Επιστροφή στα πατρικά χώματα της Μαρώνειας. Οπου απογυμνώνεται η μοναξιά και οι λίγοι φίλοι ψάχνουν τα ορφανά ποιήματα του καιρού μας. Παράδειγμα με τίτλο «Τα επαρχιακά»:
«Υπάρχει πάντα μια ομορφιά / που δεν αναπαλαιώνεται. / Ενα λειβάδι μαργαρίτες στα υψίπεδα / και στο κέντρο ένας γάιδαρος, / να τρώει ανέμελος. // Υπάρχει αυτό που λέμε εκλεκτικός / μηχανισμός. Και μια πόλη επαρχιακή, / να μπαίνεις απόγευμα / με τα φώτα ξεχασμένα στη μεγάλη / σκάλα. // Ενα αίσθημα μισό. Ενα παράθυρο / κόντρα στον βορεινό άνεμο. // Υπάρχει αυτή η μέρα / που κάποτε θα ξεχαστεί / και μια άλλη / που θα καίγεται αδιάκοπα / στο μακρινό μέλλον. // Και πίσω από αυτά / οι μυστικές συνάξεις των φυλακισμένων».
Το ποίημα υπογράφεται από τον Δημήτρη Πέτρου, τον τρίτο φίλο της Δράμας και της Καβάλας. Οι άλλοι δύο είναι η Γεωργία Τριανταφυλλίδου και ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, που μοιράζονται στις δύο γειτονικές πόλεις. Δραμινός και ο Δημήτρης Πέτρου, έφτασε πρόσφατα με τα «Χωματουργικά» του, που διαδέχθηκαν την «Α’ Παθολογική» του 2013. Στα «Χωματουργικά» η φωνή του ξεχώρισε με τριάντα επτά ποιήματα, αλλού μακραίνοντας, αλλού μικραίνοντας.
Εξωτικό δείγμα της μακρινής φωνής το ποίημα «Ο Φραντς Κάφκα στη Δράμα», με δηλωμένες κάποιες περικοπές, εξοικονομώντας τον διαθέσιμο χώρο: «Κανείς δεν ξέρει πώς έφτασε ως εδώ. Μέσα / από τα σκοτεινά ποτάμια της Ευρώπης. // Σ’ ένα δυάρι στο κέντρο, πίσω από την πλατεία. / Η άφιξή του μια φυσική νομοτέλεια. // Εβγαινε μονάχα απογεύματα. Του άρεσαν οι / ισχνές φλέβες της πόλης με τα κλειστά παράθυρα / και τα πρόσωπα πίσω από την κουρτίνα. […] Φορούσε μαύρα. Τα παπούτσια του μαύρα κι αυτά, / μόνο που του έλειπαν τα κορδόνια. […] Εκτοτε έχασα τα ίχνη του. Εμαθα τον / βρήκαν Πρωταπριλιά σε στάση προσευχής, με το ψυγείο / γεμάτο μπαστούνια και τον νιπτήρα βουλωμένο / από καμένες σελίδες».
Το επόμενο ποίημα είναι μεσαίας έκτασης και δημοσιεύεται εδώ ακέραιο: «Ταξίδεψα νοερώς πολύ μακριά, / τον μισό δρόμο για Μοντάνα / μέχρι τα περίχωρα της Βοιωτίας / τη στάνη της Αλαμάνας / μ’ ένα μπλουζάκι και φύλλα παραπλανητικά / για το κρύο και τις ατυχείς στιγμές της Ιστορίας / κι όπου έφτασα, με πήραν με το καλό, / με σήκωσαν στον αέρα, / μαύρο φεγγάρι στον λαιμό. // Τόσα χρόνια γυρολόγος / τέτοιο πάτο δεν ξανάπιασα».
Το τρίγωνο γίνεται τετράγωνο με το ποίημα: «Πάλι ο ψηλός»: «Εβγαινε τις προάλλες πάλι ο ψηλός. / –Θα πάψεις επιτέλους; / Εχεις εκνευρίσει όλα τα φωνήεντα. / Ντάλα μεσημέρι δεν αντέδρασα. / Ξέπλυνα μόνο την ντροπή / με μια γουλιά νερό. / Την άλλη μέρα / τα ψαροκάικα βούλιαζαν σερί. // Αυτά παθαίνει όποιος θάβει / βαθιά τα ζωντανά του. / Εγώ κρύφτηκα σε κάβους / μαζί με τους καθηγητές και τους αεροπόρους. // Τι να μου κάνει ο ψηλός; / Τι να μου κάνει ο μπελάς του».
Κάθομαι μόνος και σκέφτομαι: τέσσερα αυτάξια ποιήματα, καθένα με το δικό του επινόημα, παραμερίζοντας τα εύκολα. Αφήνοντας το καθένα μόνο του, γίνεται τελικώς αυτόνομο. Υστερα ψάχνει για γειτονική παρέα στον τόπο του πάλι, τη Δράμα. Που τη βρίσκει στα «Εδώδιμα και αποικιακά» του Κυριάκου Συφιλτζόγλου. Με ξέρει και τον ξέρω από το 2007, χρονιά που κυκλοφόρησε την πρώτη του συλλογή με τον τίτλο «Εκαστος εφ’ ω ετάφη». Μεσολάβησαν το 2012 οι «Μισές αλήθειες». Αυτή είναι η τρίτη συλλογή του 2014 με τον εξωτικό τιτλο «Με ύφος Ινδιάνου». Σ’ αυτήν ανήκουν τα «Εδώδιμα και αποικιακά» που εδώ αντιγράφονται:
«Συντελεσμένος μέλλων / η κάθε σκέψη, / η κάθε αναπνοή, / η κάθε χειραψία. // Ωσπου να πας και να ‘ρθεις θα σε προσπεράσουν. // Βέβαια / όλοι θέλουν τον χρόνο τους / ακόμη κι όταν είναι «απόντες», / ακόμη κι όταν μια ζωή / ράβε ξήλωνε η γλώσσα. // Ισως στα επιγράμματα να ξεκουράζεται λιγάκι. // Συντελεσμένος μέλλων / λοιπόν / καθώς πράσινοι σταυροί / αναβοσβήνουν στα νεκροταφεία. / Εδώδιμα τα πένθη μας / εδώδιμα μα κ’ αποικιακά».
Επιστρέφω στα «Χωματουργικά» του Πέτρου, από όπου το επόμενο ανθολόγιο, με δηλωμένες παραλείψεις. Προηγείται το «Τριετές»: «Από τότε / ήσυχη βροχή ποτίζει τα περιστέρια / στην πλατεία. / Η πόλη αναπαύεται σε φιλμ / μακαριότητας / κι εγώ αποφεύγω πια / να επισκέπτομαι τα τρένα. […] Κατά τα άλλα όλα καλώς. / Υπογράψαμε και μια διαμαρτυρία». Μεσολαβεί «Η έκθεση ιδεών», με το δεύτερο μισό της: «Πάνω στο θέμα / οι διάνοιες ψεύδονται ασύστολα, / δείχνουν τα δόντια τους / στη νυχτερινή βάρδια / όμως τα επιγράμματα / στο τέλος λένε την αλήθεια. / Διότι το θέμα μας σήμερα / έχει τίτλο: / Η αυτοκτονία ενός εστιάτορα». Με το δεύτερο μισό του ανθολογείται και το «Λέει ο συνάδελφος»:
«Και τώρα ο Λεό / βοηθός μάγειρα σε φρενοκομείο / κατεβαίνει τις σκάλες / με τα χέρια ανοιχτά, / τυλιγμένος στη γιορταστική αχλύ του, // […] λέει ανέκδοτα και μυστικά / για ζωή χωρίς ανία // ιστορίες για το πουθενά, / κλέβει στυλό / καταπίνει παυσίπονα, // γκρεμίζει με το κεφάλι του / τους τοίχους». Για επισχόλια υπόσχομαι άλλη φορά. Το αξίζουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ