Ενώ το «ομόλογο Τσίπρα» έρχεται να αντικαταστήσει το «ομόλογο Σαμαρά» επιχειρώντας να «κλέψει» και τις «πολιτικές εντυπώσεις», η Ελλάδα, που πέρασε την τελευταία δεκαετία από όλα τα στάδια της αρχαίας τραγωδίας, έχει ακόμη δρόμο να διανύσει ώστε να βρει οριστικά από τη στενωπό.
Υστερα από τρία χρόνια, η κυβέρνηση φέρεται πάντως να επιχειρεί στις αρχές της επόμενης εβδομάδας μια δοκιμαστική έξοδο στις αγορές στοχεύοντας να ανταλλάξει το πενταετές ομόλογο που εκδόθηκε το 2014 ύψους 3 δισ. ευρώ με ένα νέο πενταετές ομόλογο και πιθανώς να υπάρξει και είσπραξη ενός επιπλέον ποσού.

Η έκδοση θεωρείται εξασφαλισμένη, ενώ μέσω swaps θα αντικατασταθεί το πενταετές ομόλογο λήξης 2019. Με δεδομένο ότι το «ομόλογο Σαμαρά» εκδόθηκε με κουπόνι 4,75% και απόδοση 4,95%, σε μια εποχή πάντως που ο Μάριο Ντράγκι δεν αγόραζε ομόλογα «τυπώνοντας» χρήμα, την ώρα που το επιτόκιο του «ομολόγου Τσίπρα» μπορεί να κυμανθεί, όπως εκτιμάται, στην περιοχή του 4,5% (πολλαπλάσιο πάντως από το επιτόκιο που μας δανείζει ο ESM), η κυβέρνηση μπορεί να «πουλήσει» μία ακόμα νίκη στο εκλογικό σώμα.

Πέρα ωστόσο από μια «πολιτική δήλωση» της κυβέρνησης, η Ελλάδα θα πρέπει να πείσει ότι η έξοδος στις αγορές δεν θα είναι συγκυριακή, αν και η χώρα έχει ακόμη μπροστά της πολλές δυσκολίες για να επιστρέψει πλήρως στις αγορές.
Αρχικώς, στη συνεδρίαση του ΔΝΤ στις 20 Ιουλίου θα αποφασιστεί η συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, ενώ θα εξεταστεί και η βιωσιμότητα του χρέους (DSA). Η χρηματοδότηση προς την Ελλάδα θα είναι κάτω του ορίου της έκτακτης πρόσβασης (exceptional access) στους πόρους του Ταμείου και δεν θα ξεπερνά τα 2 δισ. δολάρια (1,8 δισ. ευρώ).
Αυτό σημαίνει ότι το νέο δάνειο του Ταμείου δεν πρέπει να ξεπερνά το 1,3 δισ. ευρώ αν εκταμιευθεί ολόκληρο στο τέλος του έτους ή λίγο περισσότερο από αυτό αν εκταμιευθεί σταδιακά. Το ΔΝΤ θα αποφασίσει στη «λογική» ότι το χρέος πρέπει να είναι βιώσιμο αλλά όχι με μεγάλη πιθανότητα, ενώ η Ευρώπη επιθυμεί το Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα κυρίως για πολιτικούς λόγους, ώστε να ξεπεραστούν οι εσωτερικές έριδες.
Η Ελλάδα πάντως δεν πρόκειται να βγει οριστικά στις αγορές αν προηγουμένως δεν ρυθμιστεί αποτελεσματικά το χρέος, το οποίο σήμερα θεωρείται από αυτούς που «βάζουν τα λεφτά» μη βιώσιμο. Την ίδια στιγμή τον Σεπτέμβριο ή ακόμα και τον Οκτώβριο αναμένεται η ΕΚΤ να ανακοινώσει το tapering (τη σταδιακή ολοκλήρωση) του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης των 2,3 τρισ. ευρώ.

Από το νέο έτος οι αγορές ομολόγων εκτιμάται ότι θα μειωθούν σταδιακά από τα 60 στα 40 δισ. ευρώ και στα 20 δισ. ευρώ αργότερα, για να ολοκληρωθούν ως τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο του 2018 ή, όπως εκτιμούν ορισμένοι αναλυτές, να ανακοινωθεί ότι το 2018 θα λάβουν συνολικές αγορές 150 δισ. ευρώ προτού το QE φθάσει στο τέλος του, ενώ η πρώτη αύξηση των επιτοκίων αναμένεται κοντά στη λήξη της θητείας του Ντράγκι.

Αυτό σημαίνει ότι οι πιέσεις στα ομόλογα της ευρωζώνης θα ενταθούν (όπως και παγκοσμίως, αφού οι κεντρικές τράπεζες βάζουν σταδιακά τέρμα στο δεκαετές ράλι των ομολόγων αποσύροντας ρευστότητα), κάτι που θα δυσκολέψει την προσπάθεια ουσιαστικής επιστροφής της χώρας μας στις αγορές.

Παράλληλα, χωρίς τη συναίνεση της ΕΚΤ να αναλάβει τον ελληνικό κρατικό κίνδυνο αγοράζοντας ελληνικό χρέος, οι επενδυτές θα παραμείνουν προσεκτικοί.

Καθώς όμως το ελληνικό πρόγραμμα ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018, ενώ ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων ύψους 86 δισ. ευρώ που έχουν προβλέψει θα παραμείνει αχρησιμοποίητο, δεν μπορεί να αποκλειστεί κάποιας μορφής επέκταση του προγράμματος σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν θα είναι –όπως εκτιμάται ευρέως –σε θέση να επιστρέψει πλήρως στις αγορές.

Για να είναι δε ικανοποιητική η κάλυψη των αναγκών της από τον εξωτερικό δανεισμό, θα πρέπει να έχει την εγγύηση του ESM (του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) που αναμένεται να μετεξελιχθεί στην ευρωπαϊκή εκδοχή του ΔΝΤ (και το οποίο μπορεί τελικά να αγοράσει τα ελληνικά δάνεια), ώστε να είναι ανταγωνιστικά τα επιτόκια των ομολόγων που θα εκδοθούν.

Την ίδια στιγμή η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει πιο φιλική προς τις επενδύσεις, ώστε να «γυρίσει» οριστικά η οικονομία της και να ενταχθεί επί ίσοις όροις στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική που δημιουργείται. Το να ξεκινήσει το δίδυμο Μέρκελ – Μακρόν (ή «Merkcron») μια προσπάθεια ανανέωσης του ευρωπαϊκού οράματος μετά τις γερμανικές εκλογές με τη δημιουργία ενός πραγματικού προϋπολογισμού για την ευρωζώνη που θα λειτουργήσει ως εργαλείο τόνωσης στο ναδίρ της οικονομίας αποτελεί πάντως το ζητούμενο.

Αυτό θα σημάνει και την επιστροφή στο «κοινό πεπρωμένο» («Schicksalsgemeinschaft»), μια έκφραση που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί για να περάσουν την ιδέα ότι η δημιουργία του ευρώ δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να γίνει κομμάτια. Αν ωστόσο οι Γερμανοί συνεχίζουν να αποφασίζουν από θέση ισχύος τότε το πεπρωμένο δεν θα είναι το ίδιο για όλους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ