TO BHMA – LE MONDE
Πότε επιτέλους θα σταματήσουμε να χαρακτηρίζουμε την ευρωπαϊκή κρίση σαν τραπεζική κρίση, κρίση χρέους ή κρίση του ευρώ; Θα συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι αυτή κρίση αποτελεί πρωταρχικά και πάνω από όλα μια κρίση έλλειψης προοπτικών μακροπρόθεσμης ανάπτυξης;
Η κρίση είχε δύο σημαντικές επιπτώσεις για την Ευρώπη. Από την μία, επιτάχυνε τη διαδικασία της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής εξισορρόπησης, προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών και έβαλε τέλος στο μονοπώλιο της Δύσης στην παγκοσμιοποίηση. Από την άλλη, οδήγησε σε μια μαζική αύξηση των ευρωπαϊκού χρέους σε πρωτοφανή ως τότε επίπεδα και αποκάλυψε τις χαμηλές δυνατότητες ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης και των κρατών-μελών της.
Αυτή η απουσία μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης των ευρωπαϊκών κρατών που απαιτούν οι αγορές καθιστά προβληματική την αποπληρωμή του χρέους. Οι αγορές θεωρούν ότι οι Ευρωπαίοι, ελλείψει ομοσπονδιακής οικονομικής πολιτικής και δυνατότητας γρήγορης λήψης αποφάσεων, δεν θα έχουν τα οικονομικά και πολιτικά μέσα να αντιμετωπίσουν το χρέος τους.
Για πρώτη φορά, επιβαρύνουν την ευρωπαϊκή οικονομία με ένα ασφάλιστρο υψηλού κινδύνου. Αντιθέτως, παραχωρούν στις οικονομίες χωρών όπως η Ινδία, η Κίνα, ακόμη και η Βραζιλία ασφάλιστρα χαμηλού κινδύνου: οι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες διαθέτουν πιο ισχυρούς και εύρωστους ρυθμούς ανάπτυξης, ταυτόχρονα επειδή εφαρμόζουν πραγματικά μακροπρόθεσμες βιομηχανικές στρατηγικές, αλλά και επειδή ακόμη βρίσκονται σε μια ολοένα επιταχυνόμενη φάση οικονομικής ανάκαμψης. Στα μάτια κόσμου, η Ευρώπη γίνεται ζώνη υψηλού κινδύνου.
Αυτή η δομική κρίση αποτελεί έκπληξη. Από το 2000, οι αρχηγοί καρτών και κυβερνήσεων της Ευρώπης είχαν συνειδητοποιήσει ότι η δεκαετία 2010-2020 θα ήταν κρίσιμη για την Ευρώπη. Αυτό που είναι νέο, είναι ότι αμφισβητούν την αξιοπιστία των ευρωπαϊκών αποφάσεων που εφόσον έχουν ληφθεί, απαιτούν τη συμφωνία των κοινοβουλίων των κρατών-μελών και χρειάζεται μήνες ώσπου να υλοποιηθούν. Η αλήθεια είναι ότι το ευρωπαϊκό σύστημα λήψης αποφάσεων δεν είναι προσαρμοσμένο στη διαχείριση κρίσεων.
Κι όμως, όπως τονίζει τακτικά ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ έχει εισέλθει σε έναν κύκλο κρίσεων τον οποίο κανένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο του και για τον οποίο η ευρωζώνη, εφόσον δεν αποτελεί οικονομική και κοινωνική ένωση, δεν είναι προετοιμασμένη.
Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται μόνο για μια κρίση του ευρώ ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά για μια κρίση του ευρωπαϊκού συστήματος στο σύνολό του. Σε αυτή την κρίση πρέπει να παρέχουμε μια συνολική λύση, η οποία να είναι ταυτόχρονα αξιόπιστη και νόμιμη.
Θα ήταν λάθος να πούμε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν προαισθανθεί αυτό το νέο οικονομικό και γεωπολιτικό δεδομένο. Η στρατηγική της Λισσαβόνας προέβλεπε ότι κάθε κράτος-μέλος θα εφάρμοζε εθελοντικά δομικές μεταρρυθμίσεις που θα του επέτρεπαν να ξαναγίνει ανταγωνιστικό, καθώς και μια επενδυτική πολιτική. Εκτός από τα υποχρεωτικά μέτρα, μόνο η Γερμανία και οι βορειοευρωπαϊκές χώρες τήρησαν αυτές τις δεσμεύσεις, γεγονός που εξηγεί εν μέρει την εκ νέου βιομηχανοποίηση αυτών των χωρών και την βιομηχανική παρακμή των άλλων.
Αντιθέτως θα ήταν δίκαιο να πει κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνήθηκε να αντιμετωπίσει την υπόθεση μιας συστημικής κρίσης στο μέτρο που η αποδοχή αυτής της υπόθεσης θα σήμαινε την αναγνώριση της ανάγκης για υλοποίηση μηχανισμών λήψης αποφάσεων ομοσπονδιακής φύσης. Για ένα ορισμένο αριθμό θεμάτων τουλάχιστον για την ευρωζώνη: πρόληψη και διαχείριση της χρηματοπιστωτικής και νομισματικής κρίσης, μια ευρωπαϊκής δομής επίβλεψη των τραπεζικών και ασφαλιστικών ιδρυμάτων, πολιτικής επενδύσεων και κοινωνικής και δημοσιονομικής σύγκλισης.
Αν το Συμβούλιο της Ευρώπης θέλει να φανεί αποφασιστικό ως προς το μέλλον της Ευρώπης, πρέπει να κάνει τρεις βασικές ενέργειες: να ενισχύσει το ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την επείγουσα ελληνική κρίση και να προλάβει μια κρίση του ιταλικού ή του ισπανικού χρέους, να προσδώσει αξιοπιστία στις προοπτικές ανάπτυξης των πιο αδύναμων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, να ξεκινήσει τη διαδικασία που θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας οικονομικής και κοινωνικής κυβέρνησης για την ευρωζώνη η οποία θα διαθέτει τη δυνατότητα να δρα γρήγορα και συνεπώς θα είναι σε σημαντικό βαθμό αυτόνομη – γεγονός που θέτει το ερώτημα του δημοκρατικού ελέγχου αυτής της κυβέρνησης.
Χωρίς αυτή την τριπλή δυναμική, ο σκεπτικισμός θα συνεχίσει να εξαπλώνεται και η Ευρώπη να βυθίζεται στην κρίση.