Το βρετανικό δημοψήφισμα μας αναγκάζει να στραφούμε ξανά στα θεμελιώδη ζητήματα. Τη σχέση συγκυρίας, ιστορίας και δημοκρατίας. Τη σχέση Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κυριαρχίας των κρατών – μελών. Τη σχέση ευρωπαϊκής και εθνικής αυτοσυνειδησίας. Να στραφούμε δηλαδή σε ζητήματα που ενώ φαίνονται αφηρημένα και θεωρητικά έχουν ασφυκτικά συγκεκριμένο και πρακτικό περιεχόμενο.

Το βρετανικό δημοψήφισμα προκλήθηκε για λόγους εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας, προκειμένου να διευκολύνει την εκλογική νίκη των συντηρητικών το 2015. Προκειμένου να διασφαλίσει τη συνοχή του κυβερνώντος σήμερα κόμματος και να ενσωματώσει τους συντηρητικούς ευρωσκεπτικιστές στην εκλογική πλειοψηφία του κ. Κάμερον. Μέσα στον ένα περίπου χρόνο που μεσολάβησε η συγκυρία έγινε εντονότερα αντιευρωπαϊκή πρωτίστως λόγω προσφυγικής κρίσης. Δεν εφαρμόστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο πολιτικές λιτότητας. Δεν υπήρξαν μνημόνια.

Η βρετανική εκλογική συγκυρία του Μαΐου του 2015 μετασχηματίσθηκε σε βρετανική δημοψηφισματική συγκυρία του 2016. Όλα αυτά συνέβησαν στο όνομα της δημοκρατίας και της αναγωγής στην κυρίαρχη βούληση του βρετανικού λαού. Η Ιστορία περίμενε απλώς να καταγράψει την συγκυρία και να υποταχθεί σε αυτήν. Έστω προσωρινά.

Το βρετανικό δημοψήφισμα είναι η κορυφαία απόδειξη της αντίφασης που υπάρχει ανάμεσα στη διακυβερνητική πολυπλοκότητα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που απαιτεί συνεχείς διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς μεταξύ των κρατών – μελών και την απλούστευση και την αυταρέσκεια κάθε μεμονωμένου εθνικού δημοψηφίσματος. Ελπίζω να μη σοκάρω λέγοντας ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα ως πολύπλοκο και διακυβερνητικό συνδέεται με το θεσμικό κεκτημένο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που προστατεύει και την ισορροπία δημοκρατίας, κυριαρχίας και ολοκλήρωσης. Βεβαίως και είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε τις εθνικές συνταγματικές διαδικασίες των κρατών – μελών που προβλέπουν δημοψηφίσματα. Ας σκεφτούμε όμως ότι ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα πρωτογενούς χαρακτήρα για την πορεία της Ευρώπης θα φαινόταν εξαιρετικά δημοκρατικό, θα έθετε όμως τεράστια ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και εθνικής συνταγματικής τάξης σε όλα σχεδόν τα κράτη – μέλη και θα οδηγούσε στη διάλυση της Ένωσης λόγω υπερβολικού πολιτικού και θεσμικού βολονταρισμού.

Το πρώτο συνεπώς που μας θυμίζει το βρετανικό δημοψήφισμα είναι ότι η πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποκόπηκε από τα ιστορικά θεμέλια της Ευρωπαϊκής συνύπαρξης. Έχασε την ιστορική της μνήμη και προοπτική. Χωρίς όμως τα στοιχεία αυτά δεν αποκτούν το πλήρες περιεχόμενό τους οι ευρωπαϊκές αξίες και δεν συγκροτείται μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική. Η Ευρώπη δεν λειτουργεί ακόμη ως ολοκληρωμένη οντότητα αλλά ως πεδίο εθνικών στρατηγικών που αντιπαρατίθενται ή διευθετούνται μέσα σε μια διαρκή διακρατική (διακυβερνητική, όπως λέγεται) διαπραγμάτευση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει η αίσθηση ενός κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Προφανώς υπάρχει ιδίως μέσα στη ζώνη του ευρώ. Όμως το ενιαίο νόμισμα των 19 και οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ, απέχουν πολύ από έναν ενιαίο ευρωπαϊκό πατριωτισμό των 28. Τόσο πολύ όσο η διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος από την τεράστια προσπάθεια που έχει γίνει επί 70 χρόνια για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Τα τελευταία χρόνια η δοκιμασία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι σκληρή και πολυεπίπεδη. Η οικονομική κρίση δεν είναι απλώς κρίση δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική. Είναι κρίση διαρθρωτικών ανισοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και συνολική κρίση του ευρωπαϊκού μοντέλου ανταγωνιστικότητας. Η οικονομική μαζί με τη δημογραφική κρίση οδήγησαν σε γενικευμένη κρίση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Η διεθνοπολιτική αδυναμία της ΕΕ σε συνδυασμό με τη γειτνίαση προς τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική οδήγησε στην προσφυγική κρίση και τις νέες μορφές τρομοκρατικής απειλής, δηλαδή σε κρίση εσωτερικής ασφάλειας.

Αυτές οι συνθήκες ευνοούν την αναζωπύρωση της κλασικής αντίθεσης μεταξύ Ευρωπαϊκής ενοποίησης και εθνικής κυριαρχίας. Η ΕΕ ταυτίζεται στη συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών με την πολλαπλή κρίση και τις συνέπειες της. Από τις διάφορες εκδοχές του ευρωσκεπτικισμού ισχυρότερες δεν είναι οι «αντικαπιταλιστικές» ή έστω οι «αντινεοφιλελεύθερες», αλλά αυτές που παραπέμπουν στην εθνική κυριαρχία και ταυτότητα. Το εθνικό κράτος λειτουργεί ως κοινότητα. Προσφέρει την αίσθηση του ανήκειν. Διατηρεί τους συμβολισμούς της εθνικής κυριαρχίας. Ουδείς ασχολείται με την πραγματικότητα. Υπερισχύουν οι «αυταπάτες».

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει προνομιακή σχέση με τις αντιλήψεις αυτές. Άργησε άλλωστε να ενταχθεί στην ΕΕ όχι μόνο λόγω Ντε Γκολ. Είχε και έχει πάντα αίσθηση του μεγέθους του και του ρόλου του ως πρώην αυτοκρατορίας, ως στρατιωτικού μηχανισμού και ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας. Διεκδίκησε με πάθος τη λεγόμενη βρετανική εξαίρεση. Έμεινε με ενθουσιασμό εκτός ευρωζώνης και Σένγκεν. Υπολογίζει πάντα με ακρίβεια το ισοζύγιο των δοσοληψιών του με την ΕΕ και δεν ξεχνά ούτε λεπτό ότι είναι καθαρός πληρωτής. Αντιμετωπίζει με φοβική αλαζονεία τους «φτωχούς συγγενείς» των άλλων κρατών μελών που υποτίθεται ότι διεκδικούν τα βρετανικά κοινωνικά επιδόματα. Ξεχνά πόσο ενισχύουν τη βρετανική οικονομία οι αλλοδαποί εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, φοιτητές, ιδιοκτήτες ακινήτων. Από την άλλη θέλει να είναι το κοσμοπολίτικο χρηματοοικονομικό κέντρο όλης της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης της ευρωζώνης και ει δυνατόν όλης της διεθνούς οικονομίας. Θέλει να καθοδηγεί επικοινωνιακά τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και ταυτοχρόνως να επιχαίρει με τα προβλήματα της ευρωζώνης.

Φαίνεται όμως ότι η πλειοψηφία του βρετανικού λαού δεν είχε λάβει επαρκώς υπόψη της την ετερογονία των σκοπών. Το πώς η συμμετοχή στην ΕΕ λειτουργεί ως εγγύηση για τη συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου, συνοχή πολιτειακή ως προς τη Σκωτία και τη Β. Ιρλανδία, αλλά και συνοχή κοινωνική ως προς την ηλικιακή και μορφωτική διαστρωμάτωση και τον τόπο κατοικίας.

Το ίδιο το περιβόητο άρθρο 50 της ΣΕΕ για την αποχώρηση κράτους – μέλους από την Ένωση, όπως και οι αρχές της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και του δοτού χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων της Ένωσης υπάρχουν για να δίνουν απάντηση στους ιστορικούς και θεσμικούς ευρωσκεπτικιστές που δεν θέλουν περισσότερη Ένωση ή στους ευρωπαϊστές σκεπτικιστές που ξέρουν ότι η τεχνητή υπερβολή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αυτά όμως προβλέφθηκαν στις ιδρυτικές συνθήκες ως βαλβίδες εκτόνωσης και όχι ως κερκόπορτες.

Η βρετανική επιλογή για έξοδο φέρνει συνεπώς και το ΗΒ και τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ ενώπιον ιστορικών διλημμάτων. Η φράση μου είναι ακριβής. Το πραγματικό δίλημμα για τους βρετανούς νομίζω ότι γίνεται αντιληπτό πλήρως τώρα, μετά το δημοψήφισμα και την πλειοψηφία που διαμορφώθηκε. Η τεχνική απόσταση ανάμεσα στον συμβιβασμό της 19.2.2016 που θα ίσχυε σε περίπτωση παραμονής του ΗΒ στην ΕΕ και στους όρους μιας ειδικής σχέσης που θα διαπραγματευθεί τώρα, ως τρίτη χώρα, το ΗΒ με την ΕΕ, μπορεί να μην είναι πολύ μεγάλη. Η συμβολική και πολιτική απόσταση είναι όμως τεράστια. Οφείλουν συνεπώς και οι δυο πλευρές να μετριάσουν τις εκατέρωθεν επιπτώσεις της αποχώρησης μέσα από την ταχύτητα της σύναψης και τη διορατικότητα του περιεχομένου της συμφωνίας για τη σχέση ΗΒ και ΕΕ. Το εγχείρημα είναι όμως δύσκολο γιατί όλα τα κράτη μέλη θα έχουν λόγο σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές τους διαδικασίες, κάποιες από τις οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε δημοψηφίσματα. Η Ευρώπη θα ταλαιπωρηθεί πολύ ακόμη από τη βρετανική αποχώρηση που εκ των πραγμάτων, για λόγους θεσμικούς, θα προκαλέσει μετασχηματισμό της ΕΕ.

Τίποτα συνεπώς δεν μπορεί να είναι ίδιο, απλό ή τεχνικό στην Ευρώπη. Η πρωτοβουλία ανήκει στα κράτη – μέλη που πρέπει να συμφωνήσουν σε πολιτικές αποφάσεις με ιστορική συνείδηση. Να συμφωνήσουν τις μεγαλύτερες δυνατές πολιτικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της πολύπλοκης και ευαίσθητης διαδικασίας λήψης των κρίσιμων ενωσιακών αποφάσεων που είναι διακυβερνητική και υπακούει στις προδιαγραφές των εθνικών συνταγμάτων όλων των κρατών – μελών. Δυστυχώς αυτό που απαιτείται είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί συνδέεται με διεθνείς και κυρίως εσωτερικές συγκυρίες, ιδιομορφίες, τυχαιότητες και σκοπιμότητες σε 27 κράτη – μέλη με διαφορετικούς εκλογικούς κύκλους. Δεν αρκεί η σύμπλευση Γερμανίας – Γαλλίας ούτε η συμμετοχή της Ιταλίας σε τριμερείς συνεννοήσεις.

Προφανώς υπάρχει παραλλήλως μεγάλο περιθώριο για κινήσεις αλλαγής του κοινωνικού και οικονομικού κλίματος μέσα στο υφιστάμενο θεσμικό ευρωπαϊκό σχήμα με αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Συμβουλίου και ΕΚΤ. Υπάρχει σοβαρό περιθώριο αξιοποίησης μηχανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Υπάρχει πάντα η δυνατότητα αποτελεσματικότερων πρωτοβουλιών σε σχέση με το προσφυγικό, τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας κοκ.

Όμως στις ΗΠΑ, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τώρα πολύ πιο δημιουργικά ως διεθνοπολιτικός εταίρος και ως οικονομικός ανταγωνιστής, η περίοδος είναι προεκλογική υπό συνθήκες «αμερικανοσκεπτικισμού», σε πολλά σημεία συγκρίσιμου με τον ευρωσκεπτικισμό.

Μέσα στο νέο αυτό τοπίο των ρευστών συσχετισμών η Ελλάδα παύει να είναι το πιο «διάσημο» πρόβλημα της Ένωσης. Αυτό παραδόξως δεν είναι θετικό. Το να είσαι το κεντρικό πρόβλημα λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό προστατευτικά. Τώρα δυστυχώς οι συμπεριφορές των κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων των κρατών – μελών θα καθορίζονται πολύ περισσότερο από κριτήρια εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας. Η Ελλάδα είναι άλλωστε αποδυναμωμένη για λόγους επίσης εσωτερικούς. Εσωτερικής απλούστευσης και σκοπιμότητας που είναι δυο ήπια ονόματα για τα θεμέλια του ευρωπαϊκού λαϊκισμού ευρέως φάσματος. Η Ελλάδα είναι, με άλλα λόγια, αποδυναμωμένη όχι λόγω εξάρτησης από το τρίτο δάνειο που κατέστη αναγκαίο τον Ιούλιο του 2015, αλλά γιατί η κοινωνία, ακριβέστερα ο Ελληνικός λαός, δεν έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις της εθνικής σοβαρότητας και υπευθυνότητας που θεμελιώνονται στην κατανόηση και την παραδοχή της αλήθειας. Ας ελπίσουμε ότι τώρα κάποιοι θα αρχίσουν να σκέφτονται διαφορετικά.

* O Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εχει υπηρετήσει από το 1993 και μετά σε διάφορες υπουργικές θέσεις.