Οι στρατιωτικές διευκολύνσεις που παρέχει η χώρα μας πρωτίστως προς τους Αμερικανούς και δευτερευόντως προς το ΝΑΤΟ προβλέπονται, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, από τις «συμβατικές υποχρεώσεις που έχει η χώρα μας έναντι των ΗΠΑ και έναντι του ΝΑΤΟ». Ποιες όμως συμβατικές υποχρεώσεις; Αποτελεί π.χ. «συμβατική υποχρέωση» η παραχώρηση του εθνικού εναερίου χώρου για πτήσεις και υπερπτήσεις αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών ή η διέλευση πολεμικών, τις περισσότερες φορές πυρηνοκίνητων, σκαφών από τα χωρικά μας ύδατα; Και αν όντως αποτελούν αυτό που λέμε «συμβατική υποχρέωση», τότε ποιος ο λόγος κάθε φορά που οι Αμερικανοί προετοιμάζονται για πολεμικές επιχειρήσεις, είτε στη Γιουγκοσλαβία είτε στο Αφγανιστάν είτε τώρα με τον πόλεμο στο Ιράκ, να ζητούν επισήμως, διά του πρέσβεώς τους στην Αθήνα, να τους παραχωρούνται άδειες για υπερπτήσεις και αεροδιαδρόμους που ελέγχονται αποκλειστικά από τις ελληνικές αρχές;


Γιατί, όσο απίστευτο και αν ακούγεται, στην προσφάτως κυρωθείσα από τη Βουλή ελληνοαμερικανική συμφωνία για το νομικό καθεστώς των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα (CTA) η μοναδική διευκόλυνση που αναφέρεται δεν είναι αυτή που παρέχει η χώρα μας προς τις ΗΠΑ αλλά οι στρατιωτικές διευκολύνσεις που παρέχουν οι αμερικανικές δυνάμεις προς τις ελληνικές στο έδαφος των… Ηνωμένων Πολιτειών! Πουθενά αλλού στη συμφωνία, που αποτελεί κατά την κυβέρνηση «κωδικοποίηση όλων των παρελθουσών συμφωνιών, απορρήτων και μη», δεν αναγράφεται η λέξη «διευκόλυνση»! Συγκεκριμένα στο άρθρο 35, παράγραφος 1, της Συμφωνίας (Comprehensive Technical Arrangement), αναφέρει: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να παραχωρήσουν στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στρατιωτικές διευκολύνσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες υπό εκείνους τους ευνοϊκούς όρους και τις συνθήκες που επιτρέπουν οι νόμοι και οι κανονισμοί των Ηνωμένων Πολιτειών».


Με δυο λόγια, οι Αμερικανοί μάς προσφέρουν, αν το θελήσουμε, βάσεις στις ΗΠΑ και μάλιστα «υπό ευνοϊκούς όρους»! Για στρατιωτικές διευκολύνσεις προς τους Αμερικανούς η Συμφωνία δεν αναφέρει το παραμικρό στα συνολικά 40 άρθρα που την απαρτίζουν. Εκτός αν υπάρχουν εν ισχύι άλλες συμφωνίες, μυστικές ή απόρρητες, που υποχρεώνουν την Ελλάδα να παρέχει τέτοιου είδους διευκολύνσεις. Απόρρητες συμφωνίες πράγματι υπάρχουν και υπεγράφησαν από στρατιωτικούς των δύο χωρών, όπως η συμφωνία «για τη χρήση του Κρηπιδώματος Κ-14/Σούδας – Ναυστάθμου Κρήτης», πλην όμως ούτε αυτές υποχρεώνουν τη χώρα μας είτε να αποστείλει ελληνικές φρεγάτες σε εμπόλεμες περιοχές είτε να παραχωρήσει αεροδιαδρόμους και άδειες υπέρπτησης είτε να παραχωρήσει σε Αμερικανούς το δικαίωμα αεροελέγχου σε δεσμευμένες από αυτούς περιοχές εντός του FIR Αθηνών ή ακόμη να διαθέσει πολεμικά πλοία της (καταβάλλοντας μάλιστα τα έξοδα συντήρησης-κίνησής τους από τον κρατικό προϋπολογισμό) για νηοψίες υπόπτων πλοίων για τρομοκρατικές ενέργειες.


Ολες ανεξαιρέτως οι ελληνοαμερικανικές συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας που άρχισαν από το 1947 να υπογράφονται ήταν και είναι ασαφείς, όπως επισήμως παραδέχεται το υπουργείο Εξωτερικών στην εισηγητική έκθεσή του στη Βουλή για την κύρωση της πρόσφατης συμφωνίας CTA. Ούτε λίγο ούτε πολύ οι ΗΠΑ και η Ελλάδα συνήψαν… άγνωστο αριθμό διμερών συμβάσεων κάθε μορφής από το 1947 οι οποίες ρύθμιζαν (και ρυθμίζουν) το νομικό καθεστώς των αμερικανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, όπως συμφωνίες, ανταλλαγές επιστολών και ρηματικών διακοινώσεων, παραρτήματα συμφωνιών, νομοθετικά διατάγματα, απόρρητα παραρτήματα ­ ένα σωρό δηλαδή νομικοί (και πολλές φορές «ακαταλαβίστικοι») όροι που, όταν χρειαζόταν να εφαρμοσθούν, εφαρμόζονταν αιφνιδιαστικά, «αποικιοκρατικά και λεόντεια» εις βάρος της χώρας μας.


Είναι χαρακτηριστική η δημόσια ομολογία του υφυπουργού Εξωτερικών κ. Α. Λοβέρδου στην εισήγησή του στη Βουλή κατά την πρόσφατη κύρωση της CTA: «Επειδή πολλές από τις ελληνοαμερικανικές ρυθμίσεις έγιναν σε εποχές παλαιότερες, κατά τις οποίες η καταγραφή στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών δεν ήταν πάντοτε βέβαιη λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, η ελληνική πλευρά βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίζει την εμφάνιση από αμερικανικής πλευράς συμβατικών κειμένων, υπό μορφήν κυρίως ανταλλαγής επιστολών υπογεγραμμένων από στρατιωτικούς, των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαμε και οι οποίες ήταν απόλυτα δεσμευτικές για τη χώρα»!


Μια τέτοια συμφωνία την οποία υπέγραψαν στρατιωτικοί και δεσμεύει βεβαίως τη χώρα μας είναι η ελληνοαμερικανική συμφωνία για το «Κρηπίδωμα Κ-14» της ναυτικής βάσης της Σούδας. Αυτή επικαλείται τώρα η κυβέρνηση όταν αναφέρεται σε «συμβατικές υποχρεώσεις»· αυτή αναζητούσε ματαίως ως προχθές το υπουργείο Εξωτερικών για να… ενημερωθεί!


Το «μήλον της έριδος»


Η συμφωνία υπεγράφη στις 17 Απριλίου 1990 από τον τότε αρχηγό ΓΕΝ αντιναύαρχο Ι. Στάγκα και από τον διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη υποναύαρχο Ντ. Ρ. Μόρνι και προβλέπει την παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων στην «ασφαλέστερη ναυτική βάση της Μεσογείου» (κατά την έκφραση των Αμερικανών), στον ναύσταθμο της Σούδας. Αν και η χώρα μας χρησιμοποιεί τον ναύσταθμο ως «επισκευαστική βάση», οι Αμερικανοί αλλά και το ΝΑΤΟ τη χρησιμοποιούν ως «προκεχωρημένη βάση τροφοδοσίας», πράγμα που σημαίνει ότι χωρίς αυτήν θα δυσκολεύονταν σε οποιαδήποτε επιχείρηση στη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και βεβαίως στον Περσικό Κόλπο. Το «μήλον της έριδος» αποτελεί το περίφημο (και άγνωστο στους περισσότερους Ελληνες) «Κρηπίδωμα Κ-14», το οποίο χρησιμοποιείται για τον ελλιμενισμό αεροπλανοφόρων και πυρηνοκίνητων υποβρυχίων. Πρόκειται για μια καλά φρουρούμενη προβλήτα, βάθους 14 μέτρων (τα συμβατικά πολεμικά πλοία συνήθως χρησιμοποιούν προβλήτες βάθους πέντε μέτρων), η οποία κατασκευάστηκε για χρήση του ΝΑΤΟ, πλην όμως το 1990, επί κυβερνήσεως Κ. Μητσοτάκη (και με τη δικαιολογία της έλευσης στην Κρήτη του προέδρου Μπους), ανέλαβαν τον εκσυγχρονισμό και την ανακατασκευή της καταβάλλοντας το 94% των εξόδων. Το υπόλοιπο 6% των εξόδων κατέβαλαν το ΝΑΤΟ και η ελληνική κυβέρνηση, αλλά από τότε το «Κρηπίδωμα Κ-14» ανήκει ουσιαστικά στους Αμερικανούς, οι οποίοι είναι αυτοί που παραχωρούν άδεια για ελλιμενισμό οποιουδήποτε άλλου νατοϊκού σκάφους. Και τούτο παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 3 της συμφωνίας και στην παράγραφο α’ αναφέρεται ρητώς ότι «σε περίοδο ειρήνης ο όρμος της Σούδας θα χρησιμεύει για ελλιμενισμό του Ναυτικού των ΗΠΑ καθώς και για τα πλοία που ελέγχονται από τη Military Sealit Command του ΝΑΤΟ ή για πλοία ναυλωμένα από το ΝΑΤΟ που την επισκέπτονται». Οι λιμενικές διευκολύνσεις που παρέχονται στους Αμερικανούς προβλέπονται στην παράγραφο γ’ του άρθρου 3 όπου αναφέρεται: «Οι ΗΠΑ έχουν προτεραιότητα όταν επιχειρησιακά απαιτείται, όπως στις περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης ή εν καιρώ έντασης ή ένοπλης σύγκρουσης, πλην όμως το Ναυτικό των ΗΠΑ προβαίνει σε γνωστοποίηση το ταχύτερον δυνατόν». Αυτή η «γνωστοποίηση» όμως προς τον έλληνα διοικητή της βάσης καμιά φορά… παραβλέπεται.