Ευρώ ή μάρκο; Το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί σαφώς από τις γερμανικές ελίτ: Τόσο τα κοινοβουλευτικά κόμματα όσο και οι ποικιλώνυμες οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων λένε απερίφραστα «ναι» στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Ορισμένα πρόσωπα του πολιτικού περιθωρίου, όπως το πρώην μέλος του προεδρείου της Bundesbank Τίλο Σαρατσίν και ο πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων Χανς-Ολαφ Χένκελ, που θεωρούν το ευρώ σκέτη καταστροφή, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. «Αντίο για πάντα» λοιπόν στο μάρκο; Κάθε άλλο. Μια όλο και μεγαλύτερη πλειοψηφία των Γερμανών θέλει, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, την επιστροφή σε αυτό. Οι ατέλειωτες αναταράξεις του ευρώ ανάβουν τη νοσταλγία τους για το πάλαι ποτέ σταθερό εθνικό νόμισμα. Η τάση αυτή υποδαυλίζεται από μια ομάδα συντηρητικών οικονομολόγων με επικεφαλής τον Χανς-Βέρνερ Σιν, οι οποίοι, χωρίς να λένε ευθέως «όχι» στο ευρώ, κάνουν τόσο οξεία κριτική στην τρέχουσα πολιτική για τη διάσωσή του που ισοδυναμεί σχεδόν με την απόρριψή του. Την εκλαΐκευση των απόψεών τους αναλαμβάνουν κατόπιν τα λαϊκίστικα μέσα ενημέρωσης, όπως το ταμπλόιντ «Bild Zeitung». Αυτούς τους «ευρωσκεπιστικιστές» έχει ακριβώς στο στόχαστρο το νέο βιβλίο του γνωστού οικονομολόγου Πέτερ Μπόφινγκερ, που φέρει τον τίτλο «Επιστροφή στο γερμανικό μάρκο;». Η βασική του θέση είναι ότι τυχόν επιστροφή στο παλαιό νόμισμα θα γύριζε πίσω το ρολόι της Ιστορίας και θα ήταν η αιτία μύριων δεινών για την ήπειρό μας. Μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη «διάσωση» της Ελλάδας: στο σοκ που προκάλεσε στην οικονομία της η πολιτική της λιτότητας, αλλά και στις εναλλακτικές δυνατότητες για την έξοδο από την παρατεινόμενη μιζέρια.

Εναντίον ποίων στρέφεται το νέο σας βιβλίο με τον τίτλο «Επιστροφή στο μάρκο;», αν ληφθεί υπόψη ότι το συνολικό γερμανικό κατεστημένο τάσσεται υπέρ του ευρώ;

«Εναντίον εκείνων που ασχολούνται αποκλειστικά με το ερώτημα ποιοι είναι οι κίνδυνοι που επιφέρει το ευρώ, δεν βλέπει όμως τα πολύ μεγαλύτερα ρίσκα που ενέχει η επιστροφή στο μάρκο».
Ποια είναι αυτά τα ρίσκα;
«Το βασικό για τη Γερμανία θα ήταν η μεγάλη ανατίμηση του νομίσματος, έτσι όπως έγινε και στην Ιαπωνία, όπου η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει τεράστια χρέη για να διατηρεί σε κίνηση την οικονομία της».
Θα μπορούσε το λεγόμενο «Grexit», δηλαδή η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, να επιφέρει, λόγω της αρνητικής δυναμικής της, την επιστροφή στο μάρκο;
«Τυχόν αποσταθεροποίηση του κοινού νομίσματος θα προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επαναφορά του μάρκου. Σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας δεν θα είχαμε αναγκαστικά κατάρρευση της ευρωζώνης, αλλά σε περίπτωση εξόδου της Ισπανίας οι πιθανότητες γι’ αυτό θα ήταν πολύ μεγάλες».
Εχουν μειωθεί τελευταία οι πιθανότητες του «Grexit» ή παραμένουν οι ίδιες;
«Εχουν μειωθεί. Αυτό δεν μπορώ να το πω αντικειμενικά, αλλά μου το λέει η διαίσθησή μου. Κι αυτό επειδή στη Γερμανία έχει αυξηθεί η πεποίθηση ότι η έξοδος θα έβλαπτε όλη την ευρωζώνη. Ο αριθμός πάντως εκείνων που θέλουν να πετάξουν την Ελλάδα από αυτήν έχει μειωθεί, όπως δείχνει ο δημόσιος διάλογος, τελευταία σημαντικά».
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση και η τρόικα προετοιμάζουν ένα νέο βαρύτατο πακέτο περικοπών. Θα συμβάλει αυτό πραγματικά στην καταπολέμηση της κρίσης;
«Οχι. Η στρατηγική του σοκ έχει αποτύχει. Υπό συνθήκες σπειροειδούς φθίσης της οικονομίας, οι περικοπές δεν προσφέρουν τίποτε. Το ζητούμενο είναι προγράμματα ανάκαμψης. Απορώ που δεν επιχειρείται η επιβολή φόρου περιουσίας. Τέτοιος φόρος είχε επιβληθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γερμανία, όπου οι πλούσιοι υποχρεώθηκαν να δώσουν τη μισή περιουσία τους σε διάστημα 30 ετών στο κράτος. Οι Ελληνες θα έπρεπε να εξετάσουν αυτό το μοντέλο. Επιπλέον δεν καταλαβαίνω γιατί η Ελλάδα δεν έχει έναν ύψιστο φορολογικό συντελεστή της τάξεως του 56%, όπως αυτός που επέβαλε ο Χέλμουτ Κολ στη Γερμανία μετά την επανένωση της χώρας».
Η κυβέρνηση μιλά για αναξιοπαθούντες επιχειρηματίες που δεν είναι σε θέση να πληρώσουν ούτε τα μισά…
«Ο φόρος αυτός ισχύει μόνο για επιχειρήσεις με κέρδη. Σε αυτές θα μπορούσε να επιβληθεί άνετα τέτοιος υψηλός συντελεστής».
Η τρόικα και το Βερολίνο ποντάρουν πολύ στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Πρόκειται για συστημική μεταρρύθμιση; Είναι το οικονομικό της όφελος όντως μεγάλο;
«Νομίζω ότι η αξία της υπερεκτιμάται. Το όφελος που θα προκύψει για τη συνολική οικονομία από το άνοιγμα της συντεχνίας των ξεναγών ή των οδηγών ταξί είναι μάλλον ασήμαντο».
Ποιο είναι το συμπέρασμά σας ύστερα από δυόμισι χρόνια κρίσης: Εκανε η Αθήνα, όπως της ζητούσαν, τα «μαθήματά» της ή όχι;
«Αναμφίβολα η Ελλάδα έκανε πάρα πολλά στον τομέα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των δημοσιονομικών προγραμμάτων, πολύ περισσότερα πάντως απ’ ό,τι οι άλλες χώρες στο ίδιο χρονικό διάστημα. Ισως να έκανε μάλιστα περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Εκείνο που δεν μπορώ να κρίνω επακριβώς είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές, επειδή η ενημέρωση που δίνει η τρόικα γι’ αυτές είναι καταστροφική. Η τρόικα θα έπρεπε να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα με τις 10-20, ας πούμε, κυριότερες διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες θα ιεραρχούσε ανάλογα με τη σημασία τους. Μόνο σε τέτοια βάση θα μπορούσε να γίνει κατόπιν, σε δημόσιο διάλογο, η αξιολόγηση της εφαρμογής».
Ποια δομική μεταρρύθμιση έχει, κατά τη γνώμη σας, πρώτη προτεραιότητα;
«Η σημαντικότερη απ’ όλες είναι ένα πρόγραμμα για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων με κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αντί να αναγκάζονται τα νεαρά παιδιά να μένουν στα σπίτια τους, θα έπρεπε να συμμετέχουν σε προγράμματα επιμόρφωσης, που θα τους ανοίξουν νέες δυνατότητες για δουλειά. Αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μέλημα του κράτους».
Το αντίθετο συμβαίνει όμως. Η τρόικα βάζει μαχαίρι και στις κρατικές επενδύσεις για ανάπτυξη…
«Αυτό είναι τραγική εξέλιξη. Οι νέοι είναι το σημαντικότερο δυναμικό της χώρας. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει ανάπτυξη. Κι αυτή πάλι δεν γίνεται χωρίς κρατική παρέμβαση».
Ηταν ίσως το μεγάλο λάθος των ελληνικών κυβερνήσεων να αποδεχθούν την τρόικα και τους όρους της; Υπήρχε ή υπάρχει ακόμη ένας ρεαλιστικότερος δρόμος;
«Δεν θέλω να κάνω εικασίες. Γεγονός είναι ότι η Ελλάδα ακολούθησε αυτόν τον δρόμο. Εκείνο που της μένει τώρα είναι να βγει από αυτόν με έναν κατά το δυνατόν συνετό τρόπο».
Κατά πόσον είναι νομιμοποιημένη η τρόικα να παρεμβαίνει σε ελληνικές και ευρωπαϊκές υποθέσεις; Ισχύει όντως η φράση του βαυαρού υπουργού Οικονομικών Μάρκους Σέντερ, ότι «όποιος πληρώνει κάνει και κουμάντο;»
«Οχι. Η άποψή μου είναι ότι οι υποθέσεις αυτές θα πρέπει να λύνονται από δημοκρατικά νομιμοποιημένους πολιτικούς στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η τρόικα αναμείχθηκε στην Ελλάδα ακριβώς επειδή καθυστερεί η ολοκλήρωση, και επειδή έπρεπε να ληφθούν επείγουσες αποφάσεις. Με την πρόοδο της ολοκλήρωσης, η παρουσία της θα γίνει περιττή».
Ποιος ευθύνεται κυρίως γι’ αυτή την καθυστέρηση, ή και για τη γενικότερη μιζέρια: οι πολιτικοί ή οι αγορές;
«Αναφορικά με την ευρωπαϊκή κρίση, η ευθύνη βαρύνει περισσότερο τις αγορές. Οσον αφορά όμως την Ελλάδα, οι υπεύθυνοι είναι σαφώς οι πολιτικοί, που τις περασμένες δεκαετίες, παρά τη μεγάλη ανάπτυξη, δεν κατάφεραν να σταθεροποιήσουν τα κρατικά έσοδα. Αυτό είναι η ρίζα της ελληνικής κακοδαιμονίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ