Που πάει να πει: παρατείνεται η λίγη ανάσα της προηγουμένης Κυριακής, εις βάρος έστω της β΄ αλλοπρόσαλλης προεκλογικής επικαιρότητας, που τη διαφημίζουν οι σύριζες προβλέψεις με το λαοπρόβλητο δέλεαρ: ευρωπαίοι και ευρώ στο τζάμπα. Προκαλώντας σε όσους αγανακτούν επίμονες αγρυπνίες, που ευνοούν ωστόσο το μεσονύχτιο διάβασμα, φτάνει να πέσει στο χέρι το σωστό βιβλίο. Στην περίπτωσή μου αυτό συνέβη με τα δέκα διηγήματα του Δημήτρη Νόλλα, μαζεμένα σε ογδόντα τρεις σελίδες ενός βιβλιαρίου. Επιγράφεται Στον τόπο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, και διαβάστηκε μέσα σε μια νύχτα μονορούφι δυο φορές – αυτή είναι η τρίτη και ζόρικη, προορισμένη να καταλήξει σε γραμμένο κείμενο.
Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι εδώ προέχει η αίσθηση της γεύσης και της αφής, χωνεμένη σ’ ένα είδος «φυσικού» λόγου, που δεν ανέχεται τη δευτερολογία, όταν μάλιστα επιχειρεί την αναπαραγωγή της αφηγηματικής υπόθεσης. Θα προσπαθήσω, όσο γίνεται, να αποφύγω τον πρόχειρο αυτόν πειρασμό, μιλώντας με «Τα λόγια του αέρα», όπως το κάνουν οι επώνυμοι και ανώνυμοι επιβάτες στο παλιομοδίτικο τρένο του δεύτερου, ομώνυμου διηγήματος.
Τον Δημήτρη Νόλλα τον γνώρισα το 1974 με την πρώτη νουβέλα του που έφερε τον ευτράπελο τίτλο Νεράιδα της Αθηνάς. Από τότε συμπάθησα πολύ τον ίδιο και τη γραφή του, η οποία στο μεταξύ, ποιοτικά και ποσοτικά, φτούρησε. Αν μετρώ καλά, η συνολική σοδειά βγάζει μέχρι στιγμής δεκαεπτά ελληνόφωνα βιβλία, στα οποία προστίθενται και δύο ξενόγλωσσες μεταφραστικές επιδόσεις. Η πρώτη και πιο στιβαρή κατηγορία μοιράζεται σε τρεις νουβέλες, έξι σειρές διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα, και δύο έντιτλα κείμενα ειδολογικώς αχαρακτήριστα.
Η αριθμητική υπεροχή των διηγημάτων δεν πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματική: έχω την αίσθηση ότι σ’ αυτόν τον χώρο διαπρέπει άνετα ο Νόλλας και αποδείχνεται πραγματικός μαέστρος. Χωρίς τούτο να σημαίνει ότι υπολείπεται στις νουβέλες – κάποια εξάλλου μακροσκελέστερα διηγήματα δικαιολογούν τον τίτλο της νουβέλας. Τα μυθιστορήματα ωστόσο είναι, πιστεύω, η κρυφή αδυναμία του Νόλλα, με την καλή έννοια της λέξης: εμφανίστηκαν κάπως αργά (1992) με τον Τύμβο κοντά στη θάλασσα (κέρδισε δίκαια το πρώτο κρατικό βραβείο της χρονιάς), ενώ το τέταρτο και τελευταίο μέχρι στιγμής δείγμα της σειράς, με τον τίτλο Ο καιρός του καθενός, μαρτυρεί νέα και τολμηρά ανοίγματα μορφής και μυθοπλασίας, φιλοξενώντας στο πλαίσιο της αφήγησης και στοιχεία λανθάνουσας ποίησης, χωρίς να ποιητικίζει.
Επανέρχομαι τώρα Στον τόπο, έχοντας θητεύσει, ως έμπρακτος αναγνώστης του Νόλλα, στα περισσότερα πεζογραφικά του πονήματα, και επιλέγοντας ότι στην περίπτωσή του αναγνωρίζεται, κατά τη γνώμη μου, ο αρτιότερος πεζογράφος της γενιάς του. Προηγούνται δύο προκριματικές παρατηρήσεις.
Η πρώτη εντοπίζεται στους τίτλους των δέκα διηγημάτων, που αν προστεθούν συνθέτουν ένα παράξενο ποίημα. Διάθεση που επικυρώνεται και στα παραθέματα που προβάλλονται σε τρία διηγήματα. Στο πρώτο: Μωρέ παιδιά καημένα παιδιά, παιδιά ξενιτεμένα. Στο τρίτο: τοις αγαπωμένοις. Στο δέκατο, μια εκ βαθέων απόφανση του Αργύρη Χιόνη σε δύο προτάσεις, από τις οποίες αντιγράφεται εδώ η πρώτη: Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος, το πιο ωραίο, ίσως, αντικείμενο, κυρίως όταν μένει ακίνητος και σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου ή του τοπίου, λησμονημένος και σχεδόν αόρατος. Κάπως έτσι λανθάνει και ο αφηγητής Νόλλας, πίσω από την αυλαία των δέκα διηγημάτων, αποφεύγοντας ολοσχερώς την αντωνυμική προβολή του.
Επί της ουσίας τώρα: προτείνω συγκριτική ανάγνωση του πρώτου και του τελευταίου διηγήματος της συλλογής (το πρώτο επονομάζεται «Μωρό στην αιώρα», το τελευταίο «Στον τόπο»), για να φανούν οι παραπληρωματικές τους αναλογίες. Στο τέλος του πρώτου πραγματοποιείται αυθαίρετα η σωτήρια απαγωγή ενός, έκθετου στην ουσία, μωρού. Το δεύτερο σφραγίζεται με τον Σήφη να σωριάζεται καταγής από το τσακισμένο παγκάκι του μένοντας στον τόπο. Οπως κι εκείνος ο ανώνυμος σύντροφός του στη μάχη της Κορυτσάς, ο οποίος, εναλλάσσοντας θέση μαζί του έξω από το αμπρί για μεγαλύτερη ασφάλεια, δέχεται κατακούτελα μια σφαίρα στο κεφάλι και μένει στον τόπο. Σώζοντας άθελά του τον Σήφη, που επιμένει εφεξής στη ζωή του αμετακίνητος.
Δεύτερη αναλογία: στο πρώτο διήγημα το δίδυμο Ρολάντο (κοινώς: Ρούλης) και Αναστάσης μένουν, «ζώντας και μισοζώντας», στην αφιλόξενη Αθήνα ως μετανάστες: εξωτερικός ο ένας, εσωτερικός ο άλλος. Στο τελευταίο διήγημα (τέλη της δεκαετίας του ’50) ο υπάλληλος αρμόδιας υπηρεσίας Αλλογιάννης προσπαθεί να πείσει τον Σήφη να κάνει αίτηση για μετανάστευση στη Γερμανία, εκείνος όμως παραμένει αμετάπειστος και αμετακίνητος.
Αυτά για πρώτη γεύση και επαφή με τα δέκα διηγήματα του Δημήτρη Νόλλα, που τη φορά αυτή αριστεύουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ