Η φωτογράφος Ελλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη ή αλλιώς Nelly’s, όπως της αρέσει να αποκαλείται κι όπως είναι ευρύτερα γνωστή, συμπλήρωσε στις 23 Νοεμβρίου τα 98 της χρόνια. Η ζωή της συνδέθηκε μοιραία και αναπότρεπτα με τα πιο σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και με την έμφυτη φωτογραφική ματιά που διέθετε και την αειθαλή δίψα για ζωή κατάφερε να αποτυπώσει το πορτρέτο της Ελλάδας από το 1930 και μετά διασχίζοντας κυριολεκτικά έναν αιώνα και μαζί τα σημαντικότερα χρόνια της τέχνης της φωτογραφίας. Ματιά που δεν διεκδικεί σε καμία περίπτωση την αντικειμενικότητα του ιστορικού, αποκαλύπτει ωστόσο το πείσμα, τη σοβαρότητα αλλά και τον ιδεαλισμό της γυναίκας που βρισκόταν πίσω από τον φακό της μηχανής.


Χωρίς να υπηρετήσει κατ’ αποκλειστικότητα κάποιο είδος φωτογραφίας, σαν πορτρετίστρια θα απαθανατίσει επώνυμους ­ λόγιους, καλλιτέχνες και πολιτικούς ­ αλλά και ανώνυμους, απλούς ανθρώπους, αυτούς που δεν αφήνουν ίχνη πίσω τους, με την ίδια ευγένεια και γλυκύτητα. Θα αποτυπώσει την ελληνική ύπαιθρο με πραγματική λατρεία και σεμνότητα και θα την εξιδανικεύσει: «Οταν γνώρισα την Ελλάδα και είδα τις τόσες ομορφιές της, σε κάθε μου βήμα έβλεπα και έναν πίνακα μπροστά μου». Εκεί όμως που απογειώνεται ως καλλιτέχνης και γράφει την πιο σημαντική πτυχή της ιστορίας της, όπως αποτιμά και η ίδια, είναι στις χορευτικές της φωτογραφίες. Αυτή είναι η «αποφασιστική στιγμή όπου το μάτι, το μυαλό και η καρδιά του φωτογράφου βρίσκονται σε μιαν ευθεία», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Henri-Cartier Bresson για την κορυφαία έξαρση ενός καλλιτέχνη.


* Από το Αϊδίνι στη Δρέσδη


Τα «γυμνά της Ακρόπολης», που σκανδαλίζουν τη σεμνότυφη ελληνική κοινωνία του 1928, θα μείνουν στην ιστορία ως μνημειώδεις χορευτικές εικόνες και η Nelly’s ως η πρώτη ελληνίδα φωτογράφος με παγκόσμια καταξίωση. Γιατί αποτίουν τιμή στο ίδιο το πνεύμα του χορού καθώς δεν αναπαριστούν το γυμνό σώμα με την υλική του διάσταση αλλά ως σκεύος για την επικοινωνία μιας βαθύτερης συγκίνησης.


Τη συνάντησα στο διαμέρισμά της στη Ν. Σμύρνη στα τέλη Οκτωβρίου βιολογικά κουρασμένη αλλά ακούραστη στην αγάπη της για τη φωτογραφία και τον κόσμο. «Θα μπορούσα ως τώρα να φωτογραφίζω γιατί το ‘χω μέσα μου, αλλά δεν βλέπω πια», εξομολογείται συγκινημένη για τον καταρράκτη που την ταλαιπωρεί χρόνια, και πως «σταμάτησε επειδή τα μάτια της την πρόδωσαν και δεν μπορούσε να κάνει πια το mise en page».


Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1899 στην πιο εύπορη οικογένεια της πόλης, ζει αληθινά ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, όπως φανερά καταγράφεται από την ίδια στο αυτοβιογραφικό της λεύκωμα, ανυποψίαστη για όσα επρόκειτο να συμβούν: ο πρώτος ξεριζωμός από το Αϊδίνι όταν το καταστρέφουν οι Τούρκοι το 1919 και καταφεύγουν οικογενειακώς στη Σμύρνη· η οριστική καταστροφή του 1922 που πληροφορείται από μακριά, αφού σπουδάζει ήδη ζωγραφική στη Δρέσδη. «Η οικογένειά μου είχε διασωθεί, βρισκόταν στην Αθήνα, αλλά είχαμε χάσει τα πάντα. Τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να κάνω κάτι ως επάγγελμα για να ζήσω εγώ, να βοηθήσω και την οικογένειά μου, και σκέφτηκα τη φωτογραφία, που την εποχή εκείνη στη Γερμανία ήταν πολύ ανεπτυγμένη».


Το σοκ από την αναπάντεχη καταστροφή και οι τραυματικές μνήμες θα τη συνοδεύουν για πάντα και μαζί με την ευαισθησία και την αθωότητα που από τη φύση της διαθέτει θα της δημιουργήσουν την ανάγκη να ζήσει ανιστορικά και πέρα από τα δεσμά του χρόνου στην πιο ταραγμένη περίοδο του αιώνα. Η φωτογραφία προσφέρεται γι’ αυτήν ως βιοποριστική λύση αλλά και ως «αίρεσις βίου». «Εκτοτε δεν θέλησα να πατήσω ξανά το πόδι μου στην Τουρκία. Οι δικοί μου όταν ησύχασαν τα πράγματα επισκέφθηκαν τα μέρη εκείνα, όπως και άλλος κόσμος. Εγώ δεν θέλησα ποτέ να πάω. Ηθελα να μείνω με τις εντυπώσεις που είχα από τα καλά χρόνια».


* Τα «γυμνά της Ακρόπολης»


Με πρώτο δάσκαλο στη φωτογραφία τον Hugo Erfurth, διάσημο πορτρετίστα της Δρέσδης και μεγάλο κλασικό της εποχής, θεμελιώνει τις βάσεις της. Είναι αυτός που αποτύπωσε κατά τον καλύτερο τρόπο την τέχνη της Μ. Βίγκμαν, της πιο διάσημης χορεύτριας του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη. Αν όμως στον Ερφουρτ οφείλει την κλασική της παιδεία, στον Franz Fiedler οφείλει «την ελευθερία και όλη αυτή την πολυμορφία στη θεματική και το στυλ. Αυτός μου άνοιξε τον δρόμο».


Θα παραμείνει ωστόσο κλασική, προσηλωμένη στο νεορομαντικό και ελληνοκεντρικό ιδεώδες της γενιάς του ’30, χωρίς να ακολουθήσει τα ποικίλα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Αυτή την κληρονομιά κουβαλάει στο σεντούκι της όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το 1924 και ανοίγει το πρώτο στούντιο στην οδό Ερμού για να γίνει η φωτογράφος της καλής αθηναϊκής κοινωνίας.


Οταν το 1927 φωτογραφίζει γυμνή στην Ακρόπολη την πρίμα μπαλαρίνα της Οπερά Κομίκ, τη Μόνα Πάιβα, ξεσπάει σάλος. «Τα ήθη της εποχής εκείνης ήσαν τρομερά. Εγώ θεώρησα πολύ φυσικό να φωτογραφήσω ένα γυμνό στις αρχαίες κολόνες ­ στη Γερμανία εξάλλου όπου είχα σπουδάσει είχαν για πολύ φυσικό το γυμνό ως σπουδή. Ζήτησα λοιπόν από τον κ. Φιλαδελφέα να μου επιτρέψει να φωτογραφήσω τη Μόνα Πάιβα, που είχε ένα θαυμάσιο σώμα, γυμνή ανάμεσα στις κολόνες, κι αυτός μου έδωσε την άδεια». Θυμάται συγκινημένη πως το «Ελεύθερον Βήμα» (Νοέμβριος 1929) την υποστήριξε ευθύς εξαρχής με το άρθρο του Παύλου Νιρβάνα. «Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη γιατί τότε ξεκινούσα τη σταδιοδρομία μου και κινδύνεψα να χαθώ αντί να διαπρέψω».


* Το κλασικό ιδεώδες


Ξεφυλλίζοντας κανείς σήμερα όλη αυτή την ενότητα των γυμνών και χορευτικών φωτογραφιών της Nelly’s ­ από τις πρώτες σπουδές γυμνού στη φύση με τις χορεύτριες της Βίγκμαν το 1923, όταν ήταν άμεσα επηρεασμένη από τον δάσκαλό της Φ. Φίντλερ, ως τις Δελφικές Εορτές των Σικελιανών το 1930 και την επίσης διάσημη φωτογραφία της ουγγαρέζας χορεύτριας Νικόλσκα στην Ακρόπολη (με πέπλα πια) το 1931 ­ πιστοποιεί τον απόλυτο σεβασμό της προς το κλασικό ιδεώδες, τη γλυπτική προσέγγιση του χορού, που δίνει στα γυμνά σώματα μιαν αγαλμάτινη ομορφιά και τα αποσαρκώνει. Στις άχρονες και ατμοσφαιρικές αυτές εικόνες καταφέρνει να εμφυσήσει μια αδιόρατη ενέργεια και μια σπάνια αίσθηση ρυθμού απεικονίζοντας τελικά την κίνηση σε αρμονία με το φυσικό τοπίο και την αρχαία αρχιτεκτονική. «Αισθανόμουν τον χορό και θέλησα να αποτυπώσω την κίνηση», θα πει. Το απόλυτο στυλιζάρισμα, η τεχνική του μπρομόιλ και η έμφαση στη σύνθεση καθορίζουν την αισθητική της, που ακολουθεί την πικτοριαλιστική σχολή. «Το μπρομόιλ ήταν μια τέχνη δύσκολη, σου έδινε τη δυνατότητα να επέμβεις πάνω στη φωτογραφία και να κάνεις διορθώσεις και εφέ. Καθώς πρώτη μου αγάπη ήταν η ζωγραφική, ήμουν από τους λίγους που επιδόθηκαν τόσο πολύ σε αυτό». Με την ποιητική της πειθαρχία μπόρεσε να κάνει τον χορό μια τέχνη που ζει, που διαρκεί, μια τέχνη που δεν είναι φευγαλέα πια.


Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, η Nelly’s δεν εξειδικεύτηκε. Την ίδια εποχή στρέφεται όλο και περισσότερο στο τοπίο και στην αρχιτεκτονική για να αποδείξει κι εδώ ότι δεν είναι η φωτογράφος του ενσταντανέ, του καθημερινού ή του τυχαίου. Παραμένει ρομαντική και διαχρονική. Η δική της Ελλάδα είναι η ιδέα της για την Ελλάδα που συχνά δεν συμπίπτει με την πραγματικότητα καθαυτή. Οι πολιτικές οξύτητες δεν βρίσκουν θέση στη ματιά της. Λατρεύει τη γαλήνια ύπαιθρο όπου οι προγονικές αξίες αντιστέκονται στις περαστικές ιδέες και όλα αυτά ήρεμα, χωρίς νοσταλγία για ένα παρελθόν που μοιάζει οριστικά ξεπερασμένο. Η συμβολή της στην οπτική αναπαράσταση της ελληνικής υπαίθρου είναι τεράστια, όπως αναφέρει σχετικά η Ειρήνη Μπουντούρη από μέρους του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη. «Στα χρόνια 1927-1939 και κάτω από αντίξοες συνθήκες, ιδιαίτερα για μια γυναίκα, η Νέλλη όργωσε κυριολεκτικά την ελληνική ύπαιθρο, από τα Γιάννινα ως την Κρήτη και από την Κέρκυρα ως τη Ρόδο».


* Τα συμβατικά πορτρέτα


Τεράστιο χώρο στο σύνολο του έργου της καλύπτουν τα πορτρέτα καθώς μεγάλο μέρος της ζωής της ως φωτογράφου ήταν σχετικό με τον βιοπορισμό τόσο στην Αθήνα όσο και στη Ν. Υόρκη ­ το 1939 βρίσκεται στην Παγκόσμια Εκθεση της Ν. Υόρκης ως υπεύθυνη στο ελληνικό περίπτερο όταν ξεσπάει ο πόλεμος και οδηγείται μαζί με τον άνδρα της Αγγελο Σεραιδάρη σε υποχρεωτικό εκπατρισμό που θα διαρκέσει ως το 1966.


Αποτέλεσμα αυτής της φωτογραφικής δραστηριότητάς της είναι ένας μεγάλος αριθμός συμβατικών πορτρέτων μιας κοινωνίας που ανακαλύπτει τις δυνατότητες της νέας τέχνης που ανθεί υποκαθιστώντας τη ζωγραφική. Τον φακό της εμπιστεύονται σημαντικοί πολιτικοί και καλλιτέχνες ­ ο Βενιζέλος, ο Κουντουριώτης, ο Πλαστήρας, ο Τσιριμώκος αλλά και ο Μπρούνο Βάλτερ, ο Ενρίκο Καρούζο, ο Δημήτρης Μητρόπουλος ­ ενώ για το διάστημα 1930 ως 1939, όπου είναι διορισμένη ως επίσημη φωτογράφος του νεοσυσταθέντος Γραφείου Τύπου και Τουρισμού, φωτογραφίζει το βασιλικό ζεύγος. Η ίδια πάντως δεν έπαψε να εκφράζει τη διάθεσή της να μείνει μακριά από την πολιτική και την επιθυμία της να ανήκει σε όλο τον κόσμο. «Εγώ ποτέ δεν χρωματίστηκα πολιτικά. Εμείς στη Μικρά Ασία από μικροί μάθαμε όλοι ν’ αγαπάμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μόνον αυτόν ξέραμε κι αυτόν πιστεύαμε. Οσα χρόνια είμαι στην Ελλάδα δεν ανακατεύτηκα ποτέ μου στα πολιτικά, έβρισκα ότι δεν ήταν δουλειά μου. Ούτε και τώρα είμαι με το μέρος κανενός».


Λόγια μιας 98χρονης, γλυκιάς γυναίκας που αντικατοπτρίζουν συγχρόνως εξιδανικεύσεις, αυταπάτες και φόβους μιας ολόκληρης γενιάς. «Κοίταζα να δείξω στη φωτογραφία ό,τι καλύτερο είχε ο καθένας», λέει με βαθιά καλοσύνη και αφοπλιστική αθωότητα, και μου εξηγεί το πώς φωτογράφισε τον Μακάριο. «Ηταν από τα δύσκολα μοντέλα. Παρατήρησα πως από τη μια πλευρά ήταν πολύ καλύτερος και μόνο από εκείνη τον φωτογράφισα».


Αλλωστε τα πορτρέτα της δεν εξαντλούνται στους επώνυμους Αθηναίους ή στους διάσημους έλληνες επισκέπτες στην Αμερική. Οπου η ελεύθερη ματιά της συναντά την ομορφιά την καταγράφει με τον δικό της απαράμιλλο τρόπο ­ είναι τα γυναικεία πορτρέτα της που θυμίζουν φαγιούμ ­ κι αν είναι αλήθεια ότι το καλύτερο πορτρέτο είναι αυτό που αποτυπώνει την αθέατη πλευρά της ψυχής, τέτοια είναι τα πορτρέτα των ανθρώπων της υπαίθρου.


* Η περιπέτεια στην Αμερική


Η αμερικανική περίοδος της Νέλλης (1939-1966) συνδέεται με έναν πραγματικό αγώνα επιβίωσης τα πρώτα χρόνια. «Αναλάμβανα τις φωτογραφίες των γάμων της ελληνικής παροικίας και έτσι μπορέσαμε σιγά σιγά να τα βγάλουμε πέρα». Η απόφαση να παραμείνουν με τον άνδρα της από ανάγκη στη Ν. Υόρκη δεν ήταν εύκολη. Συνέπεσε ωστόσο με ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προς τη νέα μητρόπολη των τεχνών, καθώς το Παρίσι και το Βερολίνο έπαυαν βαθμιαία να είναι κέντρα της πρωτοπορίας.


Η Νέλλη θα μείνει πιστή στα credo της ως επαγγελματίας φωτογράφος, δεν παραλείπει όμως να παρακολουθεί μαθήματα φωτορεπορτάζ ενώ συνεργάζεται και με το αμερικανικό περιοδικό Life, όπου δημοσιεύει φωτογραφίες με θέματα από την Ελλάδα. Η νοσταλγία για την πατρίδα έχει αρχίσει να ζωντανεύει όταν τη διώχνουν από το στούντιο που διατηρούσε στην καρδιά της Ν. Υόρκης και η επιστροφή έχει πια πρακτικά κίνητρα. «Με έβγαλαν από το στούντιο και δεν είχα πού να δουλέψω. Ο καινούργιος ιδιοκτήτης δεν σεβάστηκε τίποτα…», θυμάται με πικρία. Θυμάται. Διαθέτει εξαιρετική μνήμη παρά τα 98 της χρόνια. Είναι μια φωτογραφική μνήμη με ακρίβεια και σαφήνεια. Δεν κομπάζει καθόλου για το ένδοξο παρελθόν της και διακρίνει κανείς μια σεμνότητα που περισσεύει καθώς αφηγείται τη ζωή της.


«Τα πρώτα χρόνια της επιστροφής στην Αθήνα (1966-1975) περνούσαν και κανένας δεν με θυμόταν, αλλά ούτε κι εγώ έδινα σημεία ζωής».


Σήμερα κυκλοφορούν περισσότερα από δέκα καλαίσθητα λευκώματα αφιερωμένα στη μεγάλη ελληνίδα φωτογράφο, που κατάφερε να γίνει εν ζωή θρύλος, ενώ περιμένει εναγωνίως την κυκλοφορία ενός ακόμη λευκώματος με φωτογραφίες της για την παλιά Αθήνα σε κείμενα του ιστορικού Δημ. Καμπούρογλου, πλήρης ετών και εικόνων.