Ο αλχημιστής των χρωμάτων





«Η ζωγραφική είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο»
· «ό,τι δεν είναι ορατό δεν ενδιαφέρει τον ζωγράφο». Ο Παναγιώτης Τέτσης θα προσυπέγραφε χωρίς δισταγμό τις αξιωματικές διακηρύξεις του Αλμπέρτι, που εγκαινιάζουν τη νεότερη παράδοση της δυτικής τέχνης από το 1435. Πράγματι ο Τέτσης παραμένει ένας από τους τελευταίους οπαδούς της ζωγραφικής του βλέμματος. Το βλέμμα του ωστόσο δεν είναι ούτε αθώο ούτε ακαδημαϊκό. Είναι ένα βλέμμα θρεμμένο από μια μακρά ζωγραφική παράδοση, που ξεκινά από τους μεγάλους Βενετούς του 16ου αιώνα, τον Τιτσιάνο και τον Βερονέζε, περνάει από τον Γκρέκο, τον Ρούμπενς, τον Σαρντέν και τον Ντελακρουά και εκβάλλει στον Ματίς, τον Βουγιάρ, τον Μπονάρ, ακόμη και στον Ρόθκο. Θα παρατηρήσατε πως οι ζωγράφοι που ενοικούν «το φανταστικό μουσείο» του Τέτση είναι όλοι κολορίστες. Η διανοητική γενιά του ’30


Αν ανατρέξουμε στην παράδοση της νεοελληνικής ζωγραφικής, θα διαπιστώσουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της δεν είναι το χρώμα. Με μικρά διαλείμματα χρωματικών εκρήξεων, η ελληνική ζωγραφική έδωσε τα πρωτεία στη γραμμή και όχι στο χρώμα, επιλέγοντας έτσι ένα πνευματικότερο, πιο διανοητικό διάλογο με τον κόσμο και τα πράγματα, όπως παρατηρούσε εύστοχα σε ένα γνωστό άρθρο του ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του ’30. Ακριβώς αυτή, η αποκαλούμενη γενιά του ’30, αποκατέστησε την τάξη που είχε διαταράξει η πρώτη γενιά του ελληνικού μοντερνισμού, η καθαρά υπαιθριστική, τις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ο πρώιμος Παρθένης, ο Μαλέας, ο Μιχάλης Οικονόμου, ο Νικόλαος Λύτρας, ο Παπαλουκάς αναμετρήθηκαν με το δυσήνιο ελληνικό φως και μας έδωσαν μια αυθεντική χρωματική σχολή τοπιογραφίας, ακολουθώντας το δίδαγμα του Σεζάν και του μεταϊμπρεσιονισμού. Η γενιά του ’30 είναι ασκητικότερη, πιο διανοητική, αν εξαιρέσουμε τον πρώιμο Τσαρούχη και τον Διαμαντόπουλο. Ανάλογες τάσεις παρατηρούμε άλλωστε σε ολόκληρη την Ευρώπη.


Ενα άλλο χαρακτηριστικό της γενιάς του ’30 είναι η στροφή προς τον ενδημικό ανθρωποκεντρισμό, απ’ όπου είχε προσωρινά αποδράσει η προηγούμενη γενιά. Οχι ότι το τοπίο απουσιάζει παντελώς από τη θεματογραφία των ζωγράφων. Απλώς οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 και οι επίγονοί τους στρέφονται προς το αστικό και συχνά το κατοικημένο τοπίο και το ερμηνεύουν μέσα από κώδικες (Βασιλείου, Τσαρούχης, Αστεριάδης, Γ. Μανουσάκης κ.ά.). Η μάχη της πρώτης γενιάς υπαιθριστών να ανακαλύψουν το χρωματικό ιδεόγραμμα του ελληνικού φωτός, σύμφωνα με την ευχή του Περικλή Γιαννόπουλου και της ελληνικής γραμμής (1903), είναι γι’ αυτούς μακρινή και ξένη. Ο δεύτερος ελληνικός μοντερνισμός της γενιάς του ’30 έχει άλλες ιδεολογικές εμμονές: να αποδείξει το ζωντανό και «μοντέρνο» δίδαγμα της παράδοσης, που ξεκινά από το Βυζάντιο και φτάνει ως τη λαϊκή τέχνη, τον Θεόφιλο και τον Καραγκιόζη. Παράδοση και μοντέρνα τέχνη λειτούργησαν για τους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 σαν αμφίδρομοι καταλύτες. Καθεμιά ξεχωριστά βοήθησε για την κατανόηση, την επανεκτίμηση ή την οικειοποίηση της άλλης. Η περίοδος της ωριμότητας


Ο Παναγιώτης Τέτσης ωριμάζει τη δεκαετία του ’50. Ηδη τα αφηρημένα ρεύματα έχουν αρχίσει να διεισδύουν και να επιβάλλονται στην Ελλάδα (Κοντόπουλος, Μάρθας, Σπυρόπουλος). Ο Τέτσης είναι ομήλικος με τη γενιά της επανάστασης, με τη γενιά των «πατροκτόνων». Ομαδική έξοδος από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, απόρριψη όλων των παραδόσεων, και της παλαιότερης και της πιο πρόσφατης. Η Σχολή Καλών Τεχνών είναι για τους επαναστάτες το προπύργιο του ακαδημαϊσμού και της συντήρησης. Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς θα μεταναστεύσουν στα μεγάλα κέντρα της καλλιτεχνικής ζωής σε Ευρώπη και Αμερική, και θα συμπράξουν ενεργά και γόνιμα με τα ανατρεπτικά ρεύματα της εποχής! Κεσσανλής, Κανιάρης, Τσόκλης, Δανιήλ, Κουλεντιανός, Τάκης κ.ά.


Ο Τέτσης δεν συμμερίζεται ούτε την οργή, ούτε την αμφισβήτηση, ούτε την απόρριψη. Με σεβασμό μιλάει για τους δασκάλους του, με νηφαλιότητα αποτιμά τις κατακτήσεις των πρεσβυτέρων ομοτέχνων του και κυρίως, παρά την κατίσχυση των ανεικονικών ρευμάτων σε Ευρώπη και Αμερική, εκείνος επιμένει να υπηρετεί μια ζωγραφική του βλέμματος, προβάλλοντας «αντίσταση σαφή και ενσυνείδητη κατά της αφηρημένης τέχνης». Αυτά παρατηρούσε ο Αγγελος Προκοπίου στην εγκωμιαστική κριτική που αφιέρωσε στην έκθεση του νέου ζωγράφου στην γκαλερί «Ζυγός» το 1958, αμέσως μετά την επιστροφή του από το Παρίσι («Καθημερινή», 2.3.1958). Η μοναδικότητα της τέχνης του


Σε αυτή την αντίσταση, σε αυτή την εμμονή να ζωγραφίζει ό,τι βλέπει, να γυμνάζει καθημερινά το βλέμμα του, να αναζητεί αδιάκοπα τρόπους να μεταφράσει με χρώματα τη συνομιλία του φωτός με τον κόσμο, σε αυτή την επιούσια και αδιάκοπα ανανεούμενη πάλη οφείλει η ζωγραφική του Τέτση τη μοναδικότητά της. Γιατί αυτός ο διάλογος δεν ήταν ούτε χωρίς δυσκολίες ούτε χωρίς κινδύνους. Οι όροι που έθετε ο ίδιος ο καλλιτέχνης στον εαυτό του καθιστούσαν την έκβαση του διαλόγου αβέβαιη. Ο Τέτσης είναι ζωγράφος της χρωματικής πλησμονής, της ηδονής του χρώματος. Το ελληνικό φως, σύμφωνα με τον ζωγράφο, «ισοπεδώνει δημοκρατικά» τους τόνους και ξεθωριάζει τα δυνατά χρώματα. Πώς να παραμείνεις πιστός σε δύο αντίπαλες ερωμένες; στη ζωγραφική του βλέμματος, που έχει να αναμετρηθεί με ένα αμείλικτο φως, και στη ζωγραφική του χρώματος, που φιλοδοξεί να διατηρήσει την καθαρότητα και την ένταση του τόνου; Ο ζωγράφος κατάφερε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Δημιούργησε έτσι μια ζωγραφική ελληνική, που είναι ταυτόχρονα φωτοτροπική και χρωματική.


Ονόμασα τον Τέτση «ηδονικό Ελπήνορα» της ελληνικής ζωγραφικής σε παλαιότερη μελέτη μου. Η ζωγραφική του είναι μαγική, ευφραίνει τα μάτια και την ψυχή, και ταυτόχρονα γυμνάζει το βλέμμα μας να αναζητεί την αποκάλυψη μέσα στο ασήμαντο. Πράγματι, πιστός στην παράδοση του μοντέρνου, ο Τέτσης δεν έχει προνομιακά θέματα. Το θέμα είναι γι’ αυτόν απλό ερέθισμα, μοτίβο. Η σύνθεση, πάντα στέρεα οργανωμένη, το πλούσιο χρώμα, το αμίμητο μετιέ του καλού μάστορα, θα μεταβάλουν το πιο ασήμαντο μοτίβο σε αξιομνημόνευτο ζωγραφικό συμβάν. Ολα τα θέματα έχουν τη θέση τους στη ζωγραφική του Τέτση: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο σε ένα τραπεζάκι ως τη γεωμετρία της Υδρας, την ώρα που την αγκαλιάζει ο πρώτος ήλιος και την αποχαιρετά ο τελευταίος, θωπεύοντάς τη με το μελένιο φως του, και ως τη Λαϊκή Αγορά της Παρασκευής στην Ξενοκράτους, που θα εμπνεύσει στον ζωγράφο τη μνημειώδη ζωφόρο των 50 μέτρων.


Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι ποτέ περιγραφική, μιμητική. Ο θεατής καλείται να αναπλάσει την εικόνα που ερέθισε τον ζωγράφο με τη δική του αίσθηση, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το δημιουργικό γίγνεσθαι, την ορατή ποιητική του έργου.


Η ευανάγνωστη, αλλά όχι λιγότερο μαγική, ποιητική του Τέτση επιβεβαιώνει αδιάκοπα ότι η ζωγραφική του αφομοίωσε όλες τις κατακτήσεις της τέχνης του αιώνα μας. Γι’ αυτό συχνά το βλέμμα του θεατή ακροβατεί ανάμεσα στην οικεία πραγματικότητα και στην αφαίρεση. Το πρόβλημα όμως του ζωγράφου δεν είναι αυτό. Η αληθινή του μέριμνα είναι να ερεθίσει ζωγραφικά, χρωματικά, με μια αμίμητη τεχνική αλχημεία, κάθε σημείο της ζωγραφικής επιφάνειας και να καταφέρει να μεταδώσει το ίδιο ρίγος και στο βλέμμα που τη διατρέχει. Στη μονογραφία που αφιέρωσα στον Παναγιώτη Τέτση περίπου πριν από μία δεκαετία (έκδοση Νέες Μορφές, 1990) προσπάθησα να ανιχνεύσω τους νόμους και τους δρόμους αυτής της αλχημείας. Οι υποθήκες του δασκάλου


Ο Παναγιώτης Τέτσης, ως επιμελητής του Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου, με καθηγητή τον φίλο του Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, ως δάσκαλος στη Σχολή Βακαλό και ως καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μπόρεσε να μεταδώσει το πάθος και τις γνώσεις του σε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Πολλοί από τους μαθητές του κληρονόμησαν από τον δάσκαλο, μαζί με τα μυστικά ενός μετιέ που τείνει να εκλείψει, και την αγάπη στη ζωγραφική του βλέμματος. Ισως αυτή είναι η πιο πολύτιμη υποθήκη του δασκάλου σε μια εποχή που το βλέμμα κινδυνεύει να γίνει ατροφικό, να μεταβληθεί σε παθητικό καταναλωτή τηλεοπτικών εικόνων.


Η αναδρομική έκθεση του Παναγιώτη Τέτση είχε αποφασιστεί ομόφωνα από καιρό ως ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν άξιο και καταξιωμένο καλλιτέχνη, πολύ προτού εκείνος ανακοινώσει τη γενναιόδωρη προσφορά του προς την Εθνική Πινακοθήκη: 75 έργα και 50 χαρακτικά, το άνθος της δημιουργίας του, από τα πρώτα φανερώματα του ταλέντου του ως τα πιο πρόσφατα έργα του, προσφέρθηκαν απλόχερα και χωρίς δεσμευτικούς όρους στο μουσείο μας. Η χαρά και η ευγνωμοσύνη μας είναι απέραντες γι’ αυτή την πολύτιμη παρακαταθήκη που ανήκει πλέον στον ελληνικό λαό. Η Εθνική Πινακοθήκη αναλαμβάνει την ευθύνη να τη διαφυλάξει με στοργή και να την αξιοποιήσει.


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Το κείμενο αυτό αποτελεί τον πρόλογό της στον κατάλογο της έκθεσης.


Τη Δευτέρα 29.3 στις 8 μ.μ. εγκαινιάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη η αναδρομική του Π. Τέτση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Χορηγός της έκθεσης είναι η Χρηματιστηριακή ΑΕ του Ζ. Πορταλάκη.