Συναντώ τον Γιώργο Χρυσοστόμου στο εστιατόριο Art Lounge στον έβδομο όροφο του Νew Hotel της Φιλελλήνων. Ο ίδιος ανήκει σε αυτή τη σπάνια φυλή των συνεντευξιαζομένων που όταν μιλάει δεν στρογγυλεύει τα πράγματα, δεν κρατά ίσες αποστάσεις, βγάζοντας στη σέντρα ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Και όμως θα με ξαφνιάσει όταν σε μία αποστροφή του λόγου του θα πει: «Ο φόβος με τον οποίο πάλεψα πιο πολύ στη ζωή μου ήταν αυτό το περίφημο το «τι θα πει η γειτονιά» και το «τι θα πει ο κόσμος»».

Γιατί είναι παράξενο να το λέει αυτό ένας άνθρωπος που μάλλον υπήρξε επαναστάτης όταν 18 χρόνων αγόρι ξεκίνησε μόνος του από μία πολύτεκνη οικογένεια στη Ρόδο που ουδεμία σχέση είχε με το θέατρο, για να βρεθεί στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στη Θεσσαλονίκη, και να σπουδάσει υποκριτική στο ΚΘΒΕ, αποτελώντας σήμερα έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του.

«Ως ενήλικας διαπίστωσα ότι αρκετά κομμάτια της παιδικής μου ηλικίας κατευθύνθηκαν σε σχέση με τη γνώμη των άλλων» επιμένει. «Το κουβαλούσα αυτό το αίσθημα σαν έναν κόμπο στο στομάχι για χρόνια και δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν. Κάπου διάβασα ότι η μεγαλύτερη δυστυχία είναι να προσπαθείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους. Ξέρεις, εμείς οι ηθοποιοί είμαστε ετεροπροσδιοριζόμενοι. Πρέπει να αρέσουμε στο κοινό, στους σκηνοθέτες, τους συναδέλφους. Αυτό το πράγμα ακόμα με κατατρώει, άλλα έχω παλέψει να με παιδεύει σε λιγότερο βαθμό. Θα σου πω το πιο απλό. Παίζεις στο θέατρο και ξαφνικά ένας θεατής τραβάει βίντεο και αποσπά την προσοχή των υπόλοιπων θεατών. Σου λένε: «Μη διακόψεις την παράσταση, μη μιλήσεις, γιατί μετά μπορεί να γράψουν αρνητικά για σένα στα social media». Ή θυμάμαι που μου έλεγαν στις αρχές ότι πρέπει να χαμογελώ περισσότερο. «Mα δεν το αισθάνομαι, με το ζόρι;» ρωτούσα. «Ναι, γιατί μετά θα πουν ότι είσαι ξινός» μου απαντούσαν».

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Πρωταγωνιστώντας στο «Ναυάγιο»

Πάντως κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να προσάψει στον Γιώργο Χρυσοστόμου είναι ότι είναι ένας κακός ηθοποιός. Για παράδειγμα, η περυσινή θεατρική χρονιά σφραγίστηκε από τη σαρωτική ερμηνεία του στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι», το οποίο παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη στον νέο θεατρικό χώρο ARK στην Κυψέλη και επιστρέφει από τις 18 Οκτωβρίου για δεύτερη χρονιά στο ίδιο μέρος.

Ταυτόχρονα ο ίδιος πρωταγωνιστεί στη νέα, πολυαναμενόμενη δραματική σειρά του Mega «Το ναυάγιο», η οποία έρχεται από τον Οκτώβριο στους δέκτες μας. Βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη, με το σενάριο να υπογράφει ο Γιώργος Κόκουβας και τη σκηνοθεσία ο Γιάννης Χαριτίδης. Ενα all star cast ηθοποιών, ανάμεσά τους ο Γιάννης Στάνκογλου, η Αναστασία Παντούση, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, ο Λεωνίδας Κακούρης, η Γιώτα Φέστα, ο Εκτορας Λιάτσος, ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, ο Δημήτρης Καπουράνης, η Αμαλία Καβάλη, ο Γιώργος Χριστοδούλου, ο Θάνος Λέκκας, ο Νίκος Γκέλια, ο Γιώργος Σουξές, η Φωτεινή Ντεμίρη, η Μαρία Ζορμπά και άλλοι πολλοί ακόμη είναι οι ήρωες μίας ιστορίας που θα γεννηθεί στα παγωμένα νερά του Αιγαίου όταν το πλοίο «Φοίνιξ» θα βυθιστεί. Η μοίρα θα συνδέσει ανεξίτηλα τους επιζώντες του ναυαγίου, που καλούνται να ξεπεράσουν το πένθος τους, να διαγράψουν τη δική τους διαδρομή για νέα ξεκινήματα που οδηγούν σε αναπάντεχες περιπέτειες, δικαστικές ίντριγκες και δημοσιογραφικές ανατροπές, ταξιδεύοντας τον θεατή παράλληλα στην Ελλάδα τού ’60, στην Ελλάδα μιας άλλης εποχής, γεμάτης αντιθέσεις, γεμάτης εικόνες από τη χρυσή περίοδο του ελληνικού σινεμά και την πολιτική αναταραχή της δικτατορίας που πλησιάζει, με την ποδοσφαιρική τρέλα, τα λαϊκά τραγούδια και τις φτωχικές αυλές.

«Υποδύομαι τον Απόστολο Κασσιµάτη» αναφέρει ο Γιώργος Χρυσοστόμου. «Εναν άνδρα που είναι ερωτευμένος και παντρεμένος με την Ειρήνη, την οποία ερμηνεύει η Αναστασία Παντούση. Οι δυο τους γνωρίζονται στα Κύθηρα. Εκεί ο Απόστολος έχει βρεθεί καθώς είναι αρωματοποιός και αναζητά διάφορα βότανα. Η Ειρήνη την ίδια στιγμή είναι σομελιέ και έχει σπουδάσει στη Γαλλία. Μαζί φτιάχνουν τη ζωή τους, δημιουργούν ένα εργαστήριο αρωματοποιίας και κερδίζουν έναν διαγωνισμό αρωμάτων στη Γαλλία. Πρέπει λοιπόν να ταξιδέψουν από τα Κύθηρα στην Κρήτη και από την Κρήτη στον Πειραιά για να συνεχίσουν αεροπορικώς για το Παρίσι. Θα επιβιβαστούν όμως στο πλοίο «Φοίνιξ» και κάπου εκεί τα πράγματα ανατρέπονται…».

Τον Απόστολο ως ήρωα τον έχει αγαπήσει, όπως εξομολογείται. «Είναι εκ διαμέτρου αντίθετος από τον ήρωα που ερμηνεύω στο θέατρο, τον Αρτούρο Ούι. Είχα μάλιστα προτάσεις στην τηλεόραση να ερμηνεύσω έναν αντίστοιχο χαρακτήρα με τον θεατρικό μου ήρωα, δηλαδή τόσο αρνητικό και σκοτεινό, αλλά εμένα με γοητεύουν πάντα τα κοντράστ. Ο Απόστολος είναι θετικός χαρακτήρας, ένας γλυκύτατος άνθρωπος που αγαπάει και προστατεύει τη γυναίκα του. Την ίδια στιγμή με γοητεύει που έχω να «παλέψω» με έναν ήρωα ο οποίος έχει μια πολύ λεπτή σχέση με την αίσθηση της όσφρησης, με τα βότανα, με τα αρώματα, γιατί εγώ ως Γιώργος δεν είμαι έτσι. Οπότε έπρεπε να ψάξω αυτές τις λεπτομέρειες, αυτές τις ποιότητες».

Οπως ακόμη εξομολογείται χαίρεται που αυτός ο ρόλος τον βρίσκει σε μία ώριμη καλλιτεχνικά ηλικία. «Οι «μελιστάλαχτοι» ήρωες είναι αυτοί που είναι τελικά πιο δύσκολοι από τους αρνητικούς» εξηγεί. «Γιατί οι καλοί ήρωες έχουν πιο αμήχανες στιγμές. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνεις μία σκηνή που λες γλυκόλογα παρά μία σκηνή που βρίζεις. Είναι πολύ πιο δύσκολο να ξεδιπλώσεις τα πιο τρυφερά σου κομμάτια, ενώ έχεις γύρω σου κάμερες, τον booman, τρέχεις να προβάλεις το φως για τη σκηνή, τα σύννεφα που φεύγουν…».

Την τηλεόραση ομολογεί ότι την αγαπά. «Αν και πέρασα πολλά στάδια μαζί της. Βέβαια η τηλεόραση έχει εξελιχθεί, δεν είναι η ίδια με εκείνη που γνώρισα όταν ξεκινούσα. Τότε ήταν πιο έντονη η εναντίωση του θεατρικού χώρου σε αυτήν. Ηταν ένα ταμπού που μας το «φόρεσαν». Eγώ πάντως νομίζω ότι όταν έχεις ποιότητα, την κουβαλάς παντού. Εφέτος θα προβληθούν πολλές σειρές. Θα σου πω ότι θα χαρώ να κάνουν και οι άλλοι επιτυχίες, μολονότι ο ανταγωνισμός και ο ναρκισσισμός που έχω μέσα μου κάποιες φορές μπορεί να μην μου το επιτρέπουν. Χαίρομαι όμως που ανοίγει η γκάμα των επιλογών για τον θεατή και επίσης γνωρίζω ότι ο ανταγωνισμός των σίριαλ μεταξύ τους ανεβάζει τελικά την ποιότητά τους. Ο ένας θέλει να ξεπεράσει τον άλλον».

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Στον αστερισμό του Αρτούρο Ούι

Την ίδια στιγμή, μετά τα απανωτά sold out της περυσινής θεατρικής σεζόν, ο ίδιος επιστρέφει στην παράσταση «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη στο θέατρο ΑRK ώστε να καταδυθεί ξανά στον σκοτεινό κόσμο του έργου του Μπρεχτ, το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας του το έχει χαρακτηρίσει «ιστορική φάρσα».

Είναι ένα έργο γραμμένο το 1941, με φόντο τον υπόκοσμο του Σικάγο του Μεγάλου Κραχ, και τα γεγονότα αντικατοπτρίζουν τελικά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και του ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία και σημαδεύουν τους μηχανισμούς οι οποίοι στηρίζουν και εκτρέφουν τον φασισμό, με τον Γιώργου Χρυσοστόμου να καθηλώνει με την ερμηνεία του, ενσαρκώνοντας την ερεβώδη, δημαγωγική φιγούρα του Αρτούρο Ούι, ο οποίος εκμεταλλεύεται τον φόβο, τη χειραγώγηση και τη διαφθορά για να καταλάβει την εξουσία.

«Κάπως δεν «μεταβόλισα» την περυσινή επιτυχία» αναφέρει. «Πριν από μερικές ημέρες κάναμε μάλιστα μία συνάντηση με τον Αρη Μπινιάρη και του είπα ότι εγώ τώρα νιώθω ότι κάνω πρεμιέρα σε αυτό το έργο. Μπήκα τόσο βαθιά στην προετοιμασία αυτού του ήρωα, στην επικινδυνότητά του που είναι όλα κάπως θολά στο μυαλό μου».

Πώς είναι λοιπόν να ερμηνεύεις έναν ναζιστή; «Κατ’ αρχάς, έμαθα τα λόγια μου πάρα πολύ καλά και ευτυχώς για τα στοιχεία που δεν καταλάβαινα είχαμε μια εξαιρετική δραματολόγο, την Ελενα Τριανταφυλλοπούλου, που με βοήθησε πολύ. Από εκεί και πέρα, με αυτόν τον ρόλο δεν κρύβω ότι φοβήθηκα πολύ. Φοβήθηκα ότι μπορεί κάποιος να με ταυτίσει μαζί του και ότι εάν μάλιστα είμαι πειστικός ως Αρτούρο Ούι κάποιος μπορεί να πιστέψει ότι ταυτίζομαι και εγώ με αυτές τις ακροδεξιές απόψεις. Πρόσφατα διάβασα κάπου ότι ο κόσμος αποκωδικοποιεί πιο εύκολα το κακό από το καλό και νομίζω ότι όντως αυτό συμβαίνει. Αυτές τις σκέψεις μου, λοιπόν, αφού τις κράτησα επί τρεις ημέρες μέσα μου, τις επικοινώνησα τελικά στον Αρη. «Φοβάμαι πολύ» του είπα. «Tέλεια» μου απάντησε και αντιμετώπισε το όλο θέμα πολύ τρυφερά. Ουσιαστικά μού έδειξε τον δρόμο της απόλυτης απεμπλοκής από τον ήρωα και της προσέγγισής του μέσα από την απόλυτη τεχνική. Εκανα τελικά πλήρως τεχνικά αυτό που μου ζήτησε ο Αρης και βγήκε ένα αποτέλεσμα ερήμην μου. Λέω αυτά τα φοβερά λόγια και είναι σαν να εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι στο βιολί, χωρίς να συμφωνώ με τις νότες του».

Τον ρωτώ λοιπόν για τα διθυραμβικά σχόλια που ακούστηκαν για την ερμηνεία του. «Αισθάνομαι αμήχανα να σου απαντήσω σε αυτή την ερώτηση» απαντά και όταν πιέζω, συνεχίζει: «Πράγματι, υπήρξαν συνάδελφοι που μου είπαν ότι αυτή η παράσταση είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει. Αλλά αυτό που μου έκανε πιο πολλή εντύπωση ήταν κάτι άλλο. Ενα βράδυ λοιπόν που παίζω και είμαι επί σκηνής, κοιτάζω και βλέπω να σηκώνονται από τις θέσεις τους τέσσερις κοπέλες και ένα αγόρι και να φεύγουν από την αίθουσα. Το πήρα προσωπικά και ένας Θεός ξέρει πώς συνέχισα να παίζω μετά από αυτό. Τελειώνει όμως η παράσταση, βγαίνω έξω και βλέπω το αγόρι αυτό να με περιμένει. «Επαθα σοκ» μου είπε. «Δεν μπορούσα να διαχειριστώ αυτό που έβλεπα μπροστά μου». Του απάντησα τότε: «Φίλε, αυτό που είπες ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου πει άνθρωπος»».

Τελικά, όμως, πιστεύει ότι σε έναν βαθμό όλοι μπορεί να κρύβουμε, έστω και σε ψήγματα, το Κακό μέσα μας; «Θα δανειστώ μία ατάκα του Αρη για να απαντήσω» αναφέρει. «Ο Αρης λέει ότι όλοι μας κρύβουμε μέσα μας όλα τα ζωάκια του δάσους, και τα πιο όμορφα και τα πιο επικίνδυνα, και τα ελάφια και τα φίδια. Και όποιος δεν το παραδέχεται αυτό λέει νομίζω ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό. Το θέμα βέβαια είναι ποιο «ζωάκι» θα ενεργοποιήσεις όταν θα αρχίσεις να μην αισθάνεσαι όμορφα με τον εαυτό σου…».

H κουβέντα περνά στην επικαιρότητα και με αφορμή την παράσταση τον ρωτώ πώς είδε τις τρομακτικές εκφάνσεις του φασισμού, όταν οι αυτόκλητοι σερίφηδες στον Εβρο ξεκίνησαν να «συλλαμβάνουν» μετανάστες. «Δεν μπορώ να σου απαντήσω επάνω σε αυτό γιατί δεν παρακολούθησα στενά το θέμα» απαντά. «Εγιναν τόσα πολλά γεγονότα αυτό το καλοκαίρι. Και ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Οτι τα πάντα ξεχνιούνται μετά από λίγες ήμερες. Eσύ λοιπόν με ρώτησες τώρα για τον Εβρο και εγώ θα σου κάνω μια άλλη ερώτηση: «Ξέρεις να μου πεις τι έγινε με τα Τέμπη;». Κάπως έτσι αυτές τις ημέρες έχει ξεχαστεί ήδη ο Εβρος και οι αυτόκλητοι σερίφηδες εξαιτίας των πλημμυρών στη Θεσσαλία. Ομοίως και αυτή βέβαια θα ξεχαστεί, γιατί σε λίγες ημέρες έχουμε εκλογές. Χωρίς να θέλω να ακουστεί τεμπέλικο ή ωχαδελφισμός, πλέον κάθομαι ένα βήμα πίσω και παρατηρώ. Γιατί εμένα με τρομάζει όλο αυτό που γίνεται: δηλαδή το πόσο έντονα μπαίνουμε σε ένα φλέγον θέμα και έπειτα το ξεχνάμε. Οπότε εμένα ακόμη με απασχολούν τα Τέμπη. Δεν ξέρω εάν έχω χώρο για κάτι άλλο».

Και η πολιτική; «Δεν βρίσκω άκρη με την πολιτική. Δεν με γοητεύει» απαντά. «Τα όρια μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς γίνονται όλο και πιο θολά πλέον. Προσωπικά, κάνω ό,τι μπορώ καλύτερο για τον συνάνθρωπό μου που βρίσκεται δίπλα μου εκείνη τη στιγμή. Γιατί θεωρώ πολιτική τη στάση της μονάδας σε σχέση με το τι μπορεί να κάνει με τους πέντε, δέκα, είκοσι ανθρώπους που έχει δίπλα της».

Παρατηρώντας τελικά την πορεία του Γιώργου Χρυσοστόμου μέσα στον χρόνο μοιάζει να πασχίζει να γίνεται καλύτερος. «Μάλλον ισχύει αυτό που λες» απαντά όταν το επισημαίνω. «Για χρόνια υπήρξα μεγάλος οπαδός της αυτοκαταστροφής. Ανήκω στη γενιά του ’90 που αυτός ο δρόμος τής φάνταζε πολύ γοητευτικός. Υπήρχε ένας σαδομαζοχισμός ότι όλα έπρεπε να περνάνε μέσα από τον πόνο. Εγώ μετά από χρόνια διαπίστωσα ότι πλέον δεν μπορώ να αντεπεξέλθω σε αυτό. Εάν συνέχιζα σε αυτό το μοτίβο θα έβλεπα την καριέρα μου να καταρρέει. Οπότε είπα: «Εντάξει το ταλέντο και συγχαρητήρια για το βραβείο Χορν που κέρδισες, αλλά κανείς δεν θα θυμάται μετά από 14 χρόνια μια εξαιρετική παράσταση που μπορεί να έκανες». Γιατί το θέατρο είναι αέρας, είναι το εδώ και τώρα. Εάν έπαιξες καλά στην Επίδαυρο τo 2010 δεν σημαίνει ότι πρέπει να είσαι χαλαρός τώρα. Ξεκίνησα να με προσέχω, λοιπόν, να προσπαθώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος, καλύτερος καλλιτέχνης, να παλεύω με τους δαίμονες που με οδηγούσαν σε αντίθετη κατεύθυνση. Ναι, θέλω να γίνομαι καλύτερος, να νικήσω τους φόβους μου που είναι διαρκώς έτοιμοι σαν μυρμήγκια να βγουν έξω και να μου δηλητηριάσουν την ημέρα».

 

* Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο Νew Hotel (Φιλελλήνων 16, Αθήνα).