Παρ’ ότι η κρίση στη χώρα μας όχι μόνο βαθαίνει αλλά γίνεται ολοένα πιο πολύπλοκη, οι περισσότερες αποφάσεις που λαμβάνονται εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από αυτό που στην οικονομική επιστήμη είναι γνωστό ως «οικονομική μυωπία». Αυτό σημαίνει αδυναμία να κατανοήσουμε τις έμμεσες συνέπειες αυτών που κάνουμε ή λέμε ότι θα κάνουμε, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Το πρόβλημα αυτό δεν είναι καινούργιο. Εδώ και δεκαετίες το μέλημα σχεδόν όλων των πολιτικών αλλά και των ομάδων πίεσης έχει υπάρξει πώς θα αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες. Αν μια τέτοια αύξηση πραγματικά τόνωνε την οικονομία ή/και αν ήταν δίκαιη ειδικά για τις επόμενες γενεές ήταν κάτι που δεν απασχολούσε τη δημόσια συζήτηση.
Ας θυμηθούμε ότι μία από τις πιο βασικές κρίσεις που βιώνει σήμερα η Ελλάδα, η κρίση χρέους, είναι συνέπεια αυτής ακριβώς της μορφής μυωπίας. Και, ακόμη χειρότερα, όποιος πολιτικός ή απλός πολίτης τόλμησε να μιλήσει ή να κάνει κάτι για αυτό «καταδικάστηκε» από την πλειονότητα των πολιτικών και κοινωνικών φορέων αλλά και τον Τύπο, συμπεριλαμβανομένων πολλών από αυτούς που σήμερα κατηγορούν «το σύστημα».
Αλλά, ακόμη και σήμερα που η χώρα βρίσκεται σε οδυνηρή κατάσταση, εξακολουθούμε να είμαστε μυωπικοί. Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι, δεν είμαστε οι μόνοι. Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) συμπεριφέρεται το ίδιο μυωπικά. Η ΕΕ δεν θέλει να αντιληφθεί ότι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που επιβάλλει θα έχει τέτοιες αρνητικές συνέπειες στο άμεσο μέλλον που θα ακυρώσουν τα όποια βραχυχρόνια δημοσιονομικά οφέλη. Δεν θέλει να αντιληφθεί ότι οι χώρες του Βορρά ωφελούνται όταν οι χώρες του Νότου ευημερούν (και το ανάποδο). Δεν θέλει να θυμηθεί ότι η ίδια η ΕΕ αποτέλεσε ουσιαστικά προϊόν της ανάγκης για διεθνή συνεργασία, προκειμένου να μην επαναληφθούν οι ολέθριες συγκρούσεις και συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εμείς, από τη δική μας πλευρά, αρνούμαστε πεισματικά να αντιληφθούμε ότι στα οικονομικά δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Οι άνθρωποι, και οι κυβερνήσεις, ευημερούν όταν εργάζονται και όταν επενδύουν σε κεφάλαιο και γνώση. Δεν ευημερούν επειδή «το κράτος» αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες γενικά (μακάρι να ήταν έτσι). Δεν θέλουμε να αντιληφθούμε ότι οι δημόσιες δαπάνες χρειάζονται φορολογικά έσοδα. Δεν θέλουμε να αντιληφθούμε ότι αν δεν μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές τώρα, και αν δεν συνεισφέρουμε ώστε να δημιουργηθεί ένα σχετικά ασφαλές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον τώρα, δεν θα γίνει καμιά επένδυση και έτσι δεν θα υπάρξει ανάπτυξη, δεν θα υπάρξει αύξηση της φορολογικής βάσης και άρα θα χρειασθούν ακόμη υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές πολύ σύντομα. Δεν θέλουμε να θυμηθούμε τα προβλήματα του στασιμοπληθωρισμού στη χώρα μας πριν από την υιοθέτηση του ευρώ. Δεν θέλουμε να αντιληφθούμε τι συνεπάγεται μια κερδοσκοπική επίθεση και άτακτη υποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση. Δεν θέλουμε να αντιληφθούμε ότι, τα τελευταία 3-4 χρόνια, οι εισαγωγές βασικών προϊόντων χρηματοδοτούνται από την ΕΕ και το ΔΝΤ μέσω των προγραμμάτων στήριξης γιατί οι ξένες ιδιωτικές τράπεζες δεν μας εμπιστεύονται να μας δανείσουν. Δεν θέλουμε να θυμηθούμε τις τεράστιες μεταβιβαστικές πληρωμές από την ΕΕ στις προηγούμενες δεκαετίες που δεν αξιοποιήθηκαν από εμάς. Δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι ο δημόσιος τομέας, όπως είναι σήμερα, δεν είναι ούτε βιώσιμος οικονομικά ούτε χρήσιμος στον πολίτη και στην επιχείρηση, και άρα πρέπει να αλλάξει.
Και όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με το Μνημόνιο. Είναι προβλήματα που τα έχουμε και θα τα έχουμε, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι κάποιο μνημόνιο και ανεξάρτητα από το αν θα είμαστε ή όχι στο ευρώ. Υπάρχει (σχεδόν) πάντα μια ακόμη ευκαιρία. Εμείς, αλλά και η ΕΕ, ευτυχώς την έχουμε ακόμη. Ας την αξιοποιήσουμε μαθαίνοντας από τα λάθη μας και παύοντας να συμπεριφερόμαστε μυωπικά.
Ο κ. Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ