Ε λάχιστες είναι οι στιγμές στην ιστορία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος που οι υποθέσεις ιεραρχών έφτασαν στην Ποινική Δικαιοσύνη και εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις για εν ενεργεία μητροπολίτες. Η πιο γνωστή από αυτές είναι η υπόθεση των λεγομένων Σιμωνιακών, η οποία εκτυλίχθηκε το 1875 όταν τέσσερις ιεράρχες κατηγορήθηκαν ότι στην προσπάθειά τους να εκλεγούν εξαγόρασαν μέλη της κυβέρνησης. Το 1876 το Ειδικό Δικαστήριο με απόφασή του καταδίκασε τους υπουργούς Εκκλησιαστικών και Δικαιοσύνης, Ιωάννη Βαλασσόπουλο και Βασίλειο Νικολόπουλο, και τους μητροπολίτες Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα Καμποθέκρα, Πατρών και Ηλείας Αβέρκιο Λαμπίρη, Μεσσηνίας Στέφανο Αργυριάδη και Αργολίδος Καλλίνικο Τερζόπουλο. Ενα χρόνο αργότερα και αφού η Ιερά Σύνοδος αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου και να καθαιρέσει τους μητροπολίτες αυτοί «οικεία βουλήσει και προαιρέσει προς κατάπαυσιν των σκανδάλων μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας» παραιτήθηκαν.

Ενενήντα χρόνια αργότερα, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης βρίσκεται στη δίνη των αντεγκλήσεων που προκαλούν στην Ιεραρχία και στις σχέσεις της με την πολιτεία οι μεταθέσεις ιεραρχών. Στα 1965, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις στη διάρκεια συνεδρίασης της Ιεραρχίας, 15 μητροπολίτες εκλέγονται ή μετατίθενται, αλλά δεν αναγνωρίζονται από την ελληνική πολιτεία, η οποία αρνείται να εκδώσει τα σχετικά Βασιλικά Διατάγματα. Ανάμεσα στους 15 βρίσκεται και ο Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης, ο οποίος μετατίθεται από τη Μητρόπολη Αργολίδος στη Μητρόπολη Πειραιώς.

Ο Χρυσόστομος αναλαμβάνει τα καθήκοντά του και ασκεί διοίκηση παρά τις αντιδράσεις της πολιτείας. Το γεγονός προκαλεί την παρέμβαση της Εισαγγελίας, η οποία τον κατηγόρησε για αντιποίηση αρχής. Η υπόθεση καταλήγει στο Τριμελές Εφετείο, το οποίο υπό την προεδρία του Χαράλαμπου Ζέρβα καταδικάζει τον Μητροπολίτη Πειραιώς σε δίμηνη φυλάκιση με αναστολή για αντιποίηση αρχής. Ο Αρειος Πάγος επικυρώνει την απόφαση. Ομως η υπόθεση κλείνει ένα χρόνο αργότερα με την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος.