Λένε πως η Αμερική ­ οι ΗΠΑ, ειδικά ­ είναι η χώρα των εκπλήξεων ­ άλλοτε ευχάριστων κι άλλοτε δυσάρεστων για τους άλλους (κάτι ξέρουμε κι εμείς απ’ αυτά). Τώρα, όμως, η έκπληξη που έρχεται πέρ’ απ’ τον Ατλαντικό, είναι πραγματικά ευάρεστη. Εκπληξη, όχι πολιτική, οικονομική κλπ., αλλά ψυχοθεραπευτική. Εξηγούμαι:


Σ’ αυτή τη χώρα, όπου, δεκάδες χρόνια, κάνει θραύση η ψυχιατρική και, προπάντων, η ψυχανάλυση… στη χώρα όπου κάθε «αξιοπρεπής» πολίτης καταφεύγει σε ψυχαναλυτές, για να λύσει όσα ψυχικά, κοινωνικά, επαγγελματικά, ερωτικά κλπ. προβλήματα του προκαλεί η κοινωνική «αποδόμηση» και ο αποανθρωπισμός της σύγχρονης ζωής… σ’ αυτή τη χώρα, όπου η «πράξη» κυριαρχεί πάνω στη «σκέψη»… σ’ αυτή, λοιπόν, τη χώρα, μια σχεδόν απίστευτη «μόδα» έκανε την εμφάνισή της: ο «φιλοσοφικός σύμβουλος». Τι είναι τούτο το καινούργιο «φρούτο»; Απλούστατα: ένας επιστήμονας, που έρχεται ν’ αντικαταστήσει τον «μάγο»-ψυχαναλυτή και να προσφέρει στον «ασθενή», αντί ψυχοφάρμακα και «αναλύσεις», τη βοήθεια της φιλοσοφίας.


Η πρωτότυπη αυτή «θεραπεία» δεν είναι αμερικανικής ιθαγένειας. Ξεκίνησε, πριν από 16 χρόνια, στη Γερμανία, με πρωτοβουλία του δρα. Γκερντ Αχενμπαχ. Την εγκολπώθηκε, όμως, ο καθηγητής της φιλοσοφίας στο City College της Νέας Υόρκης δρ Μαρινόφ που, το 1994, οργάνωσε το πρώτο συνέδριο Φιλοσοφικών Συμβούλων και εξόπλισε το «κίνημα» με τη Βίβλο του: τα Δοκίμια Φιλοσοφικών Συμβουλών. Κι από τότε, η «συμβουλευτική» του έχει αξιόλογη διάδοση.


Ποια είναι η «μέθοδος» αυτής της καινοτομίας; Το λέει ο τίτλος της: όχι καταπότια, αλλά συζήτηση, διάλογος με τον «πάσχοντα». Διάλογος, όμως, στηριγμένος στα διδάγματα των μεγάλων φιλοσόφων, αρχίζοντας απ’ τους αρχαίους Ελληνες και φτάνοντας ως τους συγχρόνους μας. Οχι μαθήματα φιλοσοφίας, φυσικά, αλλ’ αποστάγματα από τη σοφία των αιώνων, που (μπορεί να) είναι πολύ πιο «ιαματικά» από τα μαντζούνια και τα «ντιβάνια». Ενας «εκσυγχρονισμός», δηλαδή, διά του «αναχρονισμού» ­ με την καλή σημασία της λέξης1.


Δεν έχω διαβάσει, βέβαια, τα Δοκίμια Φιλοσοφικών Συμβουλών. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πώς θα διαρθρώνονται.


Θ’ αρχίζουν τάχα εξαίροντας τη θεραπευτική σημασία του λόγου και του διαλόγου, όπως το ‘χε πει ο Ωκεανός στον δεσμώτη Προμηθέα: «Γιατρεύουν τα λόγια την ψυχή την οργισμένη» («Οργής νοσούσης εισίν ιατροί λόγοι»2); Και όχι όποια λόγια, μα τα λόγια τα φιλοσοφικά, αφού (κατά τον πλατωνικό Σωκράτη), κάθε κακό είναι αρρώστια της ψυχής, που μπορεί να θεραπευθεί με την «ιατρική της φιλοσοφίας»3.


Θα μιλάνε, ύστερα, για τη δυσκολότατη «τέχνη της ζωής»; Για το αριστοτελικό «ευ ζην»4, για την «ευβουλία» (σωστή κρίση) περί των οικείων και περί των της πόλεως» του «πρακτικού» Πρωταγόρα5, για την «βιωτική» (τέχνη του βίου), όπως την ονόμαζε ο στωικός Μάρκος Αυρήλιος6;


Πώς μπορεί, όμως, να κατακτηθεί αυτή η «τέχνη της ζωής»; Τα Δοκίμια θ’ αρχίζουν, ίσως, με το περιλάλητο «Γνώθι σαυτόν», την αυτογνωσία, τον αυτοέλεγχο («Η ζωή που δεν υποβάλλεται σε έλεγχο, δεν έχει καμιά αξία για τον άνθρωπο» ­ «Ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω», κατά τον Σωκράτη7), με το «Ενδον βλέπε» και «Ενδον σκάπτε», του Μάρκου Αυρήλιου πάλι8; Θα τονίζουν πως, με τη γνώση αυτή, μπορείς να κυριαρχήσεις πάνω στον εαυτό σου και τη ζωή; «Το να νικάς τον εαυτό σου είναι η πρώτη και η πιο λαμπρή απ’ όλες τις νίκες, το να νικιέσαι όμως από τον εαυτό σου είναι συγχρόνως το χειρότερο και το αισχρότερο απ’ όλα» («Το νικάν αυτόν αυτόν πασών νικών πρώτη τε και αρίστη, το δε ηττάσθαι αυτόν υφ’ εαυτού πάντων αίσχιστον άμα και κάκιστον»9).


Θα τονίζουν τα Δοκίμια πως οδηγός σ’ αυτή τη βιωτική τέχνη είναι, πάνω απ’ όλα, η Φύση; Αυτή η «νούσων (νόσων) ιατρός», κατά τον Ιπποκράτη, αυτή η πηγή και κατάληξη των πάντων («Ω, φύσις· εκ σου πάντα, εν σοι πάντα, εις σε πάντα»10): Και πως, συνακόλουθα, ο άριστος νόμος είναι να ζούμε σύμφωνα με τους δικούς της νόμους, το «ομολογουμένως τη φύσει ζην» των Στωικών;


Θα προχωρούν, έπειτα, τα Δοκίμια στο άλλο, διόλου ευκολότερο, πρόβλημα της συμβίωσης, τόσο μέσα στον οικογενειακό μικρόκοσμο όσο και στον κοινωνικό μεγάκοσμο; Πρόβλημα, ακόμα πιο τραχύ στην εποχή μας, όπου έχουν τόσο διαρραγεί οι διαπροσωπικοί δεσμοί.


Φυσικά, το «εγχειρίδιο» θ’ αγνοήσει τις μελανότητες του Σαρτρ («Η κόλαση είναι οι άλλοι11») ή του Thomas Hobbes («Ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο») και, αντίθετα, θα προβάλλει το του Σενέκα «Ο άνθρωπος είναι ιερός για τον άνθρωπο»12. Αλλά και την «πρακτική» ανάγκη της αλληλεγγύης («Αλίμονο σ’ εκείνον τον ένα όταν πέσει και δεν υπάρχει άλλος να τον σηκώσει ­ «Ουαί αυτώ τω ενί όταν πέση και μη ή δεύτερος εγείται αυτόν»13). Και θα εξαίρει το θεμέλιο: τη συναδέλφωση, τη «συμπάθεια», τη φιλία-αγάπη. Αυτήν που δημιουργείται από τη σύμπτωση φρονημάτων και αισθημάτων («ομοφροσύνη φιλίην ποιεί»14) και που είναι το μέγιστο αγαθό («πολύ μεγίστη εστιν η της φιλίας κτήσις»15).


Αντιφάσκει, άραγε, σ’ αυτό η ιδέα της «αυτάρκειας», της απαλλαγής από εξωτερικές εξαρτήσεις, υλικές και ψυχικές, που την είχαν τόσο τιμήσει ο Ιππίας και ο Σωκράτης, οι Κυνικοί και οι Στωικοί, ο Αριστοτέλης («Η αυτάρκεια τέλος [σκοπός] και βέλτιστον»16); Οχι βέβαια: όσο η φιλία δωρίζει την ψυχοπνευματική επαφή με τους ομόφρονες, άλλο τόσο η αυτάρκεια χαρίζει ελευθερία ψυχική και πνευματική. Ο υμέναιος και των δύο είναι, πραγματικά, μέγιστον αγαθόν. Ναι, ο «άλλος», ο φίλος (ο έτερος, ο εταίρος) αποτελεί ευλογημένο συμπλήρωμα, βάλσαμο ακόμα, αλλά ο «ένας», ο «εγώ», πρέπει να υπάρχει ακέραιος καθεαυτόν, να είναι «ορθός και όχι ορθούμενος»17.


Θα προχωρούν, τάχα, τα Δοκίμια ακόμα πιο πολύ; Θα προτείνουν την «απάθεια» των Στωικών και των Σκεπτικών (όχι την αναισθησία, φυσικά, αλλά την απαλλαγή από τα πάθη), την «αταραξία», τη νηφαλιότητα, τη γαλήνη του Δημόκριτου και του Επίκουρου, το «απέχου και ανέχου» (ν’ απέχεις από τις φτηνές απολαύσεις και ν’ ανέχεσαι τις αντιξοότητες της ζωής και τις αθλιότητες των άλλων); Θα υιοθετεί, ως και το «λάθε βιώσας» («ζήσε απαρατήρητος) του Επίκουρου18;


Θα τολμούν, ακόμα, να προσυπογράψουν τον κοσμοπολιτισμό του Δημόκριτου («Ψυχής αγαθής πατρίς ο ξύμπας κόσμος» ­ «Πατρίδα κάθε έξοχης ψυχής είναι ο κόσμος όλος»19), του Διογένη που αποκαλούσε τον εαυτό του «κοσμοπολίτη», του Μένανδρου;


Και ίσως καταληκτικά, θα τονίζουν τη σημασία του «μέτρου», της αποφυγής κάθε υπερβολής, το σολώνειο «μηδέν άγαν», τόσο στις εξωτερικές επιδιώξεις κι εκδηλώσεις όσο και στους εσωτερικούς κραδασμούς επιθυμιών και παθών.


Θα συμπεραίνουν, τέλος, τα Δοκίμια πως, μ’ αυτές τις πυξίδες μπορείς «σωστά να σκέπτεσαι, σωστά να μιλάς και να κάνεις ό,τι πρέπει» («ευ λογίζεσθαι, ευ λέγειν και πράττειν ά δει»19). Κι έτσι να προσεγγίζεις την ευδαιμονία, την πλατωνική αρμονία ψυχής, εσωτερικής νοητικής και ηθικής τάξης, την αριστοτελική ομορφιά και τελείωση της ύπαρξης, την επικούρεια ψυχο-πνευματική ηδονή…


Τούτη η επιτροχάδην αναδρομή (που περιορίστηκε στους αρχαίους, για να μην ξανοιχτούμε στον άλλον ωκεανό, των νεότερων) δεν είναι, φυσικά, παρά μια εικασία για τα περιεχόμενα των Δοκιμίων ­ που, το δίχως άλλο, θα είναι πολύ πιο «πρακτικά» και πλήρη.


Αναρωτιέμαι, ωστόσο: ποια θα είναι η δεκτικότητα των «πελατών» τους, πόση «πέραση» θα έχουν αυτές οι σοφές συμβουλές;


Πόση πειστικότητα λ.χ. θα έχει η έξαρση του λόγου και του διαλόγου σε μιαν εποχή όπου ο λόγος καταπνίγεται με χίλιους δυο τρόπους και όπου ο διάλογος δεν είναι παρά διάλογος κουφών; Πόσο είναι εφικτό το «Γνώθι σαυτόν», ο αυτοέλεγχος των συγκαιρινών μας, που αποφεύγουν να κοιταχτούν πραγματικά στον έσω τους καθρέφτη; Πόσο θα πιστέψουν στη σοφία και την «ιατρική» της Φύσης, εκείνοι που έχουν κυριευθεί από «αμόκ» καταστροφής της; Πώς θα παραδεχθούν το μέγα αγαθό της φιλίας, της αλληλεγγύης, της ανοχής, σ’ έναν κόσμο όπου θρασομανά η βία, η αλληλοσφαγή, οι κάθε λογής μισαλλοδοξίες και φανατισμοί; Πόσο θα νιώσουν «πολίτες του κόσμου» αυτοί που βυθίζουν τον κόσμο στην αιματοχυσία των πιο ακραίων εθνικισμών; Πώς θα ενστερνισθούν την «απάθεια», την «αταραξία», οι άνθρωποι που ζουν σ’ έναν κυκεώνα παθών και άγχους; Πώς θα τηρήσουν το «λάθε βιώσας» οι ζηλωτές της ματαιοδοξίας, της μανιακής αυτοπροβολής, της «διασημότητας»; Πώς θα πιστέψουν στο «μέτρον» οι αιχμάλωτοι της υπεραφθονίας, της υπερανάπτυξης, της υπερκατανάλωσης;


Θα κατορθώσουν οι «φιλοσοφικοί σύμβουλοι» να σπείρουν τον κάλλιστο σπόρο τους σε τούτη την καμμένη γη μας; Εστω και λίγο αν το πετύχουν, θ’ αποδείξουν πως η φιλοσοφία, ακόμα και σήμερα, είναι «μεγίστη μουσική τέχνη»20, ­ μεγάλη θεραπευτική του «μεγάλου ασθενούς» ανθρώπου…


1. Οι πληροφορίες από τους «Times» του Λονδίνου και τα «Νέα», 31.10.97. – 2. Αισχύλος, Προμηθεύς, 375. Μετάφρ. Τ. Ρούσσου. – 3. Πλάτων, Γοργίας, 464Β-D, 513D, 521Ε-522Α. – 4. Πολιτικά, Γ,5,1280Α, 31 και Β,40. – 5. Πλάτων, Πρωταγόρας, 318Ε. – 6. Εις εαυτόν, Ζ,61. – 7. Απολογία, XXVII, 38Α. – 8. Ο.π., Στ, 3,Ζ,59. – 9. Πλάτων, Νόμοι, Α, 626Ε. Μετάφρ. Β. Μοσκόβη. – 10. Μ. Αυρήλιος, ο.π., Δ,23. – 11. Κεκλεισμένων των θυρών.12. Γράμμα στον Λουκίλιο, 95. – 13. Εκκλησιαστής, Δ,10. – 14. Δημόκριτος, αποσπ. 186. – 15. Επίκουρος, Κύριαι δόξαι, XXVII. – 16. Πολιτικά, Α,1,1252Β, 29. – 17. Μ. Αυρήλιος, ο.π., Ζ, 12. – 18. Προσφώνησς, 86. – 19. Δημόκριτος, αποσπ. 2. – 20. Πλάτων, Φαίδων, 61.