Με τρεις έκτακτες εισαγωγές μετρητών, μία από την κεντρική τράπεζα της Ιταλίας και δύο από την κεντρική τράπεζα της Αυστρίας, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) κατάφερε να αντεπεξέλθει στην έκτακτη ζήτηση για μετρητά που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης και κορυφώθηκε λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές της 17ης Ιουνίου του 2012. Μέσα από αυτές τις χρηματαποστολές, τις οποίες πρώτο είχε αποκαλύψει «Το Βήμα της Κυριακής» στις 3 Μαρτίου 2013 («Δέκα νταλίκες ευρώ έσωσαν την Ελλάδα από το κραχ»), η ΤτΕ ενίσχυσε την αξία των χαρτονομισμάτων που είχε στο θησαυροφυλάκιό της κατά 5,26 δισ. ευρώ και μπόρεσε να αποτρέψει ένα bank run με καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα.
Οπως αναφέρεται στο βιβλίο της Τράπεζας της Ελλάδος «Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης 2008 – 2013», το οποίο πρόκειται να παρουσιαστεί την προσεχή Τετάρτη, από το ξέσπασμα της κρίσης στις αρχές του 2010 ως τις βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 η αξία των μετρητών που είχαν στα χέρια τους οι Ελληνες υπερδιπλασιάστηκε και ανήλθε σε 47,7 δισ. ευρώ, έναντι 20 δισ. ευρώ που ήταν πριν από την κρίση. Τα επιπλέον 28 δισ. ευρώ, περίπου, αφορούν λεφτά που οι Ελληνες απέσυραν από τις τράπεζες και έκρυψαν σε θυρίδες, χρηματοκιβώτια, συρτάρια, στρώματα και αλλού, φοβούμενοι ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή.
Οι χρηματαποστολές


Η τάση αυτή ανάγκασε την Τράπεζα της Ελλάδος να εφοδιάσει τις τράπεζες με υπερδιπλάσια μετρητά από ό,τι συνήθως, ώστε να είναι σε θέση να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση και να αποφευχθεί το μοιραίο. Ηταν μια σύνθετη επιχείρηση για τον επικεφαλής της ΤτΕ κ. Γιώργο Προβόπουλο, καθώς η κεντρική τράπεζα έπρεπε να διασφαλίσει ότι και το τελευταίο ΑΤΜ, του πιο απομακρυσμένου τραπεζικού καταστήματος, δεν έπρεπε να ξεμείνει από μετρητά. Διότι, όπως προκύπτει από τη διεθνή εμπειρία (Αργεντινή κτλ.), αρκεί η είδηση και μόνο ενός άδειου ΑΤΜ για να ξεσπάσει ένα bank run, όταν όλοι τρέχουν να σηκώσουν τα λεφτά τους από τις τράπεζες για να προλάβουν.
Μάλιστα, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο, ο ρυθμός αύξησης της ζήτησης δεν ήταν ομαλός. «Υπήρχαν ημέρες που η αρνητική ειδησεογραφία προκαλούσε αυξημένες εκροές» αναφέρεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, υπήρξαν 11 εβδομάδες με εκροές πάνω από 1 δισ. ευρώ. Κορυφαία ήταν η εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, όταν έφθασαν τα 3 δισ. ευρώ. Ακολουθεί η εβδομάδα 22-26 Μαρτίου 2010, όταν υπήρξαν φήμες για κήρυξη πτώχευσης στις 25 Μαρτίου και οι εκροές ανήλθαν σε 2 δισ. ευρώ, και την εβδομάδα μετά την ανακοίνωση της προσφυγής στο ΔΝΤ, στα τέλη του Απριλίου 2010, όταν ήταν ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Και αυτά όταν υπό φυσιολογικές συνθήκες οι συνολικές εκροές ανά μήνα ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 112 εκατ. ευρώ, δηλαδή περί τα 40 εκατ. την ημέρα.
Για να αντεπεξέλθει λοιπόν η ΤτΕ στην τεράστια αυτή ζήτηση έκανε πολλαπλές χρηματαποστολές. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το διήμερο 14-15 Ιουνίου 2012 πριν από τις εκλογές από το κέντρο διακίνησης χρημάτων στο Χαλάνδρι (Νομισματοκοπείο) εξυπηρετήθηκαν αντιστοίχως 76 και 71 αυτοκίνητα χρηματαποστολών, έναντι ημερήσιου μέσου όρου 20 οχημάτων για παραδόσεις αλλά και παραλαβές, διότι υπό φυσιολογικές συνθήκες οι τράπεζες επιστρέφουν μετρητά στην ΤτΕ.
Ευρώ σε «τούβλα»


Και τα χρήματα έφευγαν από τα θησαυροφυλάκια της κεντρικής τράπεζας σε «τούβλα» ή χρηματοδέματα, όπως αποκαλούνται στο βιβλίο. Κάθε «τούβλο» αποτελείται από 1.000 χαρτονομίσματα της ίδιας ονομαστικής αξίας, χωρισμένα σε δεσμίδες των 100 χαρτονομισμάτων. Η αξία του διαμορφώνεται ανάλογα με την αξία του χαρτονομίσματος από το οποίο αποτελείται. Στην κορύφωση της κρίσης διοχετεύθηκαν στην αγορά περί τα 135.000 τούβλα, όταν ο μέσος όρος το 2009 ήταν περί τα 85.000.
Για να καλυφθεί ο όγκος της ζήτησης, η ΤτΕ πραγματοποίησε εγκαίρως μια παραλαβή μετρητών από την κεντρική τράπεζα της Ιταλίας ύψους 1,5 δισ. ευρώ και δύο από την κεντρική τράπεζα της Αυστρίας, η πρώτη τον Ιούνιο του 2011 ύψους 1,92 δισ. ευρώ και η δεύτερη στα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους ύψους 1,86 δισ. ευρώ. Τα μετρητά από την Ιταλία ήταν σε χαρτονομίσματα των 100 ευρώ και τα μετρητά από την Αυστρία των 50 ευρώ.
Οπως επισημαίνεται στο βιβλίο, «από την αρχή της κρίσης, ιδίως τη διετία 2011-12, κύριο μέλημα της ΤτΕ ήταν η αποτροπή μιας αιφνίδιας και γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα που θα οδηγούσε την οικονομία σε κατάρρευση και η απόλυτη προστασία των καταθέσεων, πράγμα που επιτεύχθηκε με σειρά ενεργειών που διασφάλισαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και συνέβαλαν καθοριστικά στην αξιοπιστία, στην εξυγίανση και στην ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος».
Πάντως, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και ως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους επέστρεψαν στις τράπεζες 9,7 δισ. ευρώ, τάση που συνεχίστηκε το 2013, όταν επιστράφηκαν ακόμη 2,2 δισ. ευρώ.
Οι χρυσές λίρες


Ωστόσο η ανησυχία των Ελλήνων δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στις εκροές καταθέσεων. Ανάλογη ήταν η τάση και στην αγορά χρυσών λιρών. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία αγοραπωλησίας χρυσών λιρών της ΤτΕ, έντονη ήταν η αβεβαιότητα τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2010, όταν η χώρα μπήκε στο Μνημόνιο. Τότε αγοράστηκαν από την κεντρική τράπεζα 68.000 χρυσές λίρες, σε σύνολο 194.500 χρυσές λίρες που πούλησε όλο το έτος. Επίσης 104.000 χρυσές λίρες αγοράστηκαν το πεντάμηνο Οκτωβρίου 2011 – Φεβρουαρίου 2012, όταν η πολιτική αστάθεια ήταν έντονη εξαιτίας του δημοψηφίσματος στο οποίο ήθελε να προσφύγει ο τότε πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου, της κυβέρνησης συνεργασίας του κ. Λ. Παπαδήμου, που ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη χώρα, και της διαπραγμάτευσης του 2ου Προγράμματος Προσαρμογής την ίδια περίοδο.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα προκαλούσαν αντίστοιχα αισθήματα ανασφάλειας και ανησυχία στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι μετρήσεις αβεβαιότητας ως προς την οικονομική πολιτική στην Ευρώπη κορυφώθηκαν δύο φορές την περίοδο 2008-2012, εξέλιξη που και τις δύο φορές αποδιδόταν στα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η πρώτη το 2010 συνέπιπτε με την ένταξη στον Μηχανισμό Στήριξης και η δεύτερη στα τέλη του 2011 με την εξαγγελία διεξαγωγής δημοψηφίσματος. Μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση ο σχετικός δείκτης αβεβαιότητας για την ευρωπαϊκή πολιτική κατέγραψε την υψηλότερη τιμή του καθ’ όλη την περίοδο της παγκόσμιας κρίσης 2007-2012!
Η έντονη ανησυχία που υπήρχε στην Ευρώπη για τις εξελίξεις στην Ελλάδα οδήγησε σύμφωνα με την ΤτΕ στη χρηματοδοτική της στήριξη. «Η επιλογή αυτή» αναφέρεται «δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη. Γι’ αυτό συνάντησε σοβαρές αντιστάσεις. Τελικά ωστόσο επικράτησε επειδή βασίστηκε σε ευρωπαϊκά κριτήρια, δηλαδή στην εκτίμηση ότι η χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους θα είχε πολύ σοβαρές παρενέργειες για ολόκληρη την ευρωζώνη».
Το πρόγραμμα


Η ΤτΕ εκτιμά ότι η στάση αυτή των ευρωπαίων εταίρων όρισε εν πολλοίς «την αντικειμενική πραγματικότητα μέσα στην οποία όχι μόνο έπρεπε να λειτουργήσει η ελληνική οικονομία στα χρόνια της κρίσης αλλά και αυτή που θα κληθεί να λειτουργήσει στο μέλλον: Μεσοπρόθεσμα, η τήρηση των όρων των προγραμμάτων στήριξης ήταν και είναι πρωταρχική προϋπόθεση για να συνεχιστεί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, ενώ μακροπρόθεσμα η ελληνική οικονομία πρέπει να αναζητήσει ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης που θα συμβαδίζει με τη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται» αναφέρεται. Για τον λόγο αυτόν η ΤτΕ πιστεύει ότι «κανένα μέτρο δεν είναι επαρκές αν δεν εντάσσεται σε έναν μακροχρόνιο σχεδιασμό για την αλλαγή του προτύπου ανάπτυξης που οδήγησε στην κρίση».
Επισημαίνει ότι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του τρόπου αντιμετώπισης της κρίσης ήταν ότι από την αρχή, πριν από την κατάρτιση του προγράμματος, «η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής εστιάστηκε στην αύξηση των φόρων αντί της μείωσης των περιττών δαπανών και της σπατάλης. Ετσι» σημειώνει «δεν αξιοποιήθηκε ούτε η διεθνής εμπειρία ούτε οι μελέτες που έδειχναν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι διατηρήσιμη και οδηγεί σε ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας όταν βασίζεται κυρίως σε μείωση δαπανών». Οπως τονίζεται, «η συνεχής αύξηση των φόρων δημιούργησε από την αρχή αρνητικές προσδοκίες, οι οποίες οδήγησαν σε δυσανάλογα μεγάλη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, με αποτέλεσμα τη βαθύτερη και πιο παρατεταμένη ύφεση».
Οσον αφορά την εφαρμογή του προγράμματος, αναφέρει ότι «τους πρώτους μήνες οι εξελίξεις ήταν ενθαρρυντικές». Ομως με τη δεύτερη αξιολόγηση που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2010 «επιβεβαιώθηκαν πλήρως οι χρόνιες αδυναμίες του δημόσιου τομέα». Η ΤτΕ αναφέρει ότι τότε το πρόγραμμα είχε φθάσει σε κρίσιμο σταυροδρόμι. «Στο σημείο εκείνο η ανάκαμψη της οικονομίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη δυναμική προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων κυρίως την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, αγορών και προϊόντων», κάτι που όπως επισημαίνεται «απαιτούσε συγκρούσεις με κατεστημένα συμφέροντα και θα έθετε σε δοκιμασία την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις».
Σε γενικές γραμμές, όπως προκύπτει από το βιβλίο, η ΤτΕ εκτιμούσε από την αρχή ότι η πολιτική διαχείριση του προγράμματος και η στάση της κοινωνίας απέναντι στις μεταρρυθμίσεις ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες που θα καθόριζαν τελικά την επιτυχία ή την αποτυχία. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, «το πρόγραμμα προσαρμογής δεν υιοθετήθηκε από την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα».
Εγκαιρες επισημάνσεις για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων
Για το πώς έφθασε η χώρα στη χρεοκοπία στο βιβλίο σημειώνεται ότι η ΤτΕ είχε προειδοποιήσει πολύ νωρίς για τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ως προς τη λειτουργία των αγορών, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ο κ. Γ. Προβόπουλος, τόσο σε ομιλία του στο τέλος του 2008 αλλά και νωρίτερα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, σημείωνε την ανάγκη να συνεχιστεί και να ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή. «Η θέση αυτή» αναφέρεται «διατυπώθηκε σε μια εποχή που ισχυρές φωνές συνηγορούσαν για μια πιο επεκτατική πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης κατά τα πρότυπα τότε άλλων ευρωπαϊκών χωρών που είχαν θεσπίσει δημοσιονομικά κίνητρα για τον ίδιο σκοπό. Η ΤτΕ υποστήριζε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για μια παραδοσιακού τύπου επεκτατική πολιτική και τούτο για τρεις λόγους: το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, το ύψος του δημόσιου χρέους και το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η δημοσιονομική προσαρμογή, εκτιμούσε η ΤτΕ, έπρεπε να επιτευχθεί με μείωση των πρωτογενών δαπανών, βελτίωση της ποιότητας των δημοσίων δαπανών και περιορισμό της φοροδιαφυγής».
Οι επισημάνσεις αυτές αποτελούσαν πάγια θέση της ΤτΕ από την τελευταία έκθεση του κ. Λουκά Παπαδήμου το 2002 και τις επαναλάμβανε σε όλους τους τόνους ο κ. Νίκος Γκαργκάνας κάθε φορά που τα δεδομένα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας χειροτέρευαν και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρυνόταν.
Από την πλευρά του, ο κ. Προβόπουλος προκειμένου να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη σημασία αυτών των μηνυμάτων είχε συναντήσεις πριν από τις εκλογές του 2009 με τον τότε πρωθυπουργό κ. Κώστα Καραμανλή και τον τότε ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Γιώργο Παπανδρέου στις 2 και 9 Σεπτεμβρίου 2009 αντίστοιχα. Και στις δύο αυτές συναντήσεις διατύπωσε την εκτίμηση ότι το έλλειμμα για το 2009 θα κινούνταν προς διψήφιο ποσοστό, ενώ στις 8 Οκτωβρίου, μετά τη συνάντησή του με τον τότε υπουργό Οικονομικών κ. Γιώργο Παπακωνσταντίνου, διατύπωσε πάλι την εκτίμηση ότι «το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 12%».
Χρέος
Μικρό το όφελος από το «κούρεμα»

Οσον αφορά το «κούρεμα» των ομολόγων, στο βιβλίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρεται ότι «η ΤτΕ υποστήριζε ταυτόχρονα με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή». Θεωρούσε ότι οι στόχοι για το χρέος μπορούσαν να επιτευχθούν αν εφαρμοζόταν πιστά το πρόγραμμα και ότι το «κούρεμα» θα είχε «σοβαρές αρνητικές συνέπειες στα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών ταμείων, των τραπεζών και των ιδιωτών που είχαν επενδύσει σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου». Επιπλέον προσθέτει ότι ενώ αρχικά υπολογιζόταν ότι το χρέος θα μειωνόταν κατά 100 δισ. ευρώ, το τελικό αποτέλεσμα ήταν η μείωση του χρέους μόνο κατά 51,2 δισ. ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ