H έκκληση του Αλέξη Τσίπρα κατά τη σύντομη προεκλογική περίοδο εισακούστηκε: ένα πολύ συρρικνωμένο εκλογικό σώμα έδωσε εν τέλει τη δεύτερη ευκαιρία για μια κυβέρνηση με τη σφραγίδα του αρχηγού του «μετά τη διάσπαση» ΣΥΡΙΖΑ.

Κάθε πρωθυπουργός, ωστόσο, στο δικό μας πολιτικό σύστημα τουλάχιστον, είναι φορέας πολιτικών πρωτοβουλιών. Μετά την επιβεβαίωση της νίκης την περασμένη Κυριακή είχε έτσι τη δυνατότητα για κάποιες δημιουργικές τομές σε σχέση με τις αποτυχίες και τα απαράδεκτα λάθη του επταμήνου. Η εντολή που πήρε δεν ήταν εντολή ακινησίας και στασιμότητας. Στο μέτρο μάλιστα που οι κήρυκες του αντιευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού αποχώρησαν – στην πλειονότητά τους –, η καινούργια περίοδος θα μπορούσε να δώσει ένα δείγμα χειραφέτησης από τις «ατμόσφαιρες» του παρελθόντος.

Το στίγμα ωστόσο της νέας κυβέρνησης, με κάποιες θετικές εξαιρέσεις, βρίσκεται στους αντίποδες της αληθινής ευρυχωρίας. Δεν είναι μόνο η ακραία και εξοργιστική περίπτωση του Δημήτρη Καμμένου, για τον οποίον γράφτηκαν πολλά και δικαίως, μέχρι να αποπεμφθεί. Είναι πολλά τα πρόσωπα που ενσαρκώνουν ένα μείγμα αδράνειας και συντηρητισμού ακατάλληλο για την περίσταση και τις ανάγκες της. Με μια έννοια, το αντιμνημόνιο ως πολιτικοψυχολογική κουλτούρα συνεχίζει να είναι κυρίαρχο, ενώ από την άποψη των «μέτρων πολιτικής» έχει ξεπεραστεί.

Δεν εννοώ φυσικά ως αντιμνημόνιο τις εύλογες ιδεολογικές ευαισθησίες για το μοντέλο της ανταγωνιστικής λιτότητας ή για τις λογικές ενός ακραίου καπιταλισμού. Αριστερά δίχως τη διάσταση κριτικής προς αυτές τις λογικές και ιδιαίτερη μέριμνα για το κοινωνικό ζήτημα δεν είναι νοητή.

Στην Ελλάδα όμως η εμπειρία της κρίσης χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά και ανερμάτιστα. Βοήθησε να θεμελιωθεί απλώς μια πιο επιθετική εκδοχή της εθνικής ιδεολογίας: η ιδέα για τον σχεδόν ιερό χαρακτήρα της αντίστασης και η βεβαιότητα για το «δίκιο μας» έναντι όλων των άλλων.

Από αυτή τη σαθρή πηγή άντλησε ισχύ και βρήκε νομιμοποίηση η συνάντηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Το αυθόρμητο χειροκρότημα των συγκεντρωμένων στον Πάνο Καμμένο το βράδυ της εκλογικής νίκης ήταν πολύ αληθινό στη θέρμη του. Η συνάντηση αυτή δεν υπήρξε λοιπόν μια απλή συμμαχία ελέω εκλογικής αριθμητικής αλλά μια βαθύτερη επιλογή. Είναι, όπως φαίνεται, επιλογή που ανταποκρίνεται σε μετασχηματισμούς στάσεων και μέσα στον λαό της Αριστεράς αλλά και μέσα σε τμήμα του κόσμου της παραδοσιαρχικής Δεξιάς. Η ρητορική του «προοδευτικού» Διαφωτισμού και η αντιδιαφωτιστική και εθνορομαντική Δεξιά σμίγουν και αλληλοεπηρεάζονται εδώ και πέντε χρόνια τουλάχιστον. Εχει διαμορφωθεί άλλωστε ένας υβριδικός αντιφιλελευθερισμός της συγκινημένης καταγγελίας.
Αυτή η νέα, αντιδραστική κοινωνική – πολιτισμική βάση δεν αλλάζει με μια «εξ ανάγκης» ρεαλιστική στροφή στην οικονομία. Χωρίς πρωτοβουλίες για πολιτική ανασύνθεση και διανοητικές τομές η ρήξη με τον δρόμο της δραχμής δεν κυοφορεί άλλη πολιτική κουλτούρα.
Υπάρχει όμως μια αφελής ιδέα που ταυτίζει την ευρωπαϊκή οπτική με έναν κάπως πιο προσγειωμένο τεχνοκρατισμό. Αρκεί, λένε, ένα οικονομικό επιτελείο δίχως τυχοδιωκτισμούς και με κάποια πρόσωπα εμπιστοσύνης για να ξεφύγουμε από τη λάσπη της προηγούμενης περιόδου. Ολα όμως δείχνουν ότι το πολιτικό πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Δεν είναι ζήτημα μεμονωμένης συνδρομής από «αστούς τεχνοκράτες», πράγμα που το αποδέχεται, υπό όρους, ακόμη και μια λενινιστική ορθοδοξία. Σχετίζεται με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί την αντικειμενική του θέση ως πολιτικής δύναμης στη νέα κατάσταση. Με τα σύνδρομα, για παράδειγμα, ακραίας περιφρόνησης προς τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και το προοδευτικό Κέντρο, παρά την προσέγγιση σε κοινούς τόπους ως προς τα «διαχειριστικά».
Η πολιτική κουλτούρα της Αγανάκτησης είναι πάντα ζωντανή και διαμορφώνει τους στραβισμούς της ελληνικής πολιτικής. Σε κάθε δυσκολία και εμπόδιο ανασύρεται η ιδέα της σκευωρίας ή της περικύκλωσης της αριστερής κυβέρνησης. Οι προνομιακοί συνομιλητές του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ είναι λοιπόν οι ευαισθησίες που στη Γαλλία εντάσσονται στον λεγόμενο souvérainisme (στενή αντίληψη περί εθνικής / κρατικής κυριαρχίας). Ενώ υπάρχει ζωτική ανάγκη για σύνθετες πολιτικές αποκρίσεις σε ένα απαιτητικό πλαίσιο διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, ο έλληνας πρωθυπουργός μοιράζει ρόλους σε έναν τέτοιο θίασο ποικιλιών.
Σε αυτές τις συνθήκες ακόμη και εκείνα τα πρόσωπα που δείχνουν επάρκεια και ετοιμότητα –στο Μεταναστευτικό ή στα οικονομικά –«χάνουν» σε ισχύ και πολιτικό κύρος, αφού η συμμετοχή τους δεν εντάσσεται οργανικά σε μια άλλη αντίληψη για τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με αυτά μένει κανείς με την εντύπωση ότι η πραγματική μετα-μνημονιακή στιγμή θα αργήσει πολύ. Οσο δεν αναδεικνύεται πιο ισχυρή στην κοινωνία μια διαφορετική αντίληψη για τις κοινωνικές αλλαγές και τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις τόσο θα δυσκολεύει και η έξοδος από την κρίση.
Η κληρονομημένη κουλτούρα του αριστερού «δημοκρατικού» εθνικισμού και της δεξιάς συνωμοσιολογίας –που συχνά εναλλάσσουν ρόλους και συνθήματα –δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε κοινωνική συνοχή ούτε την ανάκτηση του νοήματος της κοινωνικής προόδου. Επιμέρους επιτυχίες και μεμονωμένα καλά βήματα στη νομοθεσία ή σε άλλους τομείς είναι πολύ δύσκολο να απελευθερώσουν μια νέα δυναμική αν δεν αποτυπώνουν πειστικά και μια καινούργια πολιτική σύνθεση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε και την άλλη πικρή αλήθεια: η μαζική αποχώρηση χιλιάδων ανθρώπων από τη σκηνή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μαζί με το στέριωμα και την τοπική ενδυνάμωση του νεοναζιστικού μορφώματος, μαρτυρούν τον εύθραυστο χαρακτήρα μιας εκλογικής νίκης σε αυτούς τους καιρούς.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ