Στα δεκαπέντε και πλέον χρόνια της συνεργασίας μου με «Το Βήμα» φρόντιζα η πρωτοχρονιάτικη επιφυλλίδα μου να είναι συμβατή με το εορταστικό πνεύμα των ημερών. Εφέτος για πρώτη φορά θα παρεκκλίνω. Αιτία: τα όσα τραγικά συνέβησαν τις τελευταίες εβδομάδες στον τόπο. Ο παράλογος χαμός του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου στάθηκε αφορμή να ξεσπάσουν μύρια όσα κακά, θύμα των οποίων, εκτός των άλλων, υπήρξε για μια ακόμη φορά το ελληνικό πανεπιστήμιο. Σε αρκετά Τμήματά του, ανάμεσα στα οποία και αυτό στο οποίο… λειτουργώ, έλαβαν χώρα καταστροφές και λεηλασίες, τις συνέπειες των οποίων θα κληθεί και πάλι να πληρώσει ο έλληνας φορολογούμενος. Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο κάθε μέρα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην απαξίωση και, δυστυχώς, όχι μόνο εξαιτίας των βανδαλισμών. Ανυπόληπτο το καθιστούν και πολλά άλλα που συμβαίνουν στους χώρους του: προπηλακισμοί μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, ποινικά αδικήματα και η ατιμωρησία τους, συχνές καταλήψεις και γενικά παρεμπόδιση του διδακτικού και ερευνητικού του έργου. Το τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι όλα αυτά τα δυσάρεστα συναντούν τη σιωπηρή ανοχή, ενίοτε και τη συμπαράσταση, ατόμων ή φορέων που κόπτονται- έτσι τουλάχιστον διατυμπανίζουν στις δημόσιες τοποθετήσεις τους- υπέρ της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για εν δυνάμει νεκροθάφτες του δημόσιου πανεπιστημίου.

Ο παραλογισμός αυτός δεν είναι χωρίς εξήγηση. Πολλοί είναι αυτοί που δεν εντάσσουν στις πρώτες προτεραιότητες του πανεπιστημίου τη διδασκαλία και την έρευνα, ή ακόμη τη διάπλαση ελεύθερων σκεπτόμενων ατόμων. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ενεργούν με καθαρά κομματικά κριτήρια επιδιώκοντας να αποκομίσουν για το κόμμα τους πολιτικά οφέλη, ενώ κάποιοι άλλοι πιθανόν να στοχεύουν και στην ανατροπή του πολιτικού συστήματος. Αλλοι, κυρίως διδάσκοντες, τρέφουν άμετρες προσωπικές φιλοδοξίες και δρουν στους πανεπιστημιακούς χώρους με την προσδοκία να αναρριχηθούν σε υψηλόβαθμες πολιτικές ή κρατικές θέσεις, ενώ ορισμένοι άλλοι χρησιμοποιούν το πανεπιστήμιο ως εφαλτήριο για τις επαγγελματικές ασχολίες τους και λίγο νοιάζονται για την προκοπή του.

Σε όλους αυτούς παρέχουν λαμπρό πεδίο δράσης οι, όχι σπάνια, ακατάλληλοι νόμοι για την Ανώτατη Παιδεία που… κατασκευάζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες, αλλά και η συχνά ανεύθυνη στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Τους βοηθούν βέβαια και οι κομματικές νεολαίες που δρουν στα πανεπιστήμια, όπως και η αδιάφορη στάση της πλειοψηφίας των καθηγητών και των φοιτητών. Κάτι που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες και επιδιώξεις των παραπάνω ομάδων δεν είναι άμεσα εμφανείς. Βρίσκω λοιπόν να υπάρχει μια κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στα άτομα αυτά και στους γνωστούς κουκουλοφόρους. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με γνωστά, ως επί το πλείστον, πρόσωπα που δρουν με κρυφές επιδιώξεις, στη δεύτερη με πρόσωπα κρυμμένα που παρανομούν φανερά.

Οι ευθύνες για τα παραπάνω επιμερίζονται- κατά τη σειρά της αναλογίας- στις κυβερνήσεις, στα πανεπιστημιακά διοικητικά όργανα, στο διδακτικό προσωπικό, στα κόμματα της αντιπολίτευσης και τελευταία στους φοιτητές. Εχω επανειλημμένα υποστηρίξει ότι είναι υποχρεωτικό, για το μέλλον αυτού του τόπου, να υπάρξει μια κοινή πολιτική για την παιδεία, και ειδικότερα την ανώτατη, όλων (ή έστω των περισσοτέρων) κοινοβουλευτικών κομμάτων. Οσο αυτό δεν συμβαίνει, θα συνεχίζεται η ελεύθερη πτώση του ελληνικού πανεπιστημίου σε απύθμενο κενό. Αν αδυνατούν οι αρμόδιοι των κομμάτων να συντάξουν από κοινού ένα νόμο, ας υιοθετήσουν τον νόμο μιας άλλης χώρας που πιστεύουν ότι έχει (ή είχε) ανώτατη παιδεία άξια προς μίμηση. Εξάλλου η έλλειψη παράδοσης σε θέματα παιδείας δεν μας επιτρέπει να πρωτοτυπούμε εφευρίσκοντας νομοθετικές διατάξεις που δεν υπάρχουν (ούτε υπήρξαν ποτέ) σε καμιά χώρα του πλανήτη! Η θλιβερή αυτή κατάσταση θα πρέπει να πάρει ένα τέλος. Οι φραστικές καταδίκες των εκάστοτε εκτρόπων, οι προστατευτικές «ανθρώπινες αλυσίδες» και άλλες συναφείς συμπαθητικές ενέργειες, εφήμερο και συμβολικό μόνο χαρακτήρα μπορούν να έχουν και δεν προσφέρουν λύση στο πρόβλημα. Το κράτος, μαζί με τα εκλεγμένα πανεπιστημιακά όργανα, έχει την υποχρέωση και φυσικά και τα μέσα να διαφυλάσσει, επί σταθερής και μόνιμης βάσης, την περιουσία του ελληνικού λαού, την έννομη τάξη στους πανεπιστημιακούς χώρους και να προασπίζει ουσιαστικά το συχνά βάναυσα κακοποιημένο άσυλο. Κυβέρνηση, αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, διδάσκοντες και διδασκόμενοι, ακόμη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει εμπράκτως να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν αγωνιζόμενοι ανυπόκριτα για μια αξιοπρεπή ανώτατη δημόσια εκπαίδευση. Θέλουν όμως όλοι αυτοί πράγματι ένα σοβαρό δημόσιο πανεπιστήμιο που να προάγει την επιστήμη και να διαμορφώνει ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες;

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.