Το Βήμα – The Project Syndicate
Οι συνέπειες της ρωσικής επέμβασης στη Συρία εκτείνονται πολύ πιο πέρα από τη Μέση Ανατολή. Η στρατιωτική εκστρατεία του Κρεμλίνου έγειρε τη ζυγαριά προς όφελος της συριακής κυβέρνησης και εκτροχίασε τις προσπάθειες για έναν πολιτικό συμβιβασμό που θα έφερνε το τέλος του πολέμου. Είναι επίσης προάγγελος μίας νέας εποχής στη γεωπολιτική, στην οποία μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επεμβάσεις δεν διεξάγονται από δυτικές συμμαχίες αλλά από χώρες που ενεργούν βάσει του δικού τους στενού συμφέροντος, ερχόμενες συχνά σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η συζήτηση για τη διεθνή στρατιωτική δράση αφορούσε στις ισχυρές, επεμβατικές δυνάμεις και στις πιο αδύναμες χώρες, όπως η Ρωσία και η Κίνα, των οποίων οι ηγέτες υποστήριζαν ότι η εθνική κυριαρχία είναι ιερή και απαραβίαστη. Οι εξελίξεις στη Συρία δείχνουν ότι αυτό αλλάζει.
Ενώ η Δύση χάνει τη διάθεση της για επεμβάσεις – ειδικά εκείνες που περιλαμβάνουν χερσαίες δυνάμεις – χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία αναμιγνύονται ολοένα περισσότερο στις υποθέσεις των γειτόνων τους. Τη δεκαετία του 1990, μετά τις γενοκτονίες στη Ρουάντα και στα Βαλκάνια, οι δυτικές χώρες ανέπτυξαν το δόγμα της αποκαλούμενης ανθρωπιστικής επέμβασης. Το δόγμα ανέτρεπε την παραδοσιακή έννοια της εθνικής κυριαρχίας και χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, το αντιμετώπιζαν απλά ως τη βιτρίνα για αλλαγή καθεστώτων με τις ευλογίες της Δύσης. Επομένως είναι ειρωνεία το πως η Ρωσία χρησιμοποιεί το ίδιο δόγμα για να δικαιολογήσει την επέμβασή της στη Συρία, μόνο που σε αυτή την περίπτωση προστατεύει την κυβέρνηση από τους πολίτες και όχι τους πολίτες από την κυβέρνηση.
Οι προσπάθειες της Ρωσίας είναι, στην πραγματικότητα, ένα επιχείρημα υπέρ της επιστροφής στην απόλυτη εθνική κυριαρχία, στην οποία οι κυβερνήσεις είναι οι μόνες υπεύθυνες για το τι συμβαίνει εντός των συνόρων τους. Η στάση της Ρωσίας επίσης αντανακλά την προτίμησή της προς την σταθερότητα αντί της δικαιοσύνης και την αποδοχή της νομιμότητας της αυταρχικής διακυβέρνησης. Με την εξάπλωση των «έγχρωμων επαναστάσεων» σε χώρες όπως η Γεωργία, η Ουκρανία και το Κιργιστάν, η Ρωσία και η Κίνα ανησυχούν ιδιαίτερα για τις λαϊκές εξεγέρσεις. Η απειλή των δυτικών επεμβάσεων, μόνο επιδεινώνει την πιθανότητα επίτευξης της σταθερότητας. Αλλά ο σεβασμός προς την εθνική κυριαρχία από τη Ρωσία έχει όρια.
Στην Κριμαία το 2014, το Κρεμλίνο υιοθέτησε ένα εντελώς διαφορετικό επεμβατικό δόγμα, δικαιολογώντας τις ενέργειές της στην Ουκρανία στη βάση της προστασίας των δικαιωμάτων των ρωσόφωνων. Αυτό συνιστά μία επιστροφή στο προ – βεστφαλιανό κόσμο της γλωσσικής, θρησκευτικής και σεκταριστικής αλληλεγγύης, παρόμοιας με εκείνης της τσαρικής Ρωσίας που θεωρούσε τον εαυτό της προστάτιδα όλων των Σλάβων. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Δύση επέβαλε μία διεθνή τάξη που καθόριζε τη γεωπολιτική παγκοσμίως. Όταν αυτή η τάξη πραγμάτων απειλήθηκε , οι δυτικοί ηγέτες αισθάνθηκαν «υποχρεωμένοι» να επεμβαίνουν σε οποιοδήποτε «κράτος-παρία» δημιουργούσε πρόβλημα. Αλλά τώρα αυτή η τάξη δέχεται πολλαπλές και ταυτόχρονες προκλήσεις – παγκοσμίως από τη Ρωσία και την Κίνα και σε περιφερειακό επίπεδο από παίκτες στη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική, ακόμη και την Ευρώπη. Καθώς παίρνει μορφή η νέα τάξη πραγμάτων, οι ρόλοι που έχουν αναλάβει διάφορα κράτη τα τελευταία 25 χρόνια, ανατρέπονται. Στη Δύση, η έννοια της εθνικής κυριαρχία και η περιορισμένη χρήση ισχύος επιστρέφουν, ενώ εθνικοί ηγέτες που καλούσαν σε αυτοσυγκράτηση, γίνονται ολοένα πιο επεμβατικοί.
Ο κ.Mark Leonard είναι διευθυντής του European Council on Foreign Relations.