Στο υπουργείο Πολιτισµού και Τουρισµού αλλά και στο οικονοµικό επιτελείο της κυβέρνησης επικρατεί ικανοποίηση από τις επιδόσεις του τουρισµού. Οι αφίξεις τουριστών στο επτάµηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου ήταν αυξηµένες κατά 10% και τα έσοδα στο εξάµηνο ήταν 12,5% περισσότερα από πέρυσι, που ήταν µια άσχηµη χρονιά. Με άλλα λόγια, η τουριστική βιοµηχανία της χώρας επέστρεψε στα επίπεδα του 2009.

Σύµφωνα µε τα ως τώρα διαθέσιµα στοιχεία, εφέτος καταγράφηκε εντυπωσιακή αύξηση των αφίξεων σε νησιά και σε περιοχές όπου φιλοξενείται µαζικός τουρισµός, όπως η Ρόδος, η Κως και η Κρήτη, σε επίπεδο που ξεπερνά ακόµη και το 20%. Ωστόσο η βελτίωση των αριθµών δεν είναι τόσο θετική όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

Ο υπουργός Πολιτισµού και Τουρισµού κ. Π. Γερουλάνος γνωρίζει πολύ καλά ότι η άνοδος των αφίξεων είναι κυρίως αποτέλεσµα της µείωσης των τιµών, στην οποία συνεχώς καταφεύγουν ξενοδόχοι και άλλοι επαγγελµατίες του κλάδου προκειµένου να τονώσουν τη ζήτηση και να µπορέσουν να επιβιώσουν. Αλλά πτώση των τιµών σηµαίνει υποτίµηση του βασικότερου εξαγώγιµου προϊόντος της χώρας. Η Ελλάδα δεν παράγει βιοµηχανικά προϊόντα που να µπορούν να σταθούν µε αξιώσεις στις διεθνείς αγορές. Ούτε καν εµπορικώς ανταγωνιστικά γεωργικά προϊόντα. Το βασικό µας εξαγώγιµο προϊόν εί ναι ο τουρισµός. Και αντί να υπάρχει µια εθνική στρατηγική για βελτίωση και αναβάθµισή του, το προϊόν συνεχώς υποβαθµίζεται.

Τα χρήµατα που ξοδεύει κατά µέσο όρο ο κάθε τουρίστας που επισκέπτεται τη χώρα µας είναι κάθε χρόνο και λιγότερα. Τα προηγούµενα δύο χρόνια η κατά κεφαλήν δαπάνη των τουριστών µειώθηκε συνολικά κατά 15%, τάση που συνεχίστηκε και εφέτος. Αυτό σηµαίνει ότι σε µια τριετία το ελληνικό τουριστικό προϊόν υποτιµήθηκε σχεδόν κατά 20%, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη και στους ανταγωνιστές µας το προϊόν τους ανατιµήθηκε.

Και βεβαίως το τι ξοδεύουν οι τουρίστες δεν πρέπει να συγχέεται µε το τι πληρώνουµε εµείς οι Ελληνες, διότι ο εσωτερικός τουρισµός είναι εντελώς διαφορετική αγορά. Με τις δυτικές οικονοµίες να εισέρχονται σε ύφεση ή στασιµότητα, ο µέσος τουρίστας που επισκέπτεται τη χώρα µας θα συνεχίσει να είναι φειδωλός στις δαπάνες του. Αν συνεχιστεί η πολιτική των ακόµη χαµηλότερων τιµών, µπορεί οι αφίξεις να αυξηθούν εκ νέου, όµως το βασικό εξαγώγιµο προϊόν της χώρας θα συνεχίσει να υποτιµάται, µε σηµαντικές απώλειες για την οικονοµία.

Είναι καιρός λοιπόν να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι του ελληνικού τουρισµού, κάτι που οι σοβαρές επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν, µόνο που (και πάλι) αισθάνονται την απουσία ουσιαστικής κρατικής βοήθειας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ