Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκα τυχαία σε ένα reunion παλαιών συμμαθητών από το σχολείο μου. Πολύ της μόδας, αλήθεια, αυτά τα reunion τα τελευταία χρόνια, όπου οι πάντες αποδυόμαστε σε μια εναγώνια αναμόχλευση του παρελθόντος μας (μια και το παρόν παραείναι τραυματικό και το μέλλον πολύ μακρινό). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν επρόκειτο για τη δική μου τάξη (απόφοιτοι του ’87), αλλά για τους κατά έναν χρόνο μεγαλύτερούς μας (του ’86). Παιδιά, δηλαδή, με τα οποία συναντιόμασταν καθημερινά επί τουλάχιστον πέντε χρόνια στο προαύλιο, με κάποιους μπορεί να λέγαμε και ένα “γεια”, αλλά που οι δρόμοι μας χώριζαν έπειτα από κάθε διάλειμμα. Εγώ βρέθηκα εντελώς τυχαία στο μπαρ όπου φιλοξενούνταν το reunion. Είχα, λοιπόν, όλη την πολυτέλεια να παρατηρήσω από απόσταση καμιά τριανταριά 40-something ενηλίκους που κλήθηκαν (μέσω Facebook, όπως έμαθα, οι περισσότεροι) να συγκεράσουν, με ένα μοχίτο και ένα καναπέδακι με τόνο στο χέρι, το τότε, το τώρα και 25 χρόνια απουσίας.

Δύσκολη υπόθεση οι αναμνήσεις εν έτει 2012. Ανθρωποι και γεγονότα που είχες επιλέξει για κάποιον λόγο να ξεχάσεις επανέρχονται αναφανδόν (με ένα απλό αίτημα φιλίας) στη ζωή σου. Η συγκέντρωση παλιών συμμαθητών, που κάποτε ήταν μια χρονοβόρος, αλλά σημαίνουσα διαδικασία, είναι πλέον ζήτημα μερικών κλικ. Η Kodak έχει κηρύξει πτώχευση. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες άυλες φωτογραφίες αποθηκεύονται στο smartphone ή στη σελίδα σου στο Facebook (χωρίς να τυπωθούν ποτέ και χωρίς να κοσμήσουν ποτέ κάποιο φωτογραφικό άλμπουμ το οποίο θα μπορέσουν να ξεφυλλίσουν τα εγγόνια σου ένα βροχερό απόγευμα που δεν θα έχουν τι άλλο να κάνουν). Για ένα μικρό διάστημα τις θεωρείς πολύτιμες, αλλά θα έρθει μια ημέρα που θα τιγκάρει η κάρτα μνήμης σου και θα αναγκαστείς να τις ρίξεις στην ψηφιακή χωματερή. Το παρελθόν δεν είναι πια vintage, αλλά παλιατζούρα. Εχει γίνει σχεδόν αποπνικτικά προσιτό, έχει χάσει το μυστήριο και την αίγλη του, και γι’ αυτό ακριβώς έχει γίνει αναλώσιμο, βαρετό, με μια επίφαση νοσταλγίας, «μια άβολη αποθήκη αναμνηστικών, στην οποία ανατρέχεις πάντα σαν ηλίθιος» (όπως γράφει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ στο μυθιστόρημά του «Ονειρα συνόρων»).

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι σε αυτό έχει συμβάλει και ο ίδιος ο χρόνος που έχει γίνει διάφανος, με τα τικ τακ του ανηλεή και πανταχού παρόντα. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα το 25% των Βρετανών παραδέχονται ότι δεν χρησιμοποιούν πλέον καθόλου ρολόι, αλλά βλέπουν την ώρα κοιτάζοντας το κινητό ή το tablet τους. Με το παλιό σου Timex, για παράδειγμα, είχες αν μη τι άλλο την ψευδαίσθηση ότι κάπως ελέγχεις τον χρόνο. Τώρα, ένα απλό τηλέφωνο πας να πάρεις και η οθόνη σού πετάει στα μούτρα (θες δεν θες) δευτερόλεπτα, ημέρα, μήνα και έτος. Σαν να πρέπει ανά πάσα στιγμή να τοποθετείσαι επακριβώς μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία. Το αυτό ισχύει και για κάμποσες οικιακές συσκευές. Ξυπνάς τη νύχτα κάθιδρος να πιεις ένα ποτήρι νερό και βλέπεις αριθμούς να αναβοσβήνουν πάνω στην κουζίνα – ναι, η ώρα είναι 03.47 ακριβώς, η ζωή σου περνάει και πρέπει να τη γεμίσεις αναμνηστικά. Είναι σαν η σύγχρονη τεχνολογία να θέλει να μας κάνει όλους Ορέλιεν Χέιμαν – αυτόν τον δυστυχή 20χρονο Βρετανό που πάσχει από υπερθυμησία και μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του τι ακριβώς έφαγε για πρωινό την 7η Οκτωβρίου 2006.

Παρακολουθώντας το reunion της τάξης του ’86, βλέπω απαστράπτουσες γυναίκες (που θέλουν να δείξουν ότι ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω τους αφήνοντας πίσω καμένη γη) και άνδρες πιο χαλαρούς, με έναν αέρα «είμαι εδώ, άρα τα πράγματα δεν μπορεί να είναι και τόσο άσχημα». Μοιράζονται μια βεβιασμένη οικειότητα που έχει από καιρό απολεσθεί. Αναζωπυρώνονται στιγμιαία κάποια φλερτ, κάποιοι υπόγειοι ανταγωνισμοί, κάποια γεγονότα. Θα αποχαιρετιστούν ανικανοποίητοι, δεν τις θυμόνταν έτσι τις αναμνήσεις τους.