Το υπουργείο Παιδείας στο νομοσχέδιο που ετοιμάζει για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση των Ελλήνων του εξωτερικού σχεδιάζει να αναθέσει στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, την αξιολόγηση και την επιχορήγηση των ελληνικών σπουδών του εξωτερικού. Δεν γνωρίζω με ποιες προϋποθέσεις ή με ποια πείρα το εν λόγω Πανεπιστήμιο θα αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο, δεδομένου ότι δεν διαθέτει ειδικούς στις Νεοελληνικές Σπουδές και οι περισσότεροι διδάσκοντές του προέρχονται από άλλα ιδρύματα. Το παράδοξο είναι ότι ενώ το υπουργείο θέλει να στηρίξει τις ελληνικές σπουδές σε ξένα πανεπιστήμια δεν συμβουλεύτηκε ποτέ τις αρμόδιες Εταιρείες Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας, ώστε να έχει μια έγκυρη πληροφόρηση για τις ιδιαιτερότητες των ελληνικών σπουδών στις τρεις ηπείρους. Ετσι ούτε ουσιαστική στήριξη υπάρχει, ενώ επαναλαμβάνονται λάθη του παρελθόντος, καθώς πολλοί στην Ελλάδα συγχέουν τη μελέτη της αρχαιότητας με την προώθηση των Νεοελληνικών Σπουδών.
Αν και θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε αν υπήρξαν στο παρελθόν κάποια πανεπιστήμια του εξωτερικού που προικοδοτήθηκαν πλουσιοπάροχα από το ελληνικό κράτος, και για ποιους λόγους ή με τι αποτελέσματα, οι εκάστοτε επιχορηγήσεις που προσέφερε το υπουργείο ήταν γενικώς πενιχρές για να στηρίξουν αποτελεσματικά τις Νεοελληνικές Σπουδές. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το υπουργείο φαίνεται να υιοθετεί για τις Νεοελληνικές Σπουδές του εξωτερικού κριτήρια (ετήσια διεθνής κατάταξη του πανεπιστημίου) που δεν εφαρμόζει για τη χρηματοδότηση των ημεδαπών ανώτατων ιδρυμάτων.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει αυτή τη στιγμή τις οικονομικές δυνατότητες για γενναίες χορηγίες εδρών, όπως κάνουν οι Ελληνοαμερικανοί, οι επιχορηγήσεις δεν θα σώσουν τις Νεοελληνικές Σπουδές, καθώς στην Ευρώπη συρρικνώνονται ραγδαία και όσοι συνάδελφοι συνταξιοδοτούνται δεν αντικαθίστανται. Κάτι που θα μπορούσε να επιδιωχθεί είναι η στήριξη με καλές (μετα)διδακτορικές υποτροφίες ξένων επιστημόνων που θέλουν να επενδύσουν επιστημονικά στη μελέτη της νεότερης Ελλάδας μήπως στο μέλλον βρουν κάποια ακαδημαϊκή θέση από την οποία θα μπορούσαν να προωθήσουν και τη γνωριμία με την Ελλάδα. Τέτοιες υποτροφίες ή καλά summer schools μπορεί να ενθαρρύνουν κάποιους ξένους να στραφούν στη μελέτη της Ελλάδας, αν λάβουμε υπόψη ότι οι συνθήκες έρευνας (βιβλιοθήκες, αρχεία, ερευνητικά κέντρα και άλλες υποδομές) στη χώρα είναι αποθαρρυντικές. Διαφορετικά οι Νεοελληνικές Σπουδές θα γίνουν αποκλειστική υπόθεση των Ελλήνων και θα πάψουν να ενδιαφέρουν αλλοδαπούς, υποκύπτοντας έτσι ακόμη περισσότερο στην κρίση που έπληξε βάναυσα την εικόνα και το γόητρο της χώρας.
Ενώ παλαιότερα είχαμε σημαντικούς ξένους νεοελληνιστές που καθόρισαν τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, σήμερα αυτοί έχουν μειωθεί δραματικά ή βρίσκονται στη δύση της καριέρας τους. Σε αυτό συνέβαλε και η ελλαδοκεντρική πολιτική που προσπάθησε να εξαγάγει νεοελληνική παιδεία μέσω αποσπασμένων εκπαιδευτικών αντί να εμπιστευθεί και να στηρίξει όσους ξένους επέλεγαν να αφοσιωθούν στα ελληνικά γράμματα. Για τούτο η στήριξη των Νεοελληνικών (και όχι γενικώς των ελληνικών) Σπουδών απαιτεί γνώση, στρατηγική και προπαντός εξωστρέφεια. Αλλωστε, οι νεοελληνιστές του εξωτερικού προσέφεραν πάντα μια διαφορετική ματιά και αυτό κινδυνεύει να χαθεί.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ