Η χώρα περνάει στον τέταρτο χρόνο κρίσης µέσα σε κλίµα διάχυτης αβεβαιότητας. Οι φόβοι για κατάρρευση δύο µήνες πριν ανακόπηκαν. Οι θετικές προσδοκίες όµως παραµένουν ακόµη στη σκιά του φόβου. Αν δεν κινηθούµε µε αυτοπεποίθηση και διάθεση να ξεφύγουµε από το σήµερα και αν δεν σταµατήσουµε να σερνόµαστε στην τροχιά µιας ιδεολογικής και παλαιοκοµµατικής οπτικής, καµία θετική προοπτική δεν θα µπορέσουµε να δώσουµε στον έλληνα πολίτη. Η ιδεολογία που προπαγανδίζεται είναι ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Ναι, δεν υπάρχει διέξοδος, αλλά για όσους δεν ενδιαφέρονται να δηµιουργήσουν διέξοδο. Ισως γιατί µια εθνική διέξοδος θα σήµαινε την κατάρρευσή τους. Ισως γιατί η µόνη διέξοδος για να µην καταρρεύσουν όσοι βλέπουν αδιέξοδα είναι η ίδια η κατάρρευση της χώρας.

Μία είναι η κεντρική προϋπόθεση για το πού θα φτάσουµε: να αποφασίσουµε ως κοινωνία ότι, είτε µε σύµµαχο είτε χωρίς σύµµαχο το πολιτικό σύστηµα, θέλουµε να βγούµε από το τέλµα. Τότε, το πολιτικό σύστηµα θα συµµαχήσει, θέλει – δεν θέλει.

Σήµερα, πόσοι στηρίζουν πραγµατικά τα µέτρα δηµοσιονοµικής εξυγίανσης και διαρθρωτικής προσαρµογής; Πόσοι µιλάνε µε ρεαλισµό για τις εκρηκτικές συνέπειες µιας αποτυχίας; Πόσοι επιδίδονται στο εµπόριο της χίµαιρας; Ο πολίτης δεν ακούει τίποτε που να λέει ότι πρέπει να εργαστούµε, όχι για να ξεγελάσουµε την Ευρώπη αλλά για να ξεπεράσουµε την κρίση. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το πρόγραµµα που καλούµαστε να εφαρµόσουµε ή να διαπραγµατευθούµε παρουσιάζεται ως ρετσινόλαδο, το οποίο θα έπρεπε να αποφύγουµε µε κάθε δυνατό τρόπο.

Οτι το µνηµόνιο για ορισµένα ζητήµατα θα µπορούσε να προβλέπει διαφορετικές πολιτικές, που, ας µην ξεχνάµε, θα έπρεπε να ήσαν αποδεκτά και από την άλλη πλευρά, µπορεί να είναι σωστό. Ποιος έκανε τον κόπο να προτείνει ένα ολοκληρωµένο, εναλλακτικό, πειστικό και κυρίως ρεαλιστικό και αποδεκτό µεσοπρόθεσµο σχέδιο, που να κάνει ξεκάθαρο τι αποφάσεις και πολιτικές θα ακολουθηθούν στην επόµενη τετραετία γύρω από τα δηµοσιονοµικά, την ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις, την απασχόληση, τη φτώχεια ή τον εκσυγχρονισµό της ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης και ποιες θα ήσαν οι προοπτικές µε όλα αυτά; Ποιος συγκεκριµενοποίησε έστω και στο ελάχιστο τι απαιτήσεις έχει το ζητούµενο της ανάπτυξης; Ποιος το κάνει ακόµη και σήµερα; Ο,τι ακούµε είναι κάποιες σκόρπιες ιδέες, φουσκωµένες µε µπόλικο πολιτικό βολονταρισµό, µε ό,τι δηλαδή οδήγησε στην κατάρρευση.

Το πώς και το πού πάµε όµως είναι θεµελιώδη. Οπως θεµελιώδεις είναι και οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές σε καίρια στοιχεία λειτουργίας της κοινωνίας µας, προκειµένου να πετύχουµε ανάπτυξη και έξοδο από την κρίση. Εννοώ τις αλλαγές στο φορολογικό σύστηµα, τη δοµή των κρατικών δαπανών, τη διαφθορά, τις έκδηλες ανισότητες στην κοινωνική στήριξη, στην εκπαίδευση, στην πρόσβαση σε θέσεις διαχείρισης χρήµατος, σε προνοµιακές αµοιβές, σε κοινοτικές επιδοτήσεις. Τις διαρθρωτικές αλλαγές που ιδεολογικά πολεµούνται λυσσαλέα. Γιατί; Γιατί η υλοποίησή τους θα σήµαινε την αποδυνάµωση ενός κλεπτοκρατικού και εξαιρετικά άνισου και προνοµιακού συστήµατος και µια σύγκλιση του κοινωνικά κοροϊδευτικού ελληνικού προς το ευρωπαϊκό υπόδειγµα κοινωνικής δηµοκρατίας. Στην καρδιά των αιτιών της κατάρρευσής µας βρίσκεται ο άνισος τρόπος εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς τις τεράστιες και διευρυνόµενες ανισότητες, ούτε τόσο σηµαντικά φορολογικά ελλείµµατα θα είχαν δηµιουργηθεί, ούτε το παραγωγικό σύστηµα και η ανταγωνιστικότητα θα είχαν αποδυναµωθεί τόσο, ούτε οι τεράστιοι κοινοτικοί πόροι που κατευθύνθηκαν στον αγροτικό τοµέα ή δόθηκαν για διάφορα προγράµµατα θα είχαν αποτύχει να δηµιουργήσουν ένα πιο ισχυρό παραγωγικό και κοινωνικό σύστηµα, ούτε οι επενδύσεις σε οπλικό, ιατρικό ή άλλον εξοπλισµό θα συνδέονταν µε καταστάσεις ιδιωτικού πλουτισµού εντός και εκτός Ελλάδος. Για να αντισταθµιστεί πολιτικά αυτή η βαθύτερη ανισότητα που χαρακτήρισε δεκαετίες, ακολουθήθηκε µια πολιτική ελλειµµάτων και διογκωµένου χρέους, που πολιτικά δηµιουργούσαν σε ευρύτερα κοινωνικά στρώµατα τη µεγάλη ψευδαίσθηση ότι επετύγχαναν µια σταθερή άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.

Ετσι φτάσαµε ώστε µεταξύ 1989 και 1999 το µεν δηµόσιο χρέος να αυξηθεί κατά 95 δισ. ευρώ, το δε ΑΕΠ κατά 80 δισ. ευρώ. Μεταξύ 1999 και 2010 το χρέος αυξήθηκε κατά 213 δισ. ευρώ και το ΑΕΠ κατά 120 δισ. ευρώ. Πίσω από την πραγµατικότητα αυτή, το µήνυµα είναι ένα: Αδυναµία να παράγουµε ικανοποιητική ανάπτυξη και συνεχής προσφυγή σε ξένα δάνεια, για να δίνουµε την ψευδαίσθηση ότι εµείς δηµιουργούµε ανάπτυξη. Από τη στιγµή µάλιστα που το προοδευτικό, το αριστερό ή το φιλολαϊκό έφτασαν να ταυτίζονται µε ακόµη µεγαλύτερα δάνεια, χρέη και εξάρτηση από τις παγκοσµιοποιηµένες χρηµατοπιστωτικές αγορές, ήταν αναπόφευκτο να δούµε την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού.

Από την κυβέρνηση αυτή και ιδίως από τον Πρωθυπουργό ζητήθηκε να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας για λίγους µήνες, προκειµένου να ολοκληρώσει δύσκολες και θεµελιακές για την τύχη της κοινωνίας διαπραγµατεύσεις, από τις οποίες το πολιτικό σύστηµα θεώρησε σκόπιµο να αποστασιοποιηθεί. Οποτε και αν καθοριστεί η λήξη αυτού του εγχειρήµατος (και περίπου έχει ήδη καθοριστεί), το ίδιο το εγχείρηµα πρέπει ως το σύντοµο τέλος του να στηριχτεί πολιτικά χωρίς επιφυλάξεις. «Στηριχτεί» σηµαίνει ένα πράγµα: τήρηση της πολιτικής δέσµευσης που δόθηκε προς τον ελληνικό λαό µε στόχο το καλό της χώρας και όχι για να κερδηθεί πολιτικός χρόνος. Αλλιώς δεν υπήρχε λόγος για όλη αυτή τη φασαρία. Αλλιώς η θεατρική παράσταση ας σταµατήσει άµεσα, και ο καθένας να έχει το θάρρος να αναλάβει τις ευθύνες του. Οι εβδοµάδες που έρχονται πρέπει να είναι µεστές από προτάσεις για ένα εθνικό σχέδιο εξόδου που θα ξεφεύγουν από τον καφενόβιο δηµόσιο λόγο ή τις ιδεοληψίες που οδήγησαν το σκάφος στη Φαλκονέρα. Να είναι εβδοµάδες εθνικής αυτογνωσίας και όχι µια διαδικασία υπολογισµού σε ποιον θα πέσει ο µουντζούρης. Στηρίζεται πράγµατι το εγχείρηµα; Αµφισβητείται;

Η έξοδος από την κρίση θα γίνει µε την ανάδειξη νέων αξιών, προτεραιοτήτων και ρυθµιστικών κανόνων. Η χώρα δεν µπορεί να λειτουργήσει χωρίς οργανωµένη, αλλά καθαρή από το αµαρτωλό παρελθόν πολιτική δηµοκρατία. Το πολιτικό σύστηµα έχει την τεράστια ευθύνη να κάνει την αυτοκάθαρσή του. Κάθαρση από τις ευθύνες που οδήγησαν στην ανεργία πεντακοσίων χιλιάδων ατόµων, στην απώλεια εισοδήµατος όλων και σε πτώχευση αξιών προϋποθέτει πατροκτονία, δηλαδή αποχαιρετισµό από τα στερεότυπα που προκάλεσαν την κατάρρευση.

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
Να µη γίνουµε junk όπως τα οµόλογά µας

Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι το πιο δύσκολο και επώδυνο τµήµα µιας πολιτικής µετασχηµατισµού. Χωρίς αυτές τα δηµοσιονοµικά δεν θα αρκούν ποτέ, είτε είµαστε στο ευρώ είτε σε κάποιο βαλκανικό νόµισµα. Εµµονή στον αρνητισµό απέναντί τους θα έχει πολλαπλάσια επώδυνες και δύσκολες συνέπειες. Ανάπτυξη έτσι δεν θα δούµε ποτέ. Η χώρα µας εδώ και καιρό µένει συνεχώς πίσω σε ό,τι αφορά τον παραγωγικό εκσυγχρονισµό και την ανταγωνιστικότητα. Το 2001 ο αρνητισµός απέναντι σε αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστηµα οδήγησε σε λιγότερο από µία δεκαετία στη γενική κατάρρευσή του. Το 2012 ο αρνητισµός απέναντι σε αλλαγές για να δηµιουργήσουµε ανάπτυξη θα οδηγήσει σε πρόσθετες καταρρεύσεις. Οπως και στο Ασφαλιστικό, συντετριµµένες θα βγουν οι κάθε µορφής αδύναµες κοινωνικές πραγµατικότητες. Κερδισµένες θα βγουν οι κάθε µορφής σκληρές οικονοµικές και πολιτικές πραγµατικότητες, που θα προσγειώσουν τη χώρα εκεί απ’ όπου δεκαετίες τώρα είχε ξεφύγει.

Είναι λάθος ότι στους επόµενους µήνες παίζεται το ευρώ ή η δραχµή. Αυτό που παίζεται είναι αν η χώρα και όσα ξεκίνησε ο Κωνσταντίνος Καραµανλής το 1976 και συνέχισαν ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 και ο Κώστας Σηµίτης το 1996 θα γίνουν ή όχι και αυτά junk (σκουπίδια, όπως τα οµόλογά µας) ή αν η χώρα θα µετατραπεί σε βραζιλιάνικη φαβέλα και αν το ελληνικό έθνος θα γίνει ένα κατάπτυστο εξωτικό παράδειγµα µε το οποίο θα διασκεδάζει η παγκόσµια ειδησεογραφία και θα χαίρονται οι εχθροί µας. Αυτό το διακύβευµα δεν επιτρέπεται να αφεθεί να παιχτεί. Με κάθε µέσο.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι υπουργός Εσωτερικών