Η παρέλαση της 25ης Μαρτίου θα εξελιχθεί σε γλέντι με τσάμικα όπου η μπάντα του στρατού θα παίζει κλέφτικα. Ευκαιρία να χλευάσουμε την Ιστορία της χώρας. Δεν λέμε «την Ιστορία της πατρίδας» επειδή η λέξη «πατρίδα» παραπέμπει από μόνη της σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Ας δούμε όμως τα δεδομένα.
Την ημέρα της εθνικής εορτής θα μοιραστούν σημαιάκια και οι επίσημοι θα αλλάξουν θέση ώστε να βλέπουν το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Η στρατιωτική παρέλαση θα γίνει κανονικά αλλά οι μπάντες του στρατού στο τέλος θα παίξουν δημοτικά τραγούδια για να χορέψει ο κόσμος. Η απόφαση ελήφθη από τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πάνο Καμμένο και την Περιφερειάρχη Αττικής Ρένα Δούρου.
Πρώτη αντίδραση: επιστρέφουμε στη χούντα. Στην αισθητική της χούντας. Υπήρξε μάλιστα ανακοίνωση του ΠαΣοΚ για το θέμα: «Οι ψεκασμένοι, οι συνωμοσιολόγοι, οι ακροδεξιοί εθνικιστές για μία ακόμη φορά μεγαλουργούν σε συνεργασία με την κυρία Δούρου». Για να σταθούμε λίγο σε αυτή την αντίληψη. Με τέτοιες αξιολογήσεις, η σημαία, τα δημοτικά τραγούδια και η Επανάσταση παραδίδονται στην Ακροδεξιά. Δεν πρόκειται για πατριδοκαπηλία από τους χουντικούς, πρόκειται για οικειοθελή αποκοπή από την κλωστή που μας συνδέει όλους με το ιστορικό παρελθόν μας. Για ποιον λόγο;
Ενα βασικό στοιχείο της γιορτής στην παρέλαση είναι η μουσική. Από πού κι ως πού τα κλέφτικα τραγούδια λαμβάνουν μια συγκεκριμένη πολιτική χροιά; Αν το καλοσκεφτούμε, οι κλέφτες της Επανάστασης του 1821 συνδέονται περισσότερο με τους γνωστούς αγνώστους των Εξαρχείων, με τους ταραξίες που αρνούνται να πειθαρχήσουν στο σύστημα. Οι μικροεξεγέρσεις τους, η πείρα τους σε βίαια επεισόδια, η ανυποταξία τους συνέβαλαν στη δυναμική της απελευθέρωσης. Ηταν κακά παιδιά με τοποθέτηση έξω από το σύστημα. Δεν μπορεί αυτό το πνεύμα να συνδέεται με τη Δεξιά και την Ακροδεξιά ούτε η ιδέα της πατρίδας να περιορίζεται στο πλαίσιο ενός πολιτικού χώρου.
Μια άλλη απορία, σχετικά με την αισθητική της γιορτής. Αν το υπουργείο έκανε εκδήλωση με Qhapaq Ch’unchu από το Περού, θα φαινόταν ενδιαφέρον. Αν οργάνωνε προσευχή με θιβετιανό τυμπανάκι, θα ήταν πολύ εναλλακτικό. Το έθνικ είναι αποδεκτό και θαυμαστό αρκεί να μην είναι ντόπιο. Πριν αρθρωθούν οι χαρακτηρισμοί περί Ακροδεξιάς, θα μπορούσαν οι πολέμιοι του πανηγυριού να ασχοληθούν με το περιεχόμενο. Είναι όμορφα τα δημοτικά τραγούδια. Κάποιοι τα χορεύουν σαν να πατούν σταφύλια. Κάποιοι άλλοι όμως τα χορεύουν σωστά, με νόημα –και δεν εννοούμε μετρώντας σωστά τα βήματα αλλά κρατώντας περήφανο παράστημα.
Ενας καλλιεργημένος, ευρυμαθής άνθρωπος δεν μπορεί να κοροϊδεύει την παράδοση και να τη συνδέει με «ψεκασμένους, συνωμοσιολόγους, ακροδεξιούς εθνικιστές». Την όποια παράδοση. Μια τέτοια τοποθέτηση δείχνει αμετροέπεια αλλά και κάτι χειρότερο, την απροθυμία στη διεύρυνση των οριζόντων. Δεν χρειάζεται να κάνουμε συσχετισμούς με τα μπλουζ ή άλλα μουσικά είδη. Τα κλέφτικα έχουν περιεχόμενο από μόνα τους: «Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε / Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς / οι μαύροι κλέφτες / Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε / και δεν ασπροφορούμε». Μια χαρά τραγουδάρα.
Αν προκύπτει προβληματισμός είναι επειδή μια τέτοια γιορτή, στημένη στα βιαστικά, εύκολα θα μετατραπεί σε φιέστα τύπου Γιουροβίζιον με κλαρίνα. Επί της ουσίας, όμως, ο Πάνος Καμμένος κα η Ρένα Δούρου έχουν δίκιο. Η παράδοση, η Ιστορία της πατρίδας, η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης δεν κληροδοτούνται σε κανένα φασισταριό. Ο Καποδίστριας, ο Υψηλάντης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυρομιχάλης δεν οραματίστηκαν ένα στρατοκρατούμενο κράτος. Και η παρέλαση, μια φορά τον χρόνο στην πρωτεύουσα, δεν είναι τεκμήριο στρατιωτικής επιβολής. Ακόμη κι αν είναι παρέλαση με τσάμικο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ