Aνήκετε σε αυτούς που αντιμετωπίζουν τις γιορτές σαν μια πανδημία βουβωνικής πανώλης; Στους καθ’ έξιν Σκρουτζ που σηκώνουν το λάβαρο του ακτιβισμού κατά του χριστουγεννιάτικου hype; Ή σε εκείνους τους λιγωτικά χαρούμενους που ποστάρουν και ακολούθως καταβροχθίζουν «τα καλύτερα μελομακάρονα της πόλης»; Στους κατά συνείδηση (ή τους τεχνητά) αλληλέγγυους; Μήπως στους λάτρεις των εορταστικών κλισέ, που εξαπολύουν μέσω Facebook φιλιππικούς εναντίον όσων δεν λατρεύουν, όπως αυτοί, για πάντα, το «Last Chistmas» των Wham! και ανήμερα την Πρωτοχρονιά βλέπουν βουρκωμένοι το «Μια υπέροχη ζωή» του Φρανκ Κάπρα; Μήπως πάλι ανήκετε στους μεμψίμοιρους ως το μεδούλι;
Ο,τι τύπος και να είστε, δεν τη γλιτώνετε, χωράτε στα Χριστούγεννα της οικονομικής κρίσης του 2017 που πλησιάζουν. Εφέτος, το εορταστικό πνεύμα τείνει (ή μήπως οφείλει;) να είναι «understated» («διακριτικό»), όπως έγραφαν προ ημερών οι «New York Times». Ακόμη και όσον αφορά την ντεκορασιόν. Χωρίς πολλές φανφάρες και γιρλάντες, «λίγα κλαδιά χωρίς στολίδια» και «απλές ρουστίκ πινελιές» θα κάνουν τη διαφορά (συμβουλές, βέβαια, που στις ΗΠΑ καταπάτησε η Μελάνια Τραμπ με τη χριστουγεννιάτικη εξτραβαγκάνζα μέσα στον Λευκό Οίκο).
Στην Ελλάδα της κρίσης, το understated βολεύει. Επειτα από 10 χρόνια βαρβάτο «κραχ», αν μη τι άλλο γλιτώνεις από κάποιους χριστουγεννιάτικους ψυχαναγκασμούς. Δεν χρειάζεται να κάνεις τον χαρούμενο. Δεν χρειάζεται να κάνεις ότι αγαπάς όλον τον κόσμο. Δεν χρειάζεται να νιώθεις τιποτένιος που δεν έχεις λεφτά (έχεις τόσους άλλους λόγους). Δεν πειράζει που έχεις μούτρα, που βρίζεις στον δρόμο, που ξέρεις ότι όταν οι γιορτές θα περάσουν θα βρεθείς στην ίδια διαβρωτική καθημερινότητα. Δεν είσαι υποχρεωμένος να καταδυθείς στην (κάποτε επιβεβλημένη) καταναλωτική μανία των ημερών και να τρέχεις τελευταία στιγμή με τη γλώσσα έξω να αγοράσεις πράγματα που δεν θέλεις (συχνά για ανθρώπους που δεν θέλεις). Μπορείς μάλιστα παντελώς απενοχοποιημένα να εγκαταλείψεις τα περίτεχνα αμπαλάζ και να αρκεστείς σε χρήσιμα ή και σε καθόλου δώρα. Αυτό το τελευταίο, υποθέτω, θα χαροποιούσε ιδιαίτερα τον Τζόελ Γουολντφόγκελ. Ο αμερικανός οικονομολόγος ήδη από το 2009 δήλωνε σοκαρισμένος από την «ανορθόδοξη κατανομή κεφαλαίου» που συνοδεύει την αγορά χριστουγεννιάτικων δώρων (όταν δηλαδή ξοδεύεις χρήματα για να προσφέρεις σε κάποιον κάτι που ο ίδιος δεν θα αγόραζε στον εαυτό του ούτε για πλάκα).
Ομως, σε πείσμα των καιρών, κάποιοι παλεύουν να νιώσουν ότι είναι Χριστούγεννα. Προσωπικώς, είναι η πρώτη χρονιά που βλέπω τόσα πολλά αθηναϊκά σπίτια να στολίζονται με τέτοιον ενθουσιασμό και γούστο ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου. Οσο γκαντέμης και να αισθάνεσαι, όσο και αν έχεις πιάσει «πάτο» (προσωπικά, εργασιακά, ηθικά, υπαρξιακά), η εορταστική ζέση κάποιων ανθρώπων είναι σχεδόν μεταδοτική. Και βρίσκεσαι να προτιμάς την παρηγορία ενός ζεστού σπιτιού με έλατο, τζάκι και κουραμπιέδες από την παραίτηση και τον κυνισμό που ξέρεις ότι σε περιμένει εκεί έξω. Οταν αλλάζει το ντεκόρ, αλλάζει λίγο και η διάθεση. Είναι, πώς να το κάνουμε, μια Trêve de Noël, σαν αυτή πάνω από τα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου, παραμονή Χριστουγέννων του 1914, μια χριστουγεννιάτικη ανακωχή από τις μικρότητες, τους φόβους και τις μοχθηρίες του βιοπορισμού εν καιρώ κρίσης.
Ενίοτε το καλό Φάντασμα των Χριστουγέννων ελλοχεύει εκεί που δεν το περιμένεις. 13 Δεκεμβρίου 2017. Ωρα 9 π.μ. Βρίσκομαι στη Δ’ ΔΟΥ Αθηνών και περιμένοντας στην ουρά βλαστημώ την ώρα και τη στιγμή που η ανάγκη με έφερε εκεί. Οταν φτάνει η σειρά μου έρχομαι αντιμέτωπη με μια συνηθισμένη, έτσι νομίζω, υπάλληλο. Το πρόσωπό της φωτίζεται όταν κάθομαι στο γραφείο απέναντί της από μια περίεργη λάμψη, σαν να έχει βγει από πίνακα του Βελάσκεθ. Μοιάζει να κάνει rebooting με την απλή ανθρώπινη επαφή. Και ενώ συμπληρώνουμε τη χαρτούρα, μου λέει χαμογελώντας: «Ξέρετε, είναι πάντα συναισθηματικά φορτισμένες αυτές οι μέρες πριν από τις γιορτές…». Γιατί το λέτε αυτό; «Σκέφτεσαι αυτούς και αυτά που έχεις χάσει, αυτούς και αυτά που έχεις… Είναι μέρες χαρμολύπης, δεν συμφωνείτε;».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ