγούστου, καθώς οι πληροφορίες για το ταξίδι του Ρίμπεντροπ στη Σοβιετική Ενωση είχαν πια συνταράξει την Ντάουνινγκ Στριτ, ο βρετανός πρωθυπουργός έγραψε στον Χίτλερ: «Από ό,τι φαίνεται, η ανακοίνωση του γερμανοσοβιετικού συμφώνου εκλαμβάνεται σε κάποιους κύκλους του Βερολίνου ως ένδειξη ότι η παρέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας υπέρ της Πολωνίας δεν είναι πλέον ένα ενδεχόμενο που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Δεν θα μπορούσε να γίνει μεγαλύτερο λάθος».


Σε λίγες ημέρες, καθώς τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία από τα ανατολικά και – στο τέλος Σεπτεμβρίου – τα σοβιετικά από τα δυτικά, είχε πια φτάσει ο καιρός για τη Βρετανία να αποδείξει την ισχύ του λόγου της.


Βιατσεσλάβ Μολότοφ (1890-1986)


Σοβιετικός επίτροπος Εξωτερικών (1939-1949 και 1953-1956). Μέλος των Μπολσεβίκων από το 1906, ο Μολότοφ υποστήριξε τον Στάλιν μετά τον θάνατο του Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν το 1924. Ηταν υπεύθυνος για τουλάχιστον μία «εκκαθάριση» πολιτικών αντιπάλων του Στάλιν, από το 1928 ως το 1930. Διαπραγματεύτηκε το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επιθέσεως με τη Γερμανία αλλά μετά τη ναζιστική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης τον Ιούνιο του 1941 αποδείχθηκε εξίσου ικανός στις διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους. Εκπροσώπησε τη χώρα του στις διασκέψεις της Τεχεράνης (1943), της Γιάλτας (1945), του Πότσνταμ (1945) και του Σαν Φρανσίσκο (1945) όπου συστάθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Το 1949, ο Μολότοφ παραιτήθηκε από τη θέση του αλλά μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1953, επανήλθε. Πολιτικές διαφωνίες με τον Νικίτα Χρουστσόφ ωστόσο τον ανάγκασαν να παραιτηθεί και πάλι το 1956. Το 1962, μετά από έντονη κριτική προς τον Χρουστσόφ, εκδιώχθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, έζησε όμως ανενόχλητος στη Μόσχα ως τον θάνατό του.


Μαξίμ Λίτβινοφ (1876-1951)


Σοβιετικός επίτροπος Εξωτερικών (1930-1939). Οταν οι προθέσεις της ναζιστικής Γερμανίας ήταν πλέον προφανείς, ο Μαξίμ Λιτβίνοφ προσπάθησε να επιστρατεύσει την ισχύ της Κοινωνίας των Εθνών για συλλογική άμυνα και αντίσταση. Διαπραγματεύτηκε επίσης συνθήκες άμυνας κατά της Γερμανίας με τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία (1935). H πολιτική κατευνασμού προς τον Αδόλφο Χίτλερ οδήγησε τον Στάλιν στην απόφαση να αντικαταστήσει τον Λιτβίνοφ, το πρόσωπο του οποίου, συν τοις άλλοις λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, ήταν ταυτισμένο με την αντιγερμανική πολιτική. Ο Λιτβίνοφ επέστρεψε στην ενεργό δράση μετά την επίθεση της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ενωσης, το 1941, υπηρετώντας αρχικά ως πρεσβευτής στις Ηνωμένες Πολιτείες (1941-1943) και ύστερα ως υποεπίτροπος (υφυπουργός) Εξωτερικών. Αποσύρθηκε από την πολιτική το 1946.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ