Οι γερμανοί συνάδελφοί μου ήταν σίγουροι: Η Γερμανία θα έδιωχνε την Ελλάδα από το Euro—αλλά από ποιο από τα δύο Euro εννοούσαν; Το θεώρησα μεγάλη υπόθεση να βρίσκομαι στο Βερολίνο τη μέρα του αγώνα με τη Γερμανία στη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης. Περπατώντας κατά μήκος των πάλαι ποτέ ψυχροπολεμικών συνόρων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, οι οπαδοί είχαν αρχίσει να μαζεύονται από νωρίς στην Πύλη του Βραδεμβούργου για να παρακολουθήσουν τον αγώνα στις γιγαντοοθόνες.

Περιστοιχιζόμουν από χιλιάδες Γερμανούς σε πλήρη αμφίεση με σημαίες, βαμμένα πρόσωπα και άλλα αξεσουάρ της Eθνικής ομάδας και έπρεπε να παραμείνω μυστικός όσον αφορά την εθνική μου καταγωγή. Το αποτέλεσμα του αγώνα ήταν αποκαρδιωτικό, αλλά η δικαιολογία ήταν ότι μια μικρή ομάδα σαν την Ελλάδα αντιμετώπιζε μια των δυνατότερων ομάδων του κόσμου. Ωστόσο, το μήνυμα στις αφίσες στην λεωφόρο Καρλ Μαρξ ήταν σαφές την επόμενη μέρα: Ούζο και έξω! (Τουλάχιστον ακόμη μέσα στην ευρωζώνη.)

Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα στην πολιτική αρένα; Τα εκλογικά αποτελέσματα της προηγούμενης εβδομάδας αντιμετωπίστηκαν με μια δόση ανακούφισης από τους Ευρωπαίους εταίρους και τις διεθνείς αγορές—μολονότι κάπως βραχυπρόθεσμο στην περίπτωση των αγορών. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη περιπλέκονται περισσότερο, οι πιέσεις αυξάνονται, και η προσοχή στρέφεται πλέον (και ορθά) στην Ισπανία και στην πιο πρόσφατη περίπτωση χώρας που ζητά την βοήθεια της Τρόικας, την Κύπρο.

Η ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα, ακόμη υπό κάποια ένταση, έχει αρχίσει να μπαίνει σε μια ρητορική που φέρνει στο προσκήνιο μια πιθανή διάθεση αναδιαπραγμάτευσης ή χαλάρωσης ορισμένων όρων της δανειακής σύμβασης. Ταυτόχρονα, ιδέες περί μιας τραπεζικής ολοκλήρωσης, μέτρα ανάπτυξης και άλλα παρόμοια θέματα που μας αποκαλύπτουν μια μυστική στροφή προς ένα αντιστάθμισμα στην λιτότητα βρίσκονται πλέον στο τραπέζι των συνομιλιών.

Μπορεί ωστόσο η νέα κυβέρνηση «συνεργασίας» να εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία; Η επίτευξη συναίνεσης είναι δύσκολη—ειδικά σε μια χώρα που δεν έχει παρελθόν πολιτικών συναινέσεων, τουλάχιστον με τα πρότυπα σύγκρισης χωρών που ασκούν συναινετική πολιτική όπως η Ολλανδία. Η τάση που αναπτύσσεται συχνά στις περιπτώσεις αυτές είναι μεταξύ ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή για την χάραξη πολιτικής και της αποτελεσματικότητας της ίδιας της πολιτικής στρατηγικής. Υπό αυτήν την έννοια, τα ελάχιστα κριτήρια που συμφωνήθηκαν μεταξύ των εταίρων δεν εγγυώνται κατ’ ανάγκην ούτε την επίτευξη των στόχων της σύμβασης ούτε επιτυχημένα αντισταθμιστικά μέτρα στην λιτότητα.

Αντιπροσωπεύει η νέα κυβέρνηση τα συμφέροντα των Ελλήνων όπως αυτά εκφράστηκαν στις εκλογές με έναν πιο δίκαιο και αναλογικό τρόπο; Ασφαλώς και οι κυβερνήσεις συνεργασίας έχουν την τάση να αντιπροσωπεύουν ένα φάσμα διαφορετικών στρωμάτων του εκλογικού σώματος με έναν πιο δίκαιο τρόπο, αλλά αυτό πρέπει να συνδέεται με την ιδέα της συναίνεσης. Τα συναινετικά μοντέλα δημοκρατίας βασίζονται στον καταμερισμό της εξουσίας, με τις μειοψηφίες να περιλαμβάνονται στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, και στην αποκέντρωση της κυβέρνησης.

Στην Ελλάδα, παρά την νέα τάση για συνασπισμούς που βασίζονται σε συναινετικά πλαίσια, το πολιτικό σύστημα παραμένει σε πλειοψηφική βάση. Το νικηφόρο «κόμμα» ή «συμμαχία κομμάτων» ασκεί σχεδόν απεριόριστη εξουσία μέσα στο πολιτικό σύστημα αφού διατηρεί την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να δημιουργεί στην ουσία κερδισμένους και χαμένους καθώς τα δύο στρατόπεδα οριοθετήθηκαν ως υπέρ και κατά του μνημονίου.

Επομένως, υπάρχει ένα προφανές κενό όσον αφορά τις δυνατότητες της νέας κυβέρνησης στο να χτίσει ένα σύστημα ισότητας μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ένα σύστημα που να βασίζεται σε αυτό που το επικεφαλής κυβερνητικό κόμμα ονόμασε «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», ειδικά με το επίπεδο συμμετοχής που βλέπουμε τώρα από τους υπόλοιπους κυβερνητικούς εταίρους.

Στο ίδιο επίπεδο, αυτή η κυβέρνηση δεν εγγυάται απαραίτητα καλύτερη ποιότητα πολιτικού έργου—το ρίσκο είναι ότι αφενός, ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής συμφωνήθηκε μεν τουλάχιστον μεταξύ εταίρων, αφετέρου δε, η Τρόικα μπορεί να επανέλθει με μεγαλύτερες απαιτήσεις από αυτές που συμφωνήθηκαν εσωτερικά, ακόμη και να ζητήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ να συνυπογράψει οποιαδήποτε νέα σύμβαση. Η διαδικασία τότε θα έρθει σε τέλμα με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Οι προκλήσεις του μέλλοντος βασίζονται σε εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να πείσει τις διεθνείς αγορές και τους Ευρωπαίους εταίρους ότι πρώτον, είναι πιστωτικά φερέγγυα και δεύτερον, ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στη δανειακή σύμβαση που επιδιώκει θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα ως αντιστάθμισμα στα μέτρα λιτότητας.

Ωστόσο, δεν είναι τόσο θέμα «ελέγχου» από το εξωτερικό—πρόσφατες εκθέσεις αποκαλύπτουν την πρόσληψη πάνω από 70.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων στα δύο χρόνια λιτότητας. Ο καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας θα είναι η ανεκτικότητα της ευνοιοκρατίας από το εκλογικό σώμα.

Το ερώτημα παραμένει λοιπόν εάν οι ψηφοφόροι θα συμπεριφερθούν στις «νέες» πολιτικές ελίτ με τον ίδιο τρόπο όπως και στις προηγούμενες τρεις δεκαετίες, ή εάν είναι αρκετά ώριμοι ώστε να παρεκκλίνουν από τέτοιες πρακτικές. Παρ’ όλο που οι νόμοι των οικονομικών μας διδάσκουν ότι «η προσφορά δημιουργεί την δική της ζήτηση» σε πολλές περιπτώσεις, η απουσία ενδιαφέροντος για τέτοιες πρακτικές ίσως οδηγήσει το πολιτικό σύστημα στην απομάκρυνσή του από τις πελατειακές σχέσεις.

Εν πάση περιπτώσει, αυτές είναι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε τι κακού στην Ελλάδα, και πιστεύω ότι χρειάζεται έντιμες προσπάθειες και δυνατή πολιτική ηγεσία για να κατορθώσουμε τη ρήξη με το παρελθόν (ας δούμε παρόμοιες προσπάθειες των μετακομουνιστικών χωρών σε μετάβαση). Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε καμία από τις δύο προϋποθέσεις.

Επομένως, ας περιμένουμε γενικά να δούμε εάν η νέα κυβέρνηση θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ή αν θα μπλεχτεί στο φαύλο κύκλο της ελληνικής πολιτικής σκηνής που υποκύπτει συχνά σε κοινωνικά, επαγγελματικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και ατζέντες. Το πρώτο τεστ είναι μπροστά μας στην σύνοδο της ΕΕ και ας ελπίσουμε ότι δεν θα είναι «ούζο και έξω» αυτή τη φορά.

*Ο Δρ. Θεοφάνης Εξαδάκτυλος είναι λέκτορας Ευρωπαϊκής Πολιτικής, University of Surrey και Ερευνητής στο Ελληνικό Παρατηρητήριο, London School of Economics