«Οι εκπαιδευτικοί είναι η μεγάλη ευλογία και ταυτόχρονα η μεγάλη κατάρα του χώρου που ονομάζεται εθνική παιδεία» δήλωνε πρόσφατα στο «Βήμα» με ομολογουμένως παραστατικό τρόπο έγκριτος εκπαιδευτικός, ιστορικός και μελετητής του χώρου του. Προς τι η αναφορά; Η επικαιρότητα τον υποστήριζε. Τον ερχόμενο μήνα αναμένονται τα αποτελέσματα του δεύτερου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, ενώ οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις για τα θέματα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών έχουν ήδη ξεκινήσει στο κτίριο της οδού Μητροπόλεως. Ταυτόχρονα όμως τα αποτελέσματα αδημοσίευτης πανελλαδικής έρευνας του Ινστιτούτου V-PRC στους μαθητές του λυκείου, οι οποίοι έχουν και τον κύριο λόγο επί του θέματος, «έκαιγαν» στα χέρια του: η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών (72,9%) εκτιμά ότι κατά το συνολικό διάστημα της ως σήμερα σχολικής εμπειρίας τους υπήρξαν στην καλύτερη περίπτωση «δύο ως πέντε» καθηγητές που τους άφησαν καλές εντυπώσεις… Και η κριτική τους δεν σταματάει εκεί. Σε πολύ υψηλά ποσοστά οι ερωτηθέντες μαθητές δηλώνουν ότι οι καθηγητές τους έχουν υπερβολικές απαιτήσεις ενώ οι ίδιοι προσφέρουν ελάχιστα και εκτός αυτού το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η αποστήθιση του μαθήματος. Ενα σημαντικότατο ποσοστό, το 12,7% των μαθητών που καταγράφονται στη βάση δεδομένων «V» του V-PRC, υποστήριξε ότι υπήρξε «μόνο ένας» καθηγητής στον οποίον θα μπορούσαν να αποδώσουν θετικούς χαρακτηρισμούς…


Από την πλευρά τους οι εκπαιδευτικοί τάσσονται σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (που υπερβαίνει σε άλλες έρευνες το 30%) υπέρ της άποψης ότι τα συστήματα αξιολόγησης πρέπει να υπάρχουν αλλά όχι στη σημερινή τους μορφή αφού τώρα εφαρμόζονται «μόνο για να ενισχύουν τις ιεραρχικές σχέσεις και να τους χειραγωγούν».


Αναμφισβήτητα πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ολοι θέλουν την αξιολόγηση αλλά ο καθένας με διαφορετικό τρόπο ως προς τη διαδικασία της. Τι θα βγει από τις συζητήσεις; Θα το διαβάσουμε σύντομα στην έντυπη μορφή του. Προς το παρόν ας ακούσουμε αυτούς που έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.



Τα αποτελέσματα πανελλαδικής έρευνας που ολοκληρώθηκε πριν από μερικούς μήνες από τους ερευνητές της βάσης δεδομένων «V» της V-PRC και την οποία εξασφάλισε «Το Βήμα» παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η έρευνα έγινε σε 400 μαθητές 15-18 ετών (δηλαδή, σε μαθητές και μαθήτριες λυκείου) από όλη τη χώρα. Από αυτούς:


­ Μόνο ένα ποσοστό 9,4% απάντησε ότι υπήρξαν «έξι ως εννέα» καθηγητές που τους άφησαν θετικές εντυπώσεις στο σύνολο της σχολικής εμπειρίας τους. Η πλειονότητα των μαθητών θεωρεί ότι οι αξιόλογοι εκπαιδευτικοί που γνώρισαν δεν μετρούνται ούτε στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οσο μειώνεται η βαθμολογία των ερωτηθέντων τόσο αυξάνεται η αρνητική εκτίμηση για τους καθηγητές τους. Ετσι, ενώ το 6,8% των «άριστων» μαθητών εκτιμά ότι «μόνο ένας» καθηγητής από όσους γνώρισαν μπορεί να αξιολογηθεί ως καλός, το ποσοστό των «αδύνατων» μαθητών που έχει αυτή τη γνώμη ανέρχεται στο 31,6%. Ταυτόχρονα οι μαθητές των αγροτικών περιοχών έχουν ελαφρώς καλύτερη εντύπωση για τους καθηγητές τους από ό,τι οι μαθητές των αστικών ή ημιαστικών περιοχών.


­ Στην ερώτηση πόσο συχνά οι καθηγητές διδάσκουν με κατανοητό τρόπο οι περισσότεροι μαθητές (57%) απαντούν ότι αυτό συμβαίνει «συχνά» ενώ μια σημαντική μειονότητα (42,2%) δίνει την απάντηση «σπάνια». Οι περισσότεροι μαθητές της Α’ λυκείου (57%) θεωρούν ότι το μάθημα των καθηγητών τους είναι κατανοητό ενώ στη Γ’ λυκείου ένα ποσοστό 51,3% καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το 70,7% των «άριστων» μαθητών θεωρεί ότι οι καθηγητές τους διδάσκουν «συχνά» με κατανοητό τρόπο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους «αδύνατους» μαθητές κατεβαίνει στο 18,2%.


­ Στην ερώτηση πόσο συχνά οι καθηγητές διδάσκουν δημιουργώντας ενδιαφέρον για το μάθημά τους η πλειονότητα (62,9%) απαντά ότι αυτό συμβαίνει «σπάνια». Περισσότερο επικριτικοί εμφανίζονται οι μαθητές της Γ’ λυκείου (74,8%) και λιγότερο εκείνοι της Α’ λυκείου (59,15%). Οι «άριστοι» μαθητές εκφράζουν αρνητικές εντυπώσεις σε ποσοστό 55,4% και οι «αδύνατοι» σε ποσοστό 70,2%. Αντιστοίχως οι μαθητές των αγροτικών περιοχών εμφανίζουν μικρότερη δυσαρέσκεια από εκείνους των αστικών περιοχών.


­ Η αξιολόγηση των μαθητών για την επαρκή κατοχή του γνωστικού αντικειμένου από τους καθηγητές τους είναι γενικά θετική. Το 61,8% εκτιμά ότι οι καθηγητές τους φαίνεται «σχεδόν πάντα» ότι γνωρίζουν καλά αυτό που διδάσκουν. Δεν είναι δυνατόν όμως να αγνοηθεί το ποσοστό του 36,9% των μαθητών που εκτιμούν ότι αυτό συμβαίνει «σπάνια»… Οι μαθητές της Α’ λυκείου σε ποσοστό 67,4% θεωρούν ότι οι καθηγητές τους «σχεδόν πάντα» φαίνεται ότι γνωρίζουν το αντικείμενό τους, ενώ εκείνοι της Γ’ λυκείου εκφράζουν αυτή την εκτίμηση σε ποσοστό 63,1%. Οι «άριστοι» μαθητές δίνουν θετικές απαντήσεις σε ποσοστό 76,6%, οι «αδύνατοι» σε ποσοστό 57,1%. Διαφοροποιήσεις και ως προς το φύλο παρουσιάζονται σ’ αυτή την ερώτηση. Τα αγόρια έχουν πιο συχνά θετική εντύπωση (65,5%) από τα κορίτσια (58,4%).


­ Η πλειονότητα των μαθητών (67,4%) εκτιμά ότι «σχεδόν πάντα» οι καθηγητές τους έχουν υπερβολικές απαιτήσεις ενώ οι ίδιοι προσφέρουν λίγα. Τα κορίτσια έχουν πιο αυστηρή κρίση από τα αγόρια και συμφωνούν μ’ αυτή την άποψη σε ποσοστό 69,7% έναντι του αντιστοίχου 65,1%. Οι μαθητές της Γ’ λυκείου εμφανίζονται πιο επικριτικοί (73,2%) από τους μαθητές της Β’ (69,1%) και της Α’ λυκείου (62,5%). Οι «άριστοι» μαθητές έχουν την εκτίμηση αυτή σε ποσοστό 55,2% ενώ οι «αδύνατοι» σε ποσοστό 82,4%…


­ Το 60,1% των μαθητών εκφράζει τη γνώμη ότι οι καθηγητές τους «σχεδόν πάντα» απαιτούν αποστήθιση του μαθήματος. Οι «άριστοι» μαθητές συμμερίζονται αυτή την άποψη σε ποσοστό μόνο 48,8% ενώ οι «αδύνατοι» σε ποσοστό 82,7%.


­ Η πλειονότητα των μαθητών (55,6%) έχει την άποψη ότι «σχεδόν πάντα» οι καθηγητές τους, όταν τους ρωτούν κάτι που δεν καταλαβαίνουν, τους το εξηγούν ώσπου να βεβαιωθούν ότι το κατάλαβαν. Μια σημαντική μειονότητα, το 43,2%, ωστόσο, υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει «σπάνια». Οι μαθητές της Γ’ λυκείου εμφανίζονται στην πλειονότητά τους δυσαρεστημένοι: μόνο το 46,9% εκτιμά ότι οι καθηγητές επιμένουν στην επεξήγηση ώσπου να βεβαιωθούν για την κατανόηση, σε αντίθεση με τους μαθητές της Β’ και της Α’ λυκείου που έχουν την άποψη αυτή σε ποσοστά 58,3% και 62,4%. Οσο μειώνεται η αποτυχία βέβαια τόσο αυξάνεται η δυσαρέσκεια αφού οι «αδύνατοι» μαθητές φαίνονται ικανοποιημένοι σε ποσοστά μόνο 35%.


* Η ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ Το σύστημα φταίει για τα δεινά της εκπαίδευσης


Τι λένε από την πλευρά τους οι καθηγητές; Τα ακριβώς αντίθετα. Οι εκπαιδευτικοί δεν πιστεύουν ότι η αξιολόγηση συνδέεται με την αναβάθμιση της εκπαίδευσης και τη βελτίωση του παιδαγωγικού έργου τους. Σε έρευνα των εκπαιδευτικών Χρ. Κάτσικα και Γ. Καββαδιά που επίσης πρώτη φορά δημοσιοποιείται αποκαλύπτεται ότι ένα 34,2% των ερωτώμενων εκπαιδευτικών πιστεύει πως η αξιολόγηση έχει σκοπό να τους μετατρέψει σε άβουλους και φοβισμένους υπαλλήλους. Ενα 16,8% κρίνει ότι σκοπός της είναι «να αλλάξει τις σχέσεις των εκπαιδευτικών», ένα 13,8% να «ξεχωρίσει τους επαρκείς από τους ανεπαρκείς» και μόνο ένα 7,5% πιστεύει ότι σκοπό έχει να «βελτιώσει την εκπαίδευση και το σχολείο».


Ωστόσο, όπως λέει ο κ. Κάτσικας σχετικά, «όσο διατηρείται η προσωποπαγής, αυταρχική και γραφειοκρατική διοίκηση της εκπαίδευσης οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης του εκπαιδευτικού θα είναι αναπόφευκτα συμμορφωτική, αντιμεταρρυθμιστική και θα συντηρεί την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Από αυτή την άποψη οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε λόγο να απορρίπτουν κάθε πρόταση για αξιολόγηση του έργου τους γιατί σ’ αυτή την περίπτωση ουσιαστικά αρνούνται να υπονομεύσουν το ίδιο τους το έργο».


Την ίδια άποψη περί αξιολόγησης εκφράζουν και οι καθηγητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης των επαρχιακών πόλεων της χώρας που ρωτήθηκαν σε σχετική έρευνα που έγινε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης με επιστημονικούς υπευθύνους τον καθηγητή κ. Δ. Ματθαίου και τη σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου δρα Ελ. Καρατζιά. Το δείγμα των εκπαιδευτικών ήταν 386 άτομα από πόλεις της επαρχίας (Ναύπλιο, Χαλκίδα, Σάμος, Χίος, Σπάρτη), οι οποίοι στην πλειονότητά τους κρίνουν ότι πρέπει η αξιολόγηση να αφορά κυρίως τους μαθητές και το εκπαιδευτικό έργο και όχι τους ίδιους αφού κατά τη γνώμη τους αξιολογούνται καθημερινά από τους μαθητές τους…


Σε σχέση με την αξιολόγηση του σχολικού έργου λοιπόν οι ερωτηθέντες πιστεύουν ότι από τους παράγοντες που διαμορφώνουν την ποιότητά του θα πρέπει να αξιολογούνται κατά σειρά τα σχολικά προγράμματα και βιβλία (30,6%), η διοίκηση του σχολικού συστήματος και της σχολικής μονάδας (20,4%) και οι μαθητές (10,65%). Ενα 17% δεν απάντησε ενώ και πάλι απουσιάζει από τις προτεραιότητές τους η ανάγκη αξιολόγησης των ίδιων. Στα θεσμικά πρόσωπα που θεωρούν κατάλληλα για αξιολόγηση οι σχολικοί σύμβουλοι και οι διευθυντές σχολικών μονάδων έρχονται πρώτοι στις προτιμήσεις τους με ποσοστό 40,6% και ακολουθούν με 20% οι «ειδικοί» και άλλα άτομα κύρους.


Οπως τονίζει σχετικά ο κ. Ματθαίου, «η αξιολόγηση αποτελεί διαδικασία συνυφασμένη με οποιοδήποτε εγχείρημα. Αποτελεί την πυξίδα που κατευθύνει και πιστοποιεί ότι ακολουθούμε την πορεία που επιθυμούμε και έχουμε επιλέξει ή, αντίθετα, προειδοποιεί για παρεκκλίσεις οι οποίες πρέπει έγκαιρα να διορθωθούν. Γι’ αυτό άλλωστε, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση όπου το εγχείρημα εξελίσσεται συχνά μέσα σε δυσκολίες, απρόβλεπτες συνθήκες και αστάθμητους παράγοντες, η αξιολόγηση οφείλει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη καλύπτοντας όλες τις παραμέτρους και τους τομείς του εγχειρήματος».