Τον πρωτογνώρισα, όπως και τον Φώτο Πολίτη, ως καθηγητή μας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μόλις είχε επιστρέψει στην Αθήνα από τις θεατρικές σπουδές του στη Γερμανία και πήρε τη θέση του βοηθού σκηνοθέτη δίπλα στον Πολίτη.


Μόνο όμως μετά τον θάνατο του Πολίτη τού ανατέθηκε να σκηνοθετήσει το πρώτο έργο του, τους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου. Στα δυόμισι χρόνια της λειτουργίας του Εθνικού Θεάτρου, από την έναρξή του το 1932 ως τον θάνατο του Πολίτη τον Δεκέμβριο του 1934, ο Πολίτης είχε σκηνοθετήσει όλα τα έργα, και τα 35, του ρεπερτορίου του Εθνικού.


Ο Ροντήρης ήταν σεμνός και σοβαρός. Δεν έκανε αστεία ούτε έδινε θάρρος στους μαθητές.


Ο Ροντήρης, ευθύς εξαρχής, σου έδινε την εντύπωση ότι ήταν δάσκαλος. Το μάθημά του είχε μέθοδο, σπονδυλική στήλη, με αρχή και τέλος. Μπορεί να πει κανείς ότι περιείχε περισσότερο θεωρία παρά πράξη· σε αντίθεση με τους άλλους καθηγητές, που τους καρπούς της μακράς εμπειρίας τους στο θεατρικό επάγγελμα τους διοχέτευαν χωρίς φιλοσοφικές και θεωρητικές φιοριτούρες.


Επρεπε να περάσουν δέκα περίπου χρόνια για να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ροντήρη. Ηταν το 1943 που είχα πείσει τη Μανωλίδου να αφήσει τη σιγουριά του Κρατικού Θεάτρου και να μπει στην περιπέτεια. Να ηγηθεί θιάσου στο Ελεύθερο Θέατρο, με συμπρωταγωνιστές τον Παππά και τον Δενδραμή. Την ίδια χρονιά εγκατέλειψε το Εθνικό Θέατρο και ο Ροντήρης, που δεν μπορούσε να ανεχθεί το πρόσωπο που η ιταλική κατοχική διοίκηση είχε τοποθετήσει διευθυντή της Κρατικής Σκηνής εκπαραθυρώνοντας από τη θέση του τον Κωστή Μπαστιά. Παρ’ ότι δεν είχε χωνέψει ποτέ τον αυταρχισμό με τον οποίο διοικούσε ο Μπαστιάς την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, όπου ήταν παντοδύναμος. Με την ομόθυμη όμως διοικητική και οικονομική στήριξη που του παρείχε ο Μπαστιάς, δόθηκε η δυνατότητα στον Ροντήρη να σκηνοθετήσει μερικά από τα αξιολογότερα κλασικά αριστουργήματα του διεθνούς ρεπερτορίου, τα οποία στην περίπτωση μιας μίζερης διοίκησης ποτέ δεν θα ανέβαιναν.


* Εξω από τα νερά του


Ο Ροντήρης, όταν βρέθηκε ύστερα από δέκα χρόνια εντατικής δημιουργικής εργασίας για πρώτη φορά έξω από το Θέατρο, ήταν φυσικό να αισθανθεί πικραμένος και έξω από τα νερά του. Ενας άνθρωπος της δικής του εργατικότητας και παθολογικής αγάπης για το θέατρο ένιωσε μοναξιά και απόγνωση. Αποφάσισε να δράσει δημιουργώντας ένα θεατρικό σχήμα αποκλειστικά από ηθοποιούς τους οποίους είχε ξεχωρίσει για το γνήσιο ταλέντο τους και την έφεσή τους προς το κλασικό δραματολόγιο. Ενας από αυτούς, τους πιο αφοσιωμένους σε αυτόν, ήταν και η Μανωλίδου, και φυσικά ο Δημήτρης Χορν και η Μαίρη Αρώνη. Και στους τρεις είχε μεγάλη εκτίμηση. Μεγαλύτερη όμως πεποίθηση είχε στη δύναμη της πειθούς που ασκούσε επάνω τους. Πίστευε πως και μόνο που θα άκουγαν το κάλεσμά του, θα έσπευδαν να ανταποκριθούν χωρίς καλλιτεχνικούς όρους και χωρίς οικονομικές απαιτήσεις.


Οι συνθήκες όμως εκείνο τον καιρό δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για πειραματισμούς. Δεν τα βρήκε εύκολα τα πράγματα μαζί τους. Ο καθένας από τους πρωταγωνιστές στους οποίους απευθύνθηκε είχε ήδη στρώσει τις δικές του προοπτικές. Η Μανωλίδου, π.χ., με τον Παππά, τον Δενδραμή και με τον Βεάκη συνεπίκουρο, συζητούσε τη συνεργασία της με το νέο θεατρικό σχήμα που θα εγκαθίστατο εκείνο τον χειμώνα στο «Πάνθεον». Ο Χορν και η Αρώνη είχαν και αυτοί τα δικά τους ο καθένας σχέδια. Από την άλλη πλευρά, η πρόταση του Ροντήρη είχε θεωρητικό και ρομαντικό χαρακτήρα. Ο Ροντήρης ζητούσε τυφλή υποταγή, χωρίς όρους, χωρίς καμία εγγύηση για τη βιωσιμότητα του σχεδίου του. Χωρίς ούτε καν να έχει εξασφαλίσει σίγουρη θεατρική στέγη.


Τελικά δεν βρέθηκε βάση συνεννόησης. Κάτι που στενοχώρησε πολύ τον Ροντήρη και όπως ήταν φυσικό απέδωσε σε μένα ένα μεγάλο μέρος αυτής της ιστορίας, μια και εγώ ήμουν ο εμπνευστής και κύριος μοχλός της δημιουργίας του θιάσου στο «Πάνθεον». Υστερα από μερικά χρόνια ο Ροντήρης έφτιαξε τελικά τον δικό του θίασο στο θέατρο «Κυβέλη» με τη Μαίρη, τον Θόδωρο Αρώνη και τον Νίκο Χατζίσκο, τους οποίους μάλιστα είχε δεσμεύσει να συνεχίσουν την επόμενη σεζόν περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη, θεατρική πιάτσα παρθένα, την οποία είχα ήδη ανοίξει με τις περιοδείες μου.


Με τη μεσολάβηση κοινών φίλων, συναντήθηκα με τον Ροντήρη για να συζητήσουμε μια συνεργασία των δύο μας. Ο Ροντήρης δεν είχε πείρα από αυτές τις δουλειές. Εννοώ του επιχειρηματικού, του οργανωτικού σκέλους μιας θεατρικής περιοδείας. Ανέθεσε, λοιπόν, στον αδελφό του, τον δικηγόρο και πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου εκείνη την εποχή, να διαπραγματευθεί τη συμφωνία μαζί μου. Η γλώσσα όμως που μιλούσαμε ήταν διαφορετική: εκείνος έβλεπε το θέμα καθαρά νομικά, με τραπεζιτικές εγγυήσεις και συγκεκριμένες εξασφαλίσεις ­ όροι που δεν συνηθίζονταν ούτε ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν στη μορφή των περιστασιακών θεατρικών σχημάτων εκείνης της εποχής.


Δεν μπορέσαμε τελικά να τα βρούμε και η συνεργασία την οποία ήθελε πολύ ο Ροντήρης, όπως άλλωστε και εγώ, δεν πραγματοποιήθηκε.


* Σύντομη συνεργασία


Είχε προηγηθεί, στις αρχές του 1945, μια σύντομη συνεργασία με τον Ροντήρη, ευθύς μετά την Απελευθέρωση, όταν του ανέθεσα την προετοιμασία των έργων που θα παρουσιάζαμε με τον θίασο Μανωλίδου – Αρώνη – Χορν στην Αίγυπτο και στην Κύπρο. Ηταν με έργα που ο Ροντήρης είχε σκηνοθετήσει με τους ίδιους πρωταγωνιστές στο Εθνικό Θέατρο και καταλληλότερος από τον Ροντήρη δεν υπήρχε για να τα αναδομήσει.


Με πόσο κέφι και μεράκι καταπιάστηκε ο Ροντήρης γι’ αυτή την προετοιμασία! Είχε ξαναβρεί το κλίμα του και τον εαυτό του. Οπως και οι ηθοποιοί του νεοπαγούς θιάσου, που όλοι τους, και όχι μόνο οι τρεις πρωταγωνιστές, είχαν δουλέψει στο Εθνικό Θέατρο με τον Ροντήρη και είχαν νοσταλγήσει τη διδασκαλία του μεγάλου θεατρικού μάστορα. Από εδώ και πέρα οι δρόμοι μας χωρίζονται για να ξανασμίξω μαζί του το 1960. Εναν χρόνο νωρίτερα ο Ροντήρης ίδρυσε το Πειραϊκό Θέατρο. Το ονόμασε «Πειραϊκό» γιατί στο Δημοτικό Θέατρο της «γείτονος» έδωσε τις πρώτες του παραστάσεις. Από το 1960 όμως, και για την επόμενη δεκαετία, εξειδικεύθηκε ο θίασος του Ροντήρη αποκλειστικά στη διδασκαλία έργων αρχαίας τραγωδίας, με τις οποίες τον περιόδευσα στον κόσμο.


Σε αυτά τα δέκα χρόνια γνώρισα από πολύ κοντά τον Δημήτρη Ροντήρη. Εναν πολύ μεγάλο σκηνοθέτη, μοναδικό στη διδασκαλία της ορθής εκφοράς του θεατρικού λόγου, παθιασμένο λάτρη του ποιοτικού θεάτρου, αρνητή κάθε προχειρότητας εντυπωσιασμού του κοινού· χαλκέντερο δουλευτή, αδυσώπητο τιμητή κάθε «ευτέλειας». Ανθρωπος με αρχές, τίμιος μέχρι βλακείας, ασυμβίβαστος, μονοκόμματος, οξύς στους χαρακτηρισμούς του, μονόχνοτος, σκληρός και αθεράπευτα εγωιστής. Με μια λέξη: δύσκολος.


Μαζί του περιόδευσα στη δεκαετία του 1960-1970 στα πέρατα της γης. Η βασική διαφορά μου με τον Ροντήρη ήταν ότι οι δύο – τρεις μήνες που διαρκούσε κάθε περιοδεία του Πειραϊκού Θεάτρου δεν ήσαν αρκετοί ώστε τα έσοδά τους να καλύπτουν τις δαπάνες συντήρησης ενός ολόκληρου θιάσου για έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Ροντήρης όμως δεν ήθελε να ακούσει προτάσεις για χρονική επιμήκυνση των περιοδειών. Μου έλεγε ότι γι’ αυτόν η περίοδος της προετοιμασίας των έργων και οι δοκιμές είχαν δημιουργικό ενδιαφέρον και ότι οι παραστάσεις ήταν μια κατάσταση ρουτίνας που επαναλαμβανόταν η ίδια κάθε φορά, χωρίς να του προσφέρει καμία ιδιαίτερη συγκίνηση.


Αυτή, βέβαια, ήταν η άποψη του καλλιτέχνη, την οποία όσο και αν τη θεωρούσε σωστή δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη σκληρή πραγματικότητα, σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν κρατικές επιχορηγήσεις ούτε χορηγίες από ιδιώτες. Και αν υπήρχαν, ήταν ασήμαντα μικροποσά, τα περισσεύματα, ουσιαστικά, του γλίσχρου προϋπολογισμού της Μορφωτικής Διεύθυνσης του υπουργείου Εξωτερικών.


Ουσιαστικά θα έπρεπε να προηγούμαι στις πόλεις όπου σχεδιάζαμε τις μελλοντικές παραστάσεις μας, να πείθω τους τοπικούς οργανωτές ότι η παράσταση του Ροντήρη, παρ’ ότι ερμηνευόταν από τους ηθοποιούς στην ελληνική γλώσσα, ήταν τόσο εκφραστική ώστε το μήνυμα του αρχαίου έλληνα τραγικού να περνάει κατευθείαν στο συναίσθημα του ξένου θεατή. Και δεν ήταν αρκετό μόνο να τους πείσω να την «αγοράσουν», αλλά να τους πείσω να προκαταβάλουν και ένα μέρος της αμοιβής μας. Γιατί αυτά τα χρήματα μας ήσαν απαραίτητα για να πληρώσουμε τον θίασο και να εξασφαλίσουμε τα αεροπορικά ναύλα των 30 μελών του θιάσου.


* Τελειοθήρας και ευθυνόφοβος


Αφήνω και το άλλο, ότι ο Ροντήρης ήταν πολύ δύσκολος χαρακτήρας, παράλληλα δε και τελειοθήρας. Τα ήθελε όλα στην εντέλεια. Αλλά ευθύνη δεν έπαιρνε επάνω του. Ακόμη και τις «διανομές» των ρόλων, που έπρεπε να στείλουμε προκαταβολικώς για να τυπώσουν οι διοργανωτές μας το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης στην τοπική γλώσσα, αρνιόταν να τις υπογράψει. Και όταν τον ρωτούσα, «Κύριε Ροντήρη, γιατί δεν τις υπογράφετε;», μου απαντούσε: «Για να ‘χω να λέω!». Ηθελε όλες τις ευθύνες να τις έχει κάποιος άλλος.


Ηταν ένας ιδιόμορφος χαρακτήρας. Οσο μεγάλο ήταν το ταλέντο του άλλο τόσο μεγάλη ήταν η δυστοκία του προκειμένου να πάρει μιαν απόφαση. Με το ζόρι του αποσπούσες ένα κατηγορηματικό «ναι» ή ένα «όχι». Ταλαντευόταν για πολύ καιρό ανάμεσα στο όχι και στο ναι.


Ο καναδός διευθυντής του θεάτρου «Ο’ Κιφ» στο Τορόντο είχε ζητήσει να προηγηθεί ο Ροντήρης μία μέρα πριν από την άφιξη του θιάσου, για να κάνει μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο για την αρχαία τραγωδία και ειδικά για το βαθύτερο νόημα της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή, που θα παρουσιάζαμε. Η διάλεξη θα έπρεπε να δοθεί στα αγγλικά και το ακροατήριο στο οποίο θα απευθυνόταν θα ήταν σπουδαστές του Τμήματος Θεάτρου και Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας.


Ο Ροντήρης, ύστερα από πολλές εξηγήσεις που του έκανα για τη σκοπιμότητα αυτής της διάλεξης, συγκατένευσε. Οταν όμως έφθασε η μέρα να τον πάρω μαζί μου στο αεροπλάνο για το Τορόντο, μου είπε ότι έπαθε λουμπάγκο. Μάταια προσπάθησα να τον πείσω ότι θα απογοητεύαμε τους καναδούς διοργανωτές μας, οι οποίοι είχαν προετοιμάσει τα πάντα. Ο Ροντήρης είχε τεντώσει τα πόδια και αρνιόταν κάθε συζήτηση. Αναγκάστηκα να πάω μόνος μου. Οταν έφθασα δεν ήξερα ποια δικαιολογία να δώσω.


Το βέβαιο ήταν ότι τους είχα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση. Αλλωστε, εκείνοι δεν γνώριζαν τον Ροντήρη παρά εμένα. Κατά συνέπεια, περίμεναν από μένα να βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά. Βρήκαν, μάλιστα, και τη λύση: θα με παρουσίαζαν αντί του Ροντήρη και εγώ θα έπρεπε να δικαιολογήσω την απουσία του. Δεν έφτανε όμως αυτό, θα έπρεπε να αναλάβω να καλύψω το κενό με μια δική μου ομιλία, στην οποία θα έδινα στοιχεία παρμένα από την προσωπική μου εμπειρία πώς το μήνυμα της «Ηλέκτρας» γίνεται κατανοητό από ένα κοινό που δεν γνωρίζει τη γλώσσα των ηθοποιών της παράστασης.


Εκείνη τη χρονιά ήταν που μια ηθοποιός του Πειραϊκού Θεάτρου, η Μιράντα Ζαφειροπούλου, ανακηρύχθηκε «Μις Ελλάς 1968». Ο Ροντήρης είχε θυμώσει πολύ γιατί δεν του άρεσαν αυτά τα πράγματα. Τα έβρισκε φθηνά και κακόγουστα, που δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με την καλλιτεχνική αποστολή ενός θιάσου υψηλής ποιοτικής στάθμης. Τελικά η Μιράντα πήγε στη Νέα Υόρκη και πήρε μέρος στον διαγωνισμό της εκλογής της «Μις Υφηλίου». Ο τίτλος απονεμήθηκε εκείνη τη χρονιά στη «Μις Βραζιλία», η δε Μιράντα, από ό,τι θυμάμαι, πήρε μια πολύ καλή θέση.


Οταν γύρισε η Ζαφειροπούλου στην Αθήνα και μπήκε στις πρόβες του θιάσου, ο Ροντήρης της έδειχνε με κάθε ευκαιρία την αντιπάθειά του. Αυτό δεν ήταν σωστό. Αλλωστε ό,τι είχε γίνει δεν μπορούσε να αλλάξει. Αυτός ήταν όμως ο Ροντήρης, Γκραβαρίτης, και όταν μουλάρωνε ήταν πολύ δύσκολο να τον μεταπείσεις.


Η περιοδεία κάποτε ξεκίνησε και όταν βρέθηκε ο θίασος στο Σαο Πάολο της Βραζιλίας, η βραζιλιάνα «Μις Υφήλιος», που είχε συνδεθεί με τη Μιράντα, θεώρησε καθήκον της να την περιποιηθεί και να τη διαφημίσει στον τοπικό Τύπο. Αυτή η προβολή που έγινε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του Σαο Πάολο για τη Μιράντα Ζαφειροπούλου ήταν βέβαια και μια μεγάλη διαφήμιση για τις παραστάσεις μας. Λογικά αυτό θα έπρεπε να ευχαριστήσει τον Ροντήρη. Ο Ροντήρης όμως εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο, διότι η προβολή μιας ηθοποιού του θιάσου του ως σταρ των καλλιστείων ευτέλιζε και υποβάθμιζε το κύρος ενός θιάσου αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Από εκεί και πέρα η Μιράντα έγινε το μαύρο πρόβατο. Το τι τράβηξε η δύσμοιρη δεν περιγράφεται.


* Ακέραιος χαρακτήρας


Την επόμενη χρονιά το υπουργείο Εμπορίου θα επιχορηγούσε έναν ελληνικό θίασο που θα εκπροσωπούσε την Ελλάδα με παράσταση αρχαίας τραγωδίας στη Διεθνή Εκθεση της Οσάκα στην Ιαπωνία. Υπουργός Εμπορίου ήταν ο Θάνος Καψάλης, μέγας θαυμαστής του Ροντήρη, που τον περιέλαβε στην Επιτροπή η οποία θα εισηγείτο ποιον θίασο θα έστελνε η Ελλάδα στην Ιαπωνία.


Ολοι οι παράγοντες των εμπορικών επιμελητηρίων ομόφωνα είπαν ότι το Πειραϊκό Θέατρο θα έπρεπε να σταλεί στην Οσάκα. Ο Ροντήρης όμως είχε άλλη γνώμη. Πώς ήταν δυνατόν να προτιμηθεί ο δικός του θίασος, όταν ο ίδιος ήταν μέλος της Επιτροπής; Στάθηκε αδύνατον να μεταπεισθεί και αρνήθηκε κατηγορηματικά την επιχορήγηση που του είχαν εγκρίνει. Αυτός ήταν ο Ροντήρης. Ενας αγνός ιδεολόγος, ακεραίου χαρακτήρος άνθρωπος.


Μια γενιά ηθοποιών του οφείλει ότι τους έμαθε να μιλούν σωστά ελληνικά, πώς να εκφέρουν με πειστικότητα τον λόγο του συγγραφέα, τον ρυθμό της τρέχουσας ομιλίας, την τεχνική του διαλόγου, το συναίσθημα, την κίνηση, το νόημα.


Μόρφωση απέραντη. Ηθος, εργατικότητα, πάθος. Και εγωιστής, όμως, φιλόδοξος, πείσμων, άδικος πολλές φορές και ιδιόρρυθμος.


Κανένα ελάττωμά του όμως, καμία ανθρώπινη αδυναμία του δεν μπορεί να βαρύνει περισσότερο από τα χαρίσματά του. Το ελληνικό θέατρο γενικότερα και ιδιαίτερα η ερμηνεία της αρχαίας τραγωδίας στη σύγχρονη εποχή οφείλουν πολλά στον Ροντήρη.