Ποιοι έκαψαν την Αθήνα το βράδυ της Κυριακής;

Το ερώτημα απασχολεί τους περισσότερους.

Τα τηλεοπτικά δίκτυα επιμένουν στη θεωρία των «κουκουλοφόρων».

Η Ελληνική Αστυνομία υποστηρίζει ότι είναι οι ομάδες των αναρχικών υπεύθυνες.

Η επίσημη Αριστερά λέει πως το κράτος, με τις παρακρατικές ομάδες του ευθύνεται για τις καταστροφές, επειδή θέλει το «κίνημα» να τιθασσεύσει και τους αγώνες του λαού να αμαυρώσει.

Και οι αναρχικοί, από την πλευρά τους, δεν κρύβουν ότι σε κινητοποιήσεις μεγάλες, σαν κι αυτή της περασμένης Κυριακής, στοχεύουν συγκεκριμένους «πολιτικούς στόχους», κυρίως Τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά αρνούνται το πλιάτσικο, τα καψίματα εμπορικών καταστημάτων και άλλα παρόμοια.

Οι πολλές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι κάποιες ομάδες αναρχικών προετοιμάζουν από πριν τις συγκρούσεις με την Αστυνομία, αποθηκεύοντας «αμυντικές», όπως τις λένε, μολότοφ σε ελεγχόμενα μέρη ή στα σακίδια τους. Η Νομική Σχολή, κατά γενική ομολογία, χρησιμοποιήθηκε τις προηγούμενες μέρες ως βάση κατασκευής και αποθήκευσης μολότοφ.

Ακόμη, σύμφωνα με τις ίδιες μαρτυρίες, είναι οι αναρχικές ομάδες που πολλές φορές προκαλούν τη σύγκρουση με τις αστυνομικές δυνάμεις.

Και βεβαίως, ορισμένες φορές είναι η Αστυνομία που πιεζόμενη ρίχνει δακρυγόνα, με σκοπό να επιταχύνει και να ελέγξει τις συγκρούσεις.

Το κυριότερο και κρισιμότερο όμως, που η επίσημη Αριστερά αρνείται και οι αυτάρεσκοι αναρχικοί μαζί με την Αστυνομία αποσιωπούν, είναι ότι σημαντικός αριθμός πολιτών έχει πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα και δεν διστάζει να βιαιοπραγήσει κατά των αστυνομικών ή να επικροτήσει και να συμμετάσχει σε βανδαλισμούς ή καταστροφές τραπεζών και λοιπών καταστημάτων, ιδιαιτέρως εκείνων που φέρουν γνωστά εμπορικά σήματα.

Την περασμένη Κυριακή, λοιπόν, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ούτε αναρχικοί, ούτε προβοκάτορες έκαψαν τα υποκαταστήματα των εμπορικών Τραπεζών στην οδό Αθηνάς.

Διαδηλωτές, απροσδιορίστου πολιτικής ταυτότητας και κάθε ηλικίας, με ακάλυπτα πρόσωπα, χωρίς εργαλεία και χωρίς μολότοφ, έσπασαν και έκαψαν, με ό,τι βρήκαν μπροστά τους Τράπεζες και άλλα καταστήματα, μπροστά σε ένα πλήθος που παρότρυνε και ζητωκραύγαζε κάθε φορά που έπεφτε ένα τζάμι κι άναβε μια φωτιά.

Με άλλα λόγια, οφείλουν όλοι να παραδεχθούν ότι η βία δεν είναι μιας ομάδας, ενός κύκλου, ούτε αποτέλεσμα συνωμοσίας.

Ας μη γελιόμαστε η βία ενυπάρχει εντός του «κινήματος», επιλέγεται από ορισμένους πολίτες, αφομοιώνεται ως εργαλείο πολιτικής δράσης και αντίδρασης, όταν πλήθη συρρέουν ασύνταχτα με μόνο οδηγό την οργή και το κοινωνικό μίσος.

Ανεξαρτήτως, αν μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, η βία της καταστροφής υπάρχει και όσο παρατείνεται η αστάθεια και η αβεβαιότητα στη χώρα, θα βρίσκει ολοένα και περισσότερους θιασώτες.

Το να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, μην αναγνωρίζοντας την ύπαρξή της ή αποδίδοντάς την σε σκοτεινές δυνάμεις, είναι το λιγότερο αφελές.

Ας μη γελιόμαστε, όσο τα πράγματα σκληραίνουν, η βία θα ενσωματώνεται, θα κερδίζει χώρο και θα επιδρά με την ακρότητά της στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Και η επίδρασή της δεν είναι ποτέ ευθύγραμμη. Αλλοτε συντηρητικοποιεί κι άλλοτε ριζοσπαστικοποιεί τα πλήθη. Διαλέγετε και παίρνετε.

Μέχρι να το διαπιστώσουμε, ωστόσο, καταστροφές θα φέρνει και θύματα θα προκαλεί. Γι’ αυτό, το φαινόμενο θέλει προσοχή και έλεγχο. Η απόκρυψη και η αποσιώπησή του δεν ωφελεί κανένα.