Η δραματική μείωση των ανθρώπινων, υλικών και οικονομικών πόρων στον υγειονομικό τομέα θέτει σε επανεξέταση, μεταξύ άλλων, τη σημασία και τις επιπτώσεις της βιοϊατρικής και φαρμακευτικής καινοτομίας στη βιομηχανία ιατρικής περίθαλψης.
Στην πρόσφατη περίοδο, η αύξηση της δαπάνης για την υγεία –στη χώρα και διεθνώς –δεν βασίζεται αποκλειστικά στην αύξηση του όγκου και των τιμών (όπως εσφαλμένως θεωρείται από πολλούς), αλλά παραλλήλως (και κυρίως) στα φαινόμενα της ταχείας καινοτομικής εναλλαγής σε συνδυασμό με την παρουσία πολιτικών «υπερασφάλισης», τα οποία οδηγούν σε απώλειες ευημερίας και εμπλοκή στην προσπάθεια ελέγχου του κόστους και συγκράτησης της δαπάνης για την υγεία.
Υπό το πρίσμα αυτό, είναι αναγκαίος ο συγκερασμός αφενός μεν της μείωσης των πόρων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και αφετέρου δε της αύξησης της δαπάνης λόγω της καινοτομικής πλημμυρίδας, διά των κατάλληλων διαρθρωτικών αλλαγών στις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης.
Η καινοτομία στην ιατρική περίθαλψη εμφανίζει ποικίλες και σημαντικές εφαρμογές εξαιτίας του μεγάλου κύκλου εργασιών στον τομέα αυτό και έχει νόημα (με την ιατρική έννοια του όρου) υπό την προϋπόθεση βελτίωσης της φυσικής πορείας της νόσου, πράγμα το οποίο πρέπει εμπειρικά να επικυρώνεται διά των κλινικών δοκιμών ή άλλων κατάλληλων μεθόδων.
Παρά το γεγονός αυτό (διά του οποίου διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα), η ανταγωνιστική χρήση των σπάνιων πόρων δεν επιτρέπει την αυτόματη (και με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη) εισαγωγή των καινοτομικών θεραπευτικών σχημάτων χωρίς τον έλεγχο των μεθόδων κλινικής και κοινωνικοοικονομικής αξιολόγησης. Με την έννοια αυτή, μόνο κάθε αποτελεσματική θεραπεία μπορεί να παρέχεται σε (σχεδόν) μηδενικές τιμές από το υγειονομικό σύστημα. Κατά συνέπεια, ένα σχήμα (δημοσίου συμφέροντος) για τον έλεγχο και την αξιολόγηση της τεχνολογίας υγείας (φάρμακα, ιατρική τεχνολογία, συσκευές, κλινικές πρακτικές) αποτελεί επείγουσα αναγκαιότητα για τη χώρα ώστε να τεθεί ο κατάλληλος «φραγμός» αποτροπής της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος και η ιδιοποίηση του πλεονάσματος από μέρους του συλλογικού ιατρικού μονοπωλίου.
Ομως σε μια κοινωνία ανοικτή στην πληροφόρηση σε παγκόσμια κλίμακα, οι προτιμήσεις των πολιτών (και βεβαίως οι ανάγκες υγείας) δεν είναι επιτρεπτό να μη συνυπολογίζονται στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ως εκ τούτου η διασφάλιση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των νέων καινοτομικών θεραπευτικών σχημάτων πρέπει να συνοδεύεται ταυτοχρόνως από την εκτίμηση του προκύπτοντος ατομικού και κοινωνικού οφέλους κατά περίπτωση. Εξ αυτού ο καταμερισμός του κόστους με βάση την κατανομή του οφέλους (κριτήριο αποδοτικότητας) σε συνδυασμό με το εισόδημα (κριτήριο ισότητας), μπορεί να συνιστούν τον κανόνα διασφάλισης της κατάλληλης ισορροπίας ανάμεσα στην καινοτομία και την αποδοτική χρήση των πόρων.
Ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.