Τζο Ορτον: «Λουτ», Θέατρο Αθηνά Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές. Σκηνοθεσία: Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Σκηνικά – κοστούμια: Νίκος Πετρόπουλος. Μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος. Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ. Παίζουν: Πέτρος Φιλιππίδης, Ντίνος Καρύδης, Γιώργος Λέφας, Αντώνης Δημητρίου, Βασίλης Πουλάκος.


Η παράσταση του έργου «Λουτ» του Τζο Ορτον στο θέατρο «Αθηνά» θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις φροντισμένες παραγωγές του φετινού χειμώνα. Παρά την εύστοχη, όμως, μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, τα επιτελικά και καλαίσθητα σκηνικά του Νίκου Πετρόπουλου, την προσεγμένη μουσική που επιλέγει ο Ιάκωβος Δρόσος και την τέχνη των φωτισμών της Ελευθερίας Ντεκώ, η σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαλακόπουλου αποπροσανατολίζει πλήρως τις ερμηνείες, με αποτέλεσμα την ακύρωση προσώπων και καταστάσεων του έργου καθώς και την καταστροφή ορισμένου πλαισίου αναφοράς σε κάποια απαραίτητη για το έργο τραγελαφική ατμόσφαιρα. Ως ηθοποιός ο κ. Μιχαλακόπουλος έχει ενδεχομένως επιτυχία απευθυνόμενος άμεσα στο κοινό. Ως σκηνοθέτης όμως δεν νομιμοποιείται να απλώνει τα δίχτυα της μανιέρας του και να κρατάει δέσμιο, για παράδειγμα, τον κ. Πέτρο Φιλιππίδη, ο οποίος εμφανέστατα υπακούει στις σκηνοθετικές οδηγίες. Ο κ. Φιλιππίδης, μένοντας πιστός στον σκηνοθέτη του, προσπαθεί να οικειοποιηθεί τα υποκριτικά χαρακτηριστικά του κ. Μιχαλακόπουλου, ενδίδει στην αναπαραγωγή ενός κακέκτυπου και καταπιέζει απαράδεκτα το αδιαμφισβήτητο πηγαίο κωμικό ταλέντο του.


Στον ρόλο του Επιθεωρητή Τράσκοτ, που του πηγαίνει κιόλας, ο κ. Φιλιππίδης έχει τελικώς ελάχιστα περιθώρια να δημιουργήσει άρτιο ρόλο, χάνει τα στιγμιότυπα της σπιρτάδας του θεατρικού προσώπου και καταλήγει στο μουντό αποτέλεσμα του ηθικού διδάγματος. Κρίμα! Παράσταση τσέπης Τέρενς Ράντιγκαμ: «Υμνος στην αγάπη», Θέατρο 28 Μετάφραση: Πόπη Κόντου. Σκηνοθεσία: Λεωνίδας Λοϊζίδης. Μουσική επένδυση: Γιώργος Σκορδίλης. Σκηνικά – κοστούμια: Γιοβάνα Πράσινου. Φωτισμοί: Ανδρέας Τρύφωνας. Παίζουν: Πόπη Μοντανάρη, Αίας Τριάντης, Τηλέμαχος Εμμανουήλ, Λετίτσια Μουστάκη.


Δράμα εσωτερικών συγκρούσεων, ο «Υμνος στην αγάπη» του Τέρενς Ράντιγκαμ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως παράσταση «θεάτρου τσέπης» γιατί δίνει τη δυνατότητα στον θεατή να παρακολουθήσει από πολύ κοντά ερμηνείες και να αποτιμήσει άμεσα τη δουλειά του σκηνοθέτη. Ο κ. Λεωνίδας Λοϊζίδης, δυναμικά ανερχόμενος στον χώρο της σκηνοθεσίας, αποδεικνύει ότι στο θέατρο όλα μπορούν να πραγματοποιηθούν όταν υπάρχει πάθος.


Ο κ. Λοϊζίδης δημιουργεί ατμόσφαιρα καταλυτικής οικειότητας στο επίπεδο κυρίως της πρόσληψης εκ μέρους των θεατών εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τον λόγο του συγγραφέα, λιτά και χωρίς ανούσιους εντυπωσιασμούς. Παρά την κακή μετάφραση της κ. Πόπης Κόντου, οι ηθοποιοί κατορθώνουν να λειτουργήσουν στους ρόλους τους, βοηθούμενοι από το καλαίσθητο σκηνικό της κ. Γιοβάνας Πράσινου. «Σαχλογραφία»… Δήμητρας Παπαδοπούλου: «Ο παππούς έχει πίεση», Θέατρο Αμιράλ Σκηνοθεσία: Γιώργος Θεοδοσιάδης. Σκηνικά: Νίκος Κασαπάκης. Κοστούμια: Εβελιν Σιούπη. Παίζουν: Δήμητρα Παπαδοπούλου, Νίκος Κάπιος, Μιχάλης Μητρούσης, Βάνα Παρθενιάδου, Κατερίνα Ζιώγου, Οδυσσέας Σταμούλης, Ντίνος Σούτης.


Το «Ο παππούς έχει πίεση» αποτελεί ξεχωριστό είδος συρραφής καταστάσεων, τις οποίες η συγγραφέας κ. Δήμητρα Παπαδοπούλου θα ήθελε να ήταν κωμικές και μάλιστα ελληνικές. Στην πραγματικότητα, το είδος που εισηγείται η συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να ονομασθεί «σαχλογραφία», δεδομένου ότι το δομικό και το γλωσσικό υπόβαθρό του στοιχειοθετείται από εξυπνακίστικες σαχλαμάρες. Και επειδή στο πρόγραμμα του θεάματος γίνεται εκτενώς λόγος περί κωμωδίας, από την αρχαιότητα ως σήμερα, καλόν είναι να τονισθεί από εδώ ότι το «έργο» της κ. Παπαδοπούλου στο μόνο σημείο που συνδέεται με την ελληνική κωμωδία είναι στο ότι μπορεί να κάνει τα οστά των κωμικών συγγραφέων μας, αρχαίων τε και νεοτέρων, να τρίζουν από αγανάκτηση. Στη μεγαλόστομη δε δήλωση της συγγραφέως «Ηθελα ένα έργο να μυρίζει φακές», παρατηρούμε ότι το «έργο» ούτε φακές ούτε φασόλια μυρίζει, αν πρέπει να μυρίζει όσπρια οπωσδήποτε για να αποπνέει ελληνικότητα. Ωστόσο, το «έργο» μυρίζει όντως κάτι: χάμπουργκερ με μπόλικη κέτσαπ και διάφορα «τσιπσοειδή» ατάκτως «ερριμμένα» στο τραπέζι μπροστά από την TV, από όπου παρακολουθεί κανείς γνωστά αμερικανικά επεισόδια αυτοτελών σειρών στις οποίες το νερόβραστο αστείο υπογραμμίζεται από χαχανητά και «αόρατα» χειροκροτήματα «ενδοτηλεοπτικών» θεατών. Αυτά. Ερμηνείες, σκηνικά, ενδύματα κ.ά. τα σαρώνει κυριολεκτικά το «έργο».