«Ολα τα βαριά όπλα ήταν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού» δηλώνει ο Τζέιμς Γκαλμπρέιθ, ο αμερικανός καθηγητής που έζησε από πρώτο χέρι τις εξαντλητικές διαβουλεύσεις των Βρυξελλών ως σύμβουλος του Γιάνη Βαρουφάκη. Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» από το γραφείο του στο Πανεπιστήμιο του Τέξας (όπου διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής και ο κ. Βαρουφάκης), εκτιμά ότι η Γερμανία έκανε για πρώτη φορά βήματα πίσω στην ιστορία της ευρωκρίσης όταν δέχθηκε το αίτημα να δοθούν χώρος και χρόνος στην Ελλάδα. Ο αμερικανός οικονομολόγος έχει εκφράσει κατά καιρούς σοβαρές αμφιβολίες για το εγχείρημα του ευρώ και τη θέση της χώρας μας σε αυτό, ενώ την περίοδο 2009-2010 είχε διατελέσει σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου. Ο κ. Γκαλμπρέιθ είναι γιος του Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, ενός από τους διασημότερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα, θεωρητικού του κράτους πρόνοιας και της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.
Εκτιμάτε ότι η Ελλάδα απέσπασε το μέγιστο που θα μπορούσε να πάρει από τη διαπραγμάτευση;
«Πιστεύω ότι σημείωσε μια σημαντική επιτυχία στην προσπάθειά της να υπάρξει πρόοδος. Είναι μεγάλη κουβέντα να μιλάμε για το μέγιστο, αλλά εκτιμώ ότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αντανακλά την ικανότητα και την επιμονή της ελληνικής ομάδας».
Είχατε την αίσθηση ότι η Γερμανία ήταν ο παίκτης-«κλειδί»;
«Η Γερμανία ήταν σίγουρα ο παίκτης-«κλειδί» στο παιχνίδι. Η γερμανική θέση ήταν εξαιρετικά άκαμπτη σε όλη τη διαδρομή, καθώς επέμενε ότι οι μόνες επιλογές που έχετε είναι είτε να δεχθείτε το προϋπάρχον πρόγραμμα χωρίς καμία τροποποίηση είτε να το εγκαταλείψετε συνολικά, κάτι που θα πυροδοτούσε πολύ άμεσες δυσμενείς συνέπειες για την οικονομία. Η γερμανική κυβέρνηση έκανε ένα βήμα πίσω από αυτή τη θέση στο τέλος της διαδικασίας και αυτός είναι ο λόγος που έχετε τώρα αυτόν τον χώρο και τον χρόνο για διαπραγματεύσεις».
Ποια ήταν η προσωπική σας εμπειρία;
«Ο ρόλος μου ήταν άτυπος, ενεργούσα ουσιαστικά σαν φίλος της ελληνικής ομάδας. Επρόκειτο για μια διαδικασία η οποία κατανάλωσε πάρα πολύ από τον χρόνο των υψηλού επιπέδου αξιωματούχων, των ίδιων των υπουργών Οικονομικών, προκειμένου να καταλήξουν σε μια συμφωνία, η οποία επί της ουσίας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κοινό ανακοινωθέν, μια απόφαση για να γίνει δεκτή μια επιστολή ως βάση για περαιτέρω συζητήσεις».
Πιστεύετε ότι απέδωσε η διαπραγματευτική τακτική του κ. Βαρουφάκη;
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης ήρθε στο υπουργείο Οικονομικών κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και ότι έπαιξε σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων με πολύ περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε καμία δυνατότητα να απειλήσει, δεύτερον, όλα τα βαριά όπλα ήταν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού και, τρίτον, οι διαπραγματεύσεις διεξάγονταν κάτω από έντονη πίεση και ασφυκτικές προθεσμίες. Παρά τις τρεις αυτές δυσκολίες, η ελληνική θέση για τη συνέχιση των χρηματοδοτικών συμφωνιών και την παροχή ανάσας και χρόνου για τη διαπραγμάτευση επί των μέτρων πολιτικής έγινε τελικά αποδεκτή. Δεν μπορώ να σκεφθώ πώς κάποιος λογικά σκεπτόμενος θα μπορούσε να αναμένει μια πιο ολοκληρωμένη και επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας στις πρώτες εβδομάδες της νέας κυβέρνησης».
Υπάρχει έντονη συζήτηση για την ανάγκη ενός νέου προγράμματος και ενός νέου δανείου για την Ελλάδα, το οποίο ίσως απαιτηθεί από τον Ιούλιο. Ποια θα ήταν συμβουλή σας στον κ. Βαρουφάκη;
«Δεν είναι δουλειά μου να δίνω συμβουλές. Και δεν θα το κάνω. Δεν έχω καλά διαμορφωμένη άποψη για το πώς θα προχωρήσουν τα πράγματα μετά το τετράμηνο της διαπραγμάτευσης. Το σημαντικότερο είναι οι πολιτικές τις οποίες θεωρεί απαραίτητες η ελληνική κυβέρνηση για να αντιμετωπιστεί η κρίση να γίνουν πράξη στο πλαίσιο της συμφωνίας. Η ελληνική θέση βασίζεται στην εμπειρία όσων συνέβησαν τα τελευταία έξι χρόνια, στη λεπτομερή γνώση των συνθηκών που επικρατούν και στη θέληση για αλλαγή όπου χρειάζεται. Επομένως, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτός ο χώρος για διαπραγματεύσεις, θα είναι δύσκολο για την άλλη πλευρά να διατηρήσει τη θέση ότι το προηγούμενο πρόγραμμα ήταν απολύτως σωστό σε κάθε του λεπτομέρεια και ότι το πρέπον είναι να προχωρήσουμε στον ίδιο δρόμο χωρίς καμία αλλαγή».
Κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών παραδέχονται ότι αυτό που λείπει από αυτή τη συμφωνία είναι το τμήμα της χρηματοδότησης. Πώς θα καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες;
«Αυτά τα ερωτήματα θα εξεταστούν τώρα και ευελπιστεί κανείς ότι με δεδομένη τη θέληση που υπάρχει θα επιλυθούν. Σαφώς και είναι σημαντικό να λυθούν σε μια λογική βάση. Δεν υπάρχει λόγος που να μην μπορεί να λυθούν».
Πιστεύετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στη συμφωνία με δεδομένες τις θέσεις στελεχών του, για παράδειγμα, κατά των ιδιωτικοποιήσεων;
«Η θέση της κυβέρνησης είναι ότι οι ιδιωτικοποιήσεις θα πρέπει να αναλύονται ξεχωριστά για κάθε περίπτωση, να προχωρούν ή να μην προχωρούν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους. Αλλά προφανώς εγώ δεν συμμετέχω στην εσωτερική πολιτική διαδικασία κανενός κόμματος στην Ελλάδα».

Εως τώρα δεν έχει υπάρξει καμία παραχώρηση από την πλευρά των θεσμικών πιστωτών
«Ο ΣΥΡΙΖΑ άντεξε εκεί που υποχώρησε ο Ολάντ»

Εκτιμάτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αλλάξει κάτι στην ευρωζώνη ή πρόκειται για μία ακόμη νίκη της Γερμανίας;

«Εξ όσων γνωρίζω, στην ιστορία αυτής της κρίσης δεν έχει υπάρξει ως τώρα καμία παραχώρηση από την πλευρά των θεσμικών πιστωτών ή της γερμανικής κυβέρνησης ώστε να γίνουν καλόπιστες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις. Αντιθέτως, όλες οι κυβερνήσεις, και αυτό περιλαμβάνει και την κυβέρνηση της Γαλλίας, πολύ γρήγορα, ανεξαρτήτως των προεκλογικών τους δεσμεύσεων, συμφώνησαν σε ένα βασικό πρόγραμμα λιτότητας και στα σχετιζόμενα με αυτό μέτρα. Η ελληνική κυβέρνηση για πρώτη φορά είπε «όχι, δεν πρόκειται να το κάνουμε αυτό». Ζήτησε περιθώριο για να διεξαχθεί η συζήτηση για το πώς θα προχωρήσουν τα πράγματα με βάση το εθνικό συμφέρον και τη δική της πολιτική ανάλυση. Επειτα από δέκα ημέρες πολύ σκληρών διαπραγματεύσεων κατέστη σαφές στους ευρωπαίους εταίρους ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να ενδώσει στις πιέσεις και ότι επίσης δεν επρόκειτο να καταρρεύσει ούτε να διαλυθεί για να υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης.
Ετσι, εφόσον οι τρεις αυτές εκδοχές είχαν φύγει από το τραπέζι, οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν να ξεκινήσουν αυτή την περίοδο διαβουλεύσεων. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα, οι συνέπειες του οποίου θα φανούν όταν εκτιμηθεί η σημασία του από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Θα επηρεάσει το πολιτικό κλίμα και τις κυβερνήσεις που δεν διάλεξαν να κάνουν αυτά τα γενναία και πολύ δύσκολα βήματα που έκανε η ελληνική κυβέρνηση. Επομένως μπορούμε να αναμένουμε ότι αυτό το επίτευγμα, ακόμη και αν δεν ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, σηματοδοτεί το άνοιγμα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος σε έναν αυξημένο βαθμό πλουραλισμού και διαλόγου για το τι πρέπει να γίνει, σε βαθμό που δεν το έχουμε ξαναδεί. Και αυτό είναι από μόνο του ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα, το οποίο μπορούν να επιδιώξουν τα εκλογικά σώματα, οι λαοί άλλων χωρών της ευρωζώνης, καθώς οδεύουν προς τις δικές τους εκλογικές αναμετρήσεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ