Η αχίλλειος πτέρνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η ανεργία, με το πρόβλημα να εντείνεται ραγδαία σήμερα. Γιατί με την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης οικονομίας παρατηρούμε έναν τύπο ανάπτυξης που δεν δημιουργεί σε σημαντικό βαθμό νέες θέσεις εργασίας. Με την άνοδο του θατσερισμού και το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών τη δεκαετία του ’70 η ισορροπία κεφαλαίου και εργασίας εξαφανίζεται αφού το κεφάλαιο αποκτά μια κινητικότητα που το κράτος-έθνος δεν μπορεί πια να ελέγξει. Κάθε φορά που προσπαθεί να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους εντός των εθνικών συνόρων, οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα φυγής σε χώρες όπου η εργασία είναι φτηνή και η εργατική νομοθεσία καχεκτική ή ανύπαρκτη.
Στην ευρωπαϊκή κοινότητα βέβαια οι περισσότερες κυβερνήσεις εξακολουθούν να πιστεύουν πως η σημερινή ζοφερή κατάσταση της υψηλής ανεργίας γρήγορα θα βελτιωθεί αφού το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, η επιτάχυνση της ανάπτυξης, η πιο εντατική κατάρτιση και οι νέες τεχνολογίες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Αυτό όμως που παρατηρούμε όλο και περισσότερο είναι το φαινόμενο της jobless growth, δηλαδή μιας ανάπτυξης που δεν μειώνει σημαντικά την ανεργία. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου (και κυρίως της Ελλάδας) δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η ανάπτυξη θα μειώσει σημαντικά τον αριθμό των ανέργων –κυρίως των νέων.
Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική: Ευελιξία χωρίς ασφάλεια


Με βάση τη νεοφιλελεύθερη λογική υποστηρίζεται ότι το αδιέξοδο της ανάπτυξης που δεν μειώνει σημαντικά την ανεργία μπορεί να ξεπεραστεί με τη θεσμοποίηση της «ευέλικτης εργασίας». Δηλαδή, με την κατάργηση των διαφόρων νομοθετικών ρυθμίσεων που δυσχεραίνουν την απόλυση των εργαζομένων. Κατά τη νεοφιλελεύθερη άποψη, η ευελιξία όχι μόνο αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων αλλά και κάνει δυνατή την πρόσληψη μερικών από αυτούς που είναι άνεργοι και είναι διατεθειμένοι να εργαστούν με χαμηλότερους μισθούς, με συμβάσεις μερικής απασχόλησης κ.τ.λ. Ετσι, με τη στρατηγική της ευελιξίας, στην ακραία μορφή της, οδηγούμαστε σε μια κατάσταση που θυμίζει τον άγριο καπιταλισμό της πρώιμης εκβιομηχάνισης, όταν η απουσία ισχυρών συνδικάτων και ο μη παρεμβατικός χαρακτήρας του «κράτους νυχτοφύλακα» οδήγησαν στην εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας της εργατικής τάξης.
Η σκανδιναβική στρατηγική: Ευελιξία με ασφάλεια (flexicurity)


Μια άλλη στρατηγική για τη μείωση της ανεργίας, η οποία εφαρμόζεται σε διάφορες παραλλαγές στον σκανδιναβικό χώρο, προτείνει «ευελιξία με ασφάλεια». Αυτό οδηγεί στη συναίνεση εργαζομένων και εργοδοτών σε ένα κοινό πρόγραμμα που βασίζεται στην αποδοχή της ευελιξίας σε ό,τι αφορά τις απολύσεις των πρώτων, με αντάλλαγμα την κοινωνική προστασία όσων χάνουν τη δουλειά τους. Ετσι οι απολυόμενοι λαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του μισθού τους, καθώς και όλα τα ασφαλιστικά δικαιώματα που είχαν προτού απολυθούν. Οι τελευταίοι, αντί της παθητικής παροχής επιδομάτων ανεργίας, είναι υποχρεωμένοι να ενταχθούν σε εντατικά προγράμματα κατάρτισης που οδηγούν, με τη βοήθεια ειδικών κρατικών οργανισμών, στην επανένταξη στην αγορά εργασίας. Η στρατηγική της «ευελιξίας με ασφάλεια» συνήθως συνδέεται με μια πιο συνολική κρατική πολιτική που αφορά δημιουργία νέων υποδομών, στοχευμένες επενδύσεις, κίνητρα προσέγγισης ιδιωτικών κεφαλαίων σε κλάδους ή σε περιοχές με υψηλή ανεργία κ.τ.λ.
Ολα τα παραπάνω βοηθούν. Αλλά πολύ γρήγορα οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες, αντίθετα με αυτό που συνέβη στην πρώιμη εκβιομηχάνιση, καταργούν περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που δημιουργούν (βλ. «Economist», 18.1.2014). Αυτή η ανισορροπία θα ενταθεί θεαματικά στα χρόνια που έρχονται. Αυτό σημαίνει πως ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού θα είναι «άχρηστο» αφού ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς τους αποκλεισμένους από την αγορά εργασίας.
Από τη λογική της flexicurity στο workfare


Ενας διαφορετικός τρόπος ενεργοποίησης των ανέργων είναι το λεγόμενο workfare. Σε αυτή την περίπτωση οι άνεργοι είναι υποχρεωμένοι, αν θέλουν να διατηρήσουν το επίδομα ανεργίας, να εργαστούν αμισθί σε επιχειρήσεις που είναι διατεθειμένες να τους δεχθούν. Στη Μεγάλη Βρετανία τα συνδικάτα και άλλες οργανώσεις αντιμετωπίζουν αρνητικά αυτό το σύστημα. Πολλοί το θεωρούν «εργατική σκλαβιά» (slave labour) αφού οι επιχειρήσεις βρίσκουν εργαζομένους που είναι υποχρεωμένοι να προσφέρουν εργασία χωρίς αμοιβή. Επιπλέον, με αυτό το σύστημα οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας που συχνά είναι αναγκαίες.
Η κινητοποίηση των ανέργων στην κοινότητα


Το workfare θα ήταν πιο αποδεκτό αν:
  • Οι υπηρεσίες των ανέργων προσφέρονταν όχι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά στην κοινότητα –κοινότητα που σήμερα έχει γεωμετρικά αυξανόμενες ανάγκες στον χώρο της μέριμνας ηλικιωμένων, της οικολογίας, της υγείας κ.τ.λ. Ανάγκες που το κράτος πρόνοιας δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
  • Οι εργαζόμενοι στην κοινότητα αμείβονταν με ένα ποσό που θα αντιστοιχούσε στο επίδομα ανεργίας συν ένα μικρό ποσοστό του επιδόματος. Το τελευταίο θα λειτουργούσε ως κίνητρο για να ενταχθεί ο άνεργος σε κοινοτικά προγράμματα.
  • Οπως στο σύστημα της flexicurity, ο εργαζόμενος στην κοινότητα θα έχει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απολάμβανε προτού απολυθεί.
Επειδή τα συμφέροντα των εργαζομένων στην κοινότητα είναι διαφορετικά ή και συχνά αντικρουόμενα με τα συμφέροντα αυτών που βρίσκονται εντός της αγοράς εργασίας, οι προσφέροντες υπηρεσίες στην κοινότητα πρέπει να αντιπροσωπεύονται από οργανώσεις διαφορετικές από τις συμβατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αρα, αν στην περίπτωση του μοντέλου της flexicurity οι συμφωνίες παίρνονται στη βάση μιας διαβούλευσης μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων και συνδικάτων, στην περίπτωση του μοντέλου που προτείνεται εδώ η διαβούλευση δεν θα είναι τριμερής αλλά τετραμερής: μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων, συνδικάτων και οργανώσεων που αντιπροσωπεύουν αυτούς που προσφέρουν αμειβόμενη εργασία στην κοινότητα. Είναι στο πλαίσιο των παραπάνω διαβουλεύσεων που η «ευελιξία», δηλαδή ο βαθμός ευκολίας που ένας επιχειρηματίας θα έχει σε ό,τι αφορά τις απολύσεις, θα εξαρτάται όχι μόνο από το κράτος, τις επιχειρήσεις και τα συνδικάτα αλλά και από τις οργανώσεις των πρώην ανέργων που εργάζονται στον κοινοτικό χώρο. Με αυτόν τον τρόπο οδηγούμαστε σε ένα σύστημα όπου, εκτός από τη λεγόμενη δομική ανεργία που συνδέεται με τις μετακινήσεις εργατών μεταξύ των διαφόρων κλάδων, όλοι και όλες που είναι ικανοί/ικανές να εργαστούν κινούνται μεταξύ τριών πόλων: αυτό της αγοράς εργασίας, της μετεκπαίδευσης/κατάρτισης και της εργασίας αυτών που προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες στην κοινότητα.
Οσο για την οργάνωση των εργατών στην κοινότητα, αυτή δεν πρέπει να γίνει με την επέκταση της δημόσιας διοίκησης –ιδίως σε χώρες με πελατειακούς και αντιαναπτυξιακούς προσανατολισμούς όπως η χώρα μας. Πρέπει να αυτοοργανώνεται και να ελέγχεται από μια πραγματικά ανεξάρτητη από το κομματικοκρατικό σύστημα αρχή. Μια τέτοια κατάσταση όχι μόνο θα μπορούσε να βρει πόρους από το ΕΣΠΑ αλλά και θα βοηθούσε τα ασφαλιστικά ταμεία, θα μείωνε τη μαύρη εργασία και θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα.
Βέβαια το παραπάνω σχέδιο δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί –κυρίως σε περίοδο ύφεσης ή στις λιγότερο πλούσιες χώρες της ευρωζωνικής περιφέρειας όπως η Ελλάδα. Αλλά για τις τελευταίες είναι ένας στόχος που μπορεί να πλησιαστεί σταδιακά στο πλαίσιο ενός σοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού. Αυτού του είδους οι στόχοι πρέπει να απασχολούν μια αναζωογονημένη σοσιαλδημοκρατία που έχει τη βούληση να διαφοροποιηθεί και από τον μπλερισμό ή τον τρίτο δρόμο του Giddens και από τις μετακαπιταλιστικές φαντασιώσεις των ακροαριστερών πολιτικών και διανοουμένων. Με άλλα λόγια, ως στόχος που μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά, η κατάργηση της ανεργίας δεν είναι αδύνατη μέσα στο πλαίσιο ενός νεοσοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ