Το κόστος της ανταλλαγής των ομολόγων για τα ασφαλιστικά ταμεία εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο διαχείρισης της αναδιάρθρωσης των ομολόγων. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα για το πώς τα ασφαλιστικά ταμεία θα εγγράψουν τις ζημίες, σε ποιο χρονικό διάστημα θα μπορέσουν να τις αποσβέσουν, πώς θα υποδεχθεί η αγορά τα νέα ομόλογα και τι απόδοση θα απαιτεί, προσδιορίζουν και το συνολικό κόστος της αναδιάρθρωσης.

Ετσι γίνεται κατανοητό ότι η υλοποίηση των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου ξεφεύγει από την υπεραπλουστευμένη προσέγγιση της μείωσης της αξίας των υφιστάμενων ομολόγων κατά 53% περίπου. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1998 και εντεύθεν στο σύνολο των αναδιαρθρώσεων που έλαβαν χώρα (π. χ. Ρωσία, Ουκρανία, Αργεντινή, Εκουαδόρ κ. α.) οι δανειστές και οι κάτοχοι των ομολόγων τύγχαναν διαφορετικής μεταχείρισης ακόμα και εντός της ίδιας διαδικασίας χρεοκοπίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο η διαδικασία αναδιάρθρωσης προσαρμόστηκε σε πολλές περιπτώσεις και στις ανάγκες επιμέρους ομάδων δανειστών. Δεδομένου ότι τα ελληνικά ομόλογα αποτελούν ένα κυρίαρχο περιουσιακό στοιχείο του ενεργητικού συγκεκριμένων ομάδων δανειστών όπως τα ασφαλιστικά ταμεία έπρεπε να τους παρέχεται η δυνατότητα να υποβάλλουν μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου τις δικές τους προτάσεις τους.

Είναι κατανοητό από την μια μεριά ότι πρέπει η αναδιάρθρωση του χρέους να είναι τόσο δραστική ώστε να καταλήξει σε ένα βιώσιμο και εξυπηρετίσιμο χρέος καθώς και να βελτιώσει την δημοσιονομική εικόνα της Ελλάδος από την άλλη όμως πρέπει η επόμενη μέρα να βρει την ελληνική οικονομία με ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να καταγραφούν ορισμένες διαφοροποιήσεις ιδιαίτερα για τους οργανισμούς που συνηθίζουν να παρακρατούν τα ομόλογα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Δεδομένου ότι τα ελληνικά ομόλογα υπόκειντο στο ελληνικό δίκαιο θα μπορούσε η Ελλάδα μονομερώς ή σε συνεννόηση με τους δανειστές της να διεκδικήσει γι’ αυτές τις ειδικές κατηγορίες κατόχων ελληνικών ομολόγων ειδικές λύσεις. Με κατάλληλες μεταβολές των χαρακτηριστικών (διάρκεια, κουπόνι) που επηρεάζουν την αξία των ομολόγων μπορεί να επιτευχθεί ένα ισοδύναμο αποτέλεσμα και να αποφευχθεί η μεγάλη μείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων.

Με αυτό τον τρόπο προστατεύεται, σε ένα μεγάλο βαθμό, η κεφαλαιουχική επάρκεια πολλών οργανισμών χωρίς να ωθούνται σε μια ασυντόνιστη χρεοκοπία. Δεδομένου ότι οι μακροχρόνιοι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων (ασφαλιστικά ταμεία) δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την ποιότητα των ομολόγων, για το αν θα υπάγονται στο αγγλικό δίκαιο, θα μπορούσε να αντισταθμιστεί αυτή η παροχή με χαμηλότερης ποιότητας ομόλογα μια και τα ταμεία δεν διαπραγματεύονται τα ομόλογα στην δευτερογενή αγορά. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι τα ασφαλιστικά ταμεία χρησιμοποιούν τα ομόλογα ως εγγύηση στις τράπεζες για την άντληση ρευστότητας. Αυτή η εγγύηση υπολογίζεται σύμφωνα με την ονομαστική αξία των ομόλογων.

Επομένως, αφού αποφασίστηκε να συμπεριληφθούν και τα ασφαλιστικά ταμεία στην αναδιάρθρωση θα μπορούσε να περικοπεί η ονομαστική αξία των ομολόγων όσο το δυνατόν λιγότερο και η περικοπή να υπολογιζόταν επί της καθαρής παρούσας αξίας.

Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σηματοδοτεί την πορεία της ελληνικής οικονομίας για τις επόμενες δεκαετίες. Επομένως η οποιαδήποτε λύση και το επισυναπτόμενο κόστος πρέπει να γίνει αντικείμενο ενός σοβαρού προβληματισμού.

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα υπάρξει μια δυσκολία πληρωμής του κόστους από το κοινωνικό σύνολο.

Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Δ.Π.Θ