Δεν άντεξε και τους εγκατέλειψε: «Τρία ολόκληρα χρόνια χωρίς δουλειά, να σου ζητάω λεφτά για τσιγάρα, όλη αυτή η μιζέρια και μέσα μου και γύρω μου και παντού» δικαιολογείται στη σύζυγό του. Αυτή αδυνατεί να τον συγχωρήσει: «Αν αγαπάς, δεν φεύγεις» επιμένει. Ούτε η επιπολαιότητα, ούτε η τεμπελιά, ούτε οι γκόμενες θα είχαν σημασία, αν είχε βρει το θάρρος να μείνει στο πλευρό της οικογένειάς του και να αγωνιστεί μαζί τους στα δύσκολα. Εκείνος όμως προτίμησε τη φυγή –να πάει εκεί όπου αισθάνεται, λέει, ελεύθερος. Να αυτοκτονήσει και να τις αφήσει. Τη γυναίκα και την κόρη του, μόνες, φορτωμένες όχι μόνο με τα οικονομικά βάρη αλλά και με τις ζοφερές σκέψεις της δειλίας του.
Α μπε μπα μπλομ: ποιος θα θυσιαστεί για να σώσει τον καρκινοπαθή πατέρα; Ο μεγάλος αδελφός έκλεισε το μαγαζί, είναι άνεργος, ζει από τη σύνταξη της μάνας. Το σπίτι, που του έγραψε ο πατέρας πριν από χρόνια, ούτε κατά διάνοια δεν το πουλάει: θα μείνει η οικογένειά του στον δρόμο. Ο μικρός αδελφός έχει κάτι λίγα χρήματα στην άκρη, τα χρειάζεται όμως για τη μετανάστευσή του –άνεργος κι αυτός, είδε κι απόειδε, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Αν μείνει εδώ, είναι χαμένος από χέρι. Ενώ ο μπαμπάς… «όπως και να το κάνεις, την έζησε τη ζωή του». Και το πιο σημαντικό; «Δεν θα ταλαιπωρηθεί με νοσοκομεία, φάρμακα και τέτοια». Ο κύβος ερρίφθη. Ο μπαμπάς δεν θα πάει στο ιδιωτικό νοσοκομείο. Θα πεθάνει σπίτι.
Στο μέλλον η κατάσταση διαγράφεται ακόμη χειρότερη. Ο δύσμοιρος καταναλωτής, που παρακαλάει την υπάλληλο της Εταιρείας Υδρευσης να αποκαταστήσει την παροχή νερού στο διαμέρισμά του, δεν έχει καμία ελπίδα. Η εταιρεία είναι τώρα ιδιωτική και το νερό πιο ακριβό απ’ τον χρυσό. «Θα πεθάνουμε από δίψα» εκλιπαρεί ο άνεργος οικογενειάρχης που βλέπει τα λαρύγγια των παιδιών του να ξεραίνονται μέρα με τη μέρα. Η άτεγκτη υπάλληλος ζητάει εγγυήσεις προτού εξουσιοδοτήσει την αποκατάσταση. Κι αν ο οικογενειάρχης στερείται περιουσιακών στοιχείων, υπάρχει άλλος τρόπος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του: «Η εταιρεία σας δίνει τη δυνατότητα να υποθηκεύσετε τα παιδιά σας. Η εταιρεία θα έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των παιδιών σας για χρονικό διάστημα ανάλογο του ποσού που χρωστάτε. Για σκεφτείτε το. Οσο κι αν φαίνεται παράξενο, μια τέτοια συμφωνία εξασφαλίζει το μέλλον των παιδιών σας» εξηγεί η υπάλληλος.
Σκηνές από την Ελλάδα της κρίσης. Σχέσεις που υπερθερμαίνονται, που λυγίζουν, που σπάνε. Ζευγάρια που χωρίζουν, σύζυγοι που λιποτακτούν, άλλοι που νοσταλγούν τη μαμά τους, παιδιά που αφήνουν τους γονείς τους να πεθάνουν, ένας διανοούμενος που νιώθει την ανάγκη να τοποθετηθεί ποιητικά, ένας παπάς που μας καλεί σε μετάνοια, μια μαγείρισσα που σερβίρει υπερήφανους κεφτέδες, ένας πολιτικός που θέλει να ξεβρωμίσει τη χώρα από τα σκατά, τα πρόσφατα ποσοστά αυτοκτονιών, ο ζωδιακός κύκλος, σημαντικές ή ασήμαντες επέτειοι, πρόσωπα, πράγματα, αριθμοί, το τότε, το τώρα, το μετά. Ενα συμπαθές κολλάζ που επιχειρεί να ανασυνθέσει καθημερινά στιγμιότυπα πόνου και παραλόγου είναι το «Αλμανάκ». Κι αν ορισμένοι διάλογοι ή μονόλογοι μοιάζουν επιφανειακοί, τετριμμένοι ή αναμενόμενοι (π.χ. ο πολιτικός που διακηρύσσει«τάξη, ασφάλεια, εξυγίανση και επιστροφή στις αξίες», ή το κοριτσάκι που μας λέει για τους «ξένους κακούς» που μπορεί να μπουν στο «σπίτι μας»), η προσπάθεια της συγγραφέως να αφουγκραστεί το σήμερα αποδίδει καρπούς: η σκηνή με τα δύο αδέλφια («ή αυτός ή εμείς») ξεχωρίζει για την ανατριχιαστική απλότητά της, τον τρόπο με τον οποίο αναδεικνύει τα ασφυκτικά ανθρώπινα διλήμματα της εποχής. Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε το κείμενο δεν χαίρει κάποιας ιδιαίτερα ευφάνταστης σκηνοθετικής μεταχείρισης. δίνει περισσότερο την εντύπωση ενός «φιλικού» ανεβάσματος, στο πλαίσιο του οποίου και οι έξι ηθοποιοί στέκονται σθεναρά: Σπύρος Γραμμένος, Ανθή Ευστρατιάδου, Αριάδνη Καβαλιέρου, Νέστωρ Κοψιδάς, Κατερίνα Λυπηρίδου, Ορέστης Τζιόβας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ