Και εφέτος με άρπαξαν με τη μυρωδιά τους και με ταρακούνησαν. Επρεπε να το περιμένω. Ομως κάθε χρονιά αιφνιδιάζομαι. Παρασυρόμενος από διάφορες έγνοιες, περπατώντας με το κεφάλι κάτω, τις προσπερνώ αγνοώντας τη δύναμη που (μπορούν να) έχουν. Ετσι και τώρα, σε μια φαντασμαγορική επίδειξη της δύναμής τους, οι νεραντζιές της γειτονιάς μου άνθισαν και γέμισαν τον αέρα με το άρωμά τους, αναβαθμίζοντας τον πληκτικό δρόμο. Σκεπάζοντας με το λευκό και μυρωδάτο πέπλο τους την απερίγραπτη αποφορά που αναδίδεται από το παρατημένο άλσος στο Πεδίον του Αρεως, την παρακμιακή πλατεία Πρωτομαγιάς, το σκονισμένο δασάκι των Δικαστηρίων και τον θλιβερό Λόφο Φινοπούλου που στα παιδικά μου χρόνια ήταν τόπος περιπάτου και παιχνιδιού. Ωστόσο, και μέσα σε αυτόν τον Αρμαγεδδώνα, οι νεραντζιές (όσες απέμειναν από τις εκατοντάδες που υπήρχαν) άνθισαν, θυμίζοντάς μου τι σημαίνει ομορφιά. Η επιμονή τους με συγκινεί: απότιστες, κακοπαθημένες, στερούμενες τον ήλιο έτσι όπως τις έχουμε στριμώξει στο μπετόν, πάντα βρίσκουν τη δύναμη να επιβάλουν την παρουσία τους, να αναδείξουν την ομορφιά της ζωής.
Είναι αυτές οι νεραντζιές μία από τις ελάχιστες ευλογίες που έχουν απομείνει στο κέντρο της πόλης, μνημεία του παρελθόντος της από αυτά που θα έπρεπε να δείχνουν οι ξεναγοί στους τουρίστες, εξηγώντας τους πως κάποτε κάποιοι άνθρωποι αγωνίστηκαν για να πρασινίσουν λίγο αυτό το χωμάτινο Λεκανοπέδιο που δεν είχε ούτε πολλές βροχές ούτε πολλά νερά, που δεν είχε βλάστηση. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, κάτι γάλλους τουρίστες που περνώντας τες για πορτοκαλιές είχαν κόψει νεράντζια και είχαν επιχειρήσει να τα φάνε. Ο ενθουσιασμός τους κόπηκε μαχαίρι με το που δοκίμασαν τον πικρό καρπό. Γελούσαμε με το σοκ και με την απορία τους οι περαστικοί. Μια κυρία προσπάθησε να τους εξηγήσει τη διαδικασία για την παρασκευή γλυκού του κουταλιού (είναι, νομίζω, ο μοναδικός τρόπος να τα φας), αυτή τη μαγική τεχνική που μέσα από διαδοχικά ξεπλύματα κάνει το πικρό γλυκό. Δεν είμαι σίγουρος πως πολυκατάλαβαν. Είμαι, όμως, σίγουρος πως ακόμη θα διηγούνται το πάθημά τους, τότε που πεινασμένοι και εκστατικοί μπροστά στο γεμάτο καρπούς δέντρο μπουκώθηκαν με τις φρεσκοκαθαρισμένες φέτες για να δακρύσουν από την πίκρα και να αναζητούν σκουπιδοτενεκέ για να τις φτύσουν.
Ετσι και οι αναμνήσεις που ξυπνάει τώρα το άρωμά τους έχουν κάτι από πίκρα, επικρατεί όμως τελικά το γλυκό. Γιατί οι ανθισμένες νεραντζιές φέρνουν την άνοιξη σε μια πόλη με χειμωνιάτικη διάθεση. Γιατί ξυπνάνε κάτι σαν αισιοδοξία, σαν ελπίδα. Δεν μπορείς να μην αισιοδοξήσεις παρατηρώντας το μικρό θαύμα της άνθισής τους. Διαπιστώνοντας πως ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας, το 2016, γίνονται θαύματα. (Αυτό κι αν είναι θαύμα!) Προχωράς, λοιπόν, και στρέφεις το βλέμμα προς τα δέντρα για να τα θαυμάσεις και να εντοπίσεις από πού έρχεται η άλλη κρυμμένη –από κάποιο μπαλκόνι; Από κάποιον ακάλυπτο; –μυρωδιά: το άρωμα της γαζίας που παρεμβαίνει για να ενισχύσει την «Ιεροτελεστία της άνοιξης».
Κι έτσι, όπως με το κεφάλι ψηλά ακολουθείς σαν υπνωτισμένος τα αρώματα, βλέπεις, εκεί στον δεύτερο όροφο, μέσα από μια σπασμένη και εμφανώς απότιστη, ξεχασμένη γλάστρα να ξεπετάγεται ένας ανθισμένος βολβός, που κάποιο χέρι τον είχε φυτέψει, ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν, και αρνείται με τη σειρά του να το βάλει κάτω. Δεν θέλει τελικά πολύ για να φτιάξει η διάθεση του ανθρώπου. Εν προκειμένω, όλη τη δουλειά την κάνει η άνοιξη. Την κάνουν κυρίως οι επίμονες νεραντζιές στις γειτονιές της πόλης. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς είναι να αφεθούμε στη γοητεία του αρώματός τους. Και να τους ρίχνουμε πότε πότε κανέναν κουβά νερό, γιατί αν περιμένουμε από τον δήμο…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ