Το Σάββατο 4.4 το Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ) οργάνωσε στο υπουργείο Εξωτερικών ημερίδα με θέμα «Ελληνική και ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Προκλήσεις και προοπτικές». Πρώτος ομιλητής ήταν ο αρμόδιος υπουργός κ. Ακης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα ακολουθούμενος από τον κ. Γιάννη Σμπώκο, γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών, ο οποίος εξήγησε τις αρχές της «Ελληνικής εξοπλιστικής πολιτικής». Κατά τη διάρκεια της ημερίδας το θέμα της συνεργασίας με τα ελληνικά πανεπιστήμια αναφέρθηκε αρκετές φορές και η ημερίδα έκλεισε με τον συνάδελφο κ. Νίκο Σπυρέλλη, πρόεδρο του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του ΙΑΑ, ο οποίος μίλησε με θέμα «Η ελληνική ερευνητική και τεχνολογική υποδομή και οι προοπτικές συμβολής της στην υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων».


Το προφανές του μεγάλου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η υπόθεση για τη χώρα και τα δημόσια πανεπιστήμιά της και το γεγονός της ελάχιστης συζήτησης που έχει προηγηθεί αντιστοιχούν σε τουλάχιστον δύο αρθρίδια της στήλης. Το ενδιαφέρον της στήλης επιτείνεται από το γεγονός ότι το εργαστήριο που διευθύνει ο γράφων εξυπηρετεί από εικοσαετίας με μεγάλη προθυμία ­ χαρά, θα έλεγα ­, επαγγελματική απόδοση και επιτυχή αποτελέσματα τις ανάγκες του Πολεμικού μας Ναυτικού και από το αξιοσημείωτο ότι ο μεν υπουργός αναφέρθηκε σε συμβάσεις που έχει με το Πολυτεχνείο (και για τις οποίες η διοίκηση του Ιδρύματος ουδέν γνωρίζει), ο δε υποναύαρχος ε.α. Αγγελος Μπακόπουλος, διευθυντής Ανάπτυξης Θεμάτων Αμυντικής Πολιτικής στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, μίλησε για επικείμενη συνεργασία με το Τμήμα Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του Πολυτεχνείου (στο οποίο ανήκω και ουδέν επίσης γνωρίζω!). Επομένως το σύστημα δεν λειτουργεί ομαλά, το πρόβλημα παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές, η αμυντική βιομηχανία της χώρας (και οι δουλειές που δίνει) πρέπει να στηριχθεί και οι εξαγγελίες του υπουργού πρέπει να συνοδευθούν από την ανάθεση ερευνητικών προγραμμάτων (και όχι μόνο) στα πανεπιστήμια (και στα ερευνητικά κέντρα και στα ΤΕΙ). Αν φυσικά οι προθέσεις του είναι πραγματικές (όπως ευτυχώς διαφαίνεται) και όχι σύνηθες πολιτικό μπλα μπλα.


Προτού μπούμε όμως στο θέμα, ας δούμε επί τροχάδην το πρόβλημα της ύπαρξης και λειτουργίας αμυντικής βιομηχανίας στη χώρα μας, που αποτελεί τον καμβά επάνω στον οποίο θα κεντηθεί κάθε συμβολή του τεχνικού και επιστημονικού κόσμου της χώρας.


Εδώ πρέπει πρωταρχικά να αναφερθεί ότι το ύψος των αμυντικών δαπανών είναι κολοσσιαίο και, συνεπώς, όλες οι (έστω και λίγο σοβαρές) χώρες του κόσμου προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το μέρος των αμυντικών συστημάτων που παράγεται εντός της χώρας. Ειδικά επαχθές είναι το ύψος των αμυντικών δαπανών για εξοπλισμούς για τη χώρα μας, που αναγκάζεται τώρα να ξοδεύει 4 δισ. δολ. (1,33 τρισ. δρχ.) τον χρόνο, αφού η Τουρκία ξοδεύει 6 δισ. δολ. τον χρόνο (και έχει και εξαπλάσιο πληθυσμό!). Αντίστοιχα, το συνολικό ύψος του πενταετούς Β’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης για την παιδεία είναι μόνο 650 δισ. δρχ. συνολικά!


Η εντοπιότης της παραγωγής αμυντικών συστημάτων έχει και πολλές άλλες αρετές, πλην της οικονομικής. Με αυτήν π.χ. μειώνεται η εξάρτηση από τις εξωτερικές πηγές προμηθειών, που συνεπάγεται πολιτικούς κινδύνους και πιθανούς εκβιασμούς σε περίπτωση σύρραξης αντίθετης στα συμφέροντα ή στις επιθυμίες των προμηθευτών.


Διαβάζοντας τα παραπάνω και γνωρίζοντας ότι η χώρα μας δεν είναι τριτοκοσμική από απόψεως βιομηχανικής ανάπτυξης και επιστημονικής επάρκειας, ο ανυποψίαστος αναγνώστης θα μείνει με το στόμα κυριολεκτικά ανοιχτό αν μάθει ότι μέχρι πρότινος η ελληνική αμυντική βιομηχανία απορροφούσε ετησίως μόνο το 3,5% των συνολικών σχετικών δαπανών!!! Οποία αποτυχία του πολιτικού, βιομηχανικού, στρατιωτικού και επιστημονικού κατεστημένου της χώρας. Πόσες δουλειές χαμένες, πόσες θυσίες του λαού στις τσέπες των υψηλόμισθων εργατών του δυτικού κόσμου. Και να απέδιδε το 3,5%, κάτι θα ήταν και αυτό. Οταν όμως τα απαραίτητα αρματαγωγά πλοία του ΠΝ έχουν 10 χρόνια καθυστέρηση παράδοσης, με κύριους ενόχους τους ιθύνοντες του δημόσιου τομέα, ή όταν καλοί τεχνίτες στην ΕΒΟ χτυπάνε επί χρόνια κάρτα το πρωί και μετά κάθονται την υπόλοιπη ημέρα, γιατί κανείς δεν τους δίνει δουλειά, «κατέβα να δεις τα χάλια σου», που λέει και το ανέκδοτο.


Ευτυχώς, με την παρούσα κυβέρνηση και τον παρόντα υπουργό κάτι φαίνεται να αλλάζει. Πράγματι, ο στόχος της κυβέρνησης είναι το 3,5% να γίνει 20%. Ηδη δε κατά το 1997 το ποσοστό ήταν 40% (!!!), γεγονός όμως που είναι συγκυριακό και που οφείλεται κυρίως στην ανάθεση πολύ μεγάλου προγράμματος κατασκευής αρμάτων μάχης στην ΕΒΟ.


Ετσι λοιπόν κάτι καλό φαίνεται στον ορίζοντα και όλοι θα πρέπει να βοηθήσουμε για την επιτυχία του. Ολα δε τα κόμματα στηρίζουν τον αμυντικό εξοπλισμό της χώρας και ιδιαίτερα την προσπάθεια ελληνικοποίησής του. Μόνο κάποιοι δογματικοί νεοφιλελεύθεροι, σε παράξενη σύμπνοια με εξωκοινοβουλευτικούς «αριστερούς», μάχονται τις αμυντικές δαπάνες, αλλά ευτυχώς είναι ελάχιστοι.


Ο κ. Θ. Λουκάκης είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.