Κάτι αλλιώτικο με τράβηξε στο τελευταίο βιβλίο τουΜένη Κουμανταρέα. Κατ΄ αρχήν ο τίτλος του, που, πέρα από την εικαστική εξήγησή του στο προτελευταίο κείμενο του τόμου, με πήγε αλλού: σε ομότιτλη υπόσχεση του Γιώργου Χειμωνά. Καταπώς έλεγε ο ίδιος, μετά τους Χτίστες είχε σειρά Η Φρουρά, που φάνταζε κιόλας συντελεσμένη, έτοιμη να δει το φως της δημοσίευσής της. Παρά ταύτα, η έκδοσή της ανεξήγητα ξεχάστηκε. Μεσολάβησαν τα συνταρακτικά Ταξίδια κι ύστερα από λίγο ο τελεσίδικος Εχθρός του ποιητή. Από το στόμα πάντως του Γιώργου άκουσα, ως ανέμελη δικαιολογία εκείνης της ματαίωσης, πως η ξεχασμένη Φρουρά του, μεταμορφωμένη, μπολιάστηκε στα επόμενα πεζά. Κάτι που δεν αποκλείεται.

Προσωπικά ωστόσο προτιμώ την εκδοχή των δύο φαντασμάτων που άφησε πίσω του ο αξέχαστος φίλος: το φάντασμα της Φρουράς και το φάντασμα της Γερτρούδης. Μιλώντας για φαντάσματα, τα εννοώ και αυτά υπαρκτά, σε άλλη κλίμακα: να κυκλοφορούν ανάμεσα στα δημοσιευμένα έργα, ρίχνοντας τη φασματική σκιά τους πάνω τους. Κάτι σαν παραίσθηση που περιβάλλει την αίσθηση στο σύνορο ύπνου και αγρυπνίας. Ως εδώ φτάνει η συνειρμική συνάφεια που έχουν οι δύο ξεχασμένες Φρουρές. Από εκεί και πέρα η συγγραφική και ανθρώπινη απόστασή τους φαίνεται αγεφύρωτη. Απόδειξη: στην Ξεχασμένη Φρουρά του Κουμανταρέα μόλις και μετά βίας ακούγεται, μία μόνο φορά (γυμνό μάλιστα), το όνομα του Χειμωνά, ως τρίτο μέλος μιας νεάζουσας πάλαι ποτέ τρόικας στο πλαίσιο των Δεκαοχτώ Κειμένων, στα οποία θα επανέλθω.

Προς το παρόν επιβάλλεται, πρόχειρη έστω, η σύσταση της πρόσφατης, δημόσιας Φρουράς του Κουμανταρέα, η οποία διαβάζεται μονορούφι: άνετο γράψιμο, κι εκεί που τρέχει κι εκεί που καθυστερεί. Πρόκειται για είκοσι τέσσερα κείμενα άνισης έκτασης που περιβάλλονται από δεκασέλιδο «Πρόλογο» και μισής σελίδας «Ευχαριστίες». Ο εξομολογητικός κατά βάση «Πρόλογος» αρχίζει κάπως αυτάρεσκα: Αποφεύγοντας καθαρά και ξάστερα να απαντήσω στο ερώτημα «τι είναι αυτό που με αναγκάζει να γράφω», ερώτημα το οποίο απασχολεί περισσότερο τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας παρά τους ίδιους τους συγγραφείς, έχω την απάντηση έτοιμη για τα σκόρπια κείμενα ετούτου του τόμου.

Επονται όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις. Πρόκειται δηλαδή για πεζά κείμενα κατά παραγγελία, λίγο πολύ αυτοβιογραφικά, που καθ΄ οδόν μεταμφιέζονται σε «δοκίμια, βιογραφίες, συνομιλίες ή απλά αφηγήματα». Επικεντρωμένα σε θέματα «συγγραφικά και κοινωνικά κάθε λογής», γραμμένα όλα στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, που μας άλλαξε τον αδόξαστο. Με άλλα λόγια: αλλού δουλεύει περισσότερο η γοητεία της μακρινής μνήμης, με εντυπωσιακή ακρίβεια· αλλού υπερισχύει η ευαίσθητη τριβή με επίκαιρα πρόσωπα και πράγματα, αξιοθαύμαστα ή επίμαχα· αλλού ανοίγει η όρεξη διαλόγου με νέους και νεοφώτιστους συγγραφείς. Παντού πάντως φαίνεται καθαρά το εύρος και το βάθος μιας πολλαπλής παιδείας, συγκεντρωμένης στη λογοτεχνία (δική μας και ξένη) και εξακτινωμένης στο θέατρο, στη μουσική αλλά και στις εικαστικές τέχνες.

Στις συνεισφορές της μακράς αναδρομικής μνήμης εξέχει το εκτενέστερο θεατρόφιλο κείμενο με τον αριστοφανικό τίτλο: «Εμπρός ξεκίνα, πες τους γλυκά τους αναπαίστους». Στα συγγραφικά πρόσωπα προέχει σίγουρα ο Καβάφης («Ενας θεός μου»). Φιλοξενούνται όμως απλόχερα και κάποιοι συνοδοιπόροι: ο Ταχτσής λόγου χάριν στον «Τρίτο Γύρο», ο Ιωάννου στο «Ενας σειληνός στην Ακολουθία του Επιταφίου». Δίκαιη τιμή αποδίδεται στον Στρατή Τσίρκα («Ενας τζέντλεμαν στην Αθήνα»). Ευνοούνται κάποιοι νεότεροι μαθητεύσαντες πεζογράφοι (Πέτρος Τατσόπουλος, Βαγγέλης Ραπτόπουλος κ.ά.). Στα σύντομα εξάλλου κείμενα πρωτεύουν, κατά τη γνώμη μου, «Τα πιο όμορφα και τα πιο άσχημα παιδιά», όπου αντιμετωπίζεται με υποδειγματική ευστοχία το θέμα των μεταναστών εξ επαφής.
Παραλείποντας άλλα, πολλά και ενδιαφέροντα, επιμένω στο αναγνωστικό μανιφέστο «Περί Σπουδαιότητας και Αρεσκείας», όπου ευθαρσώς απωθούνται ως αδιάβαστα (τουλάχιστον κατά το ήμισυ) διάσημα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και όχι μόνο εξαιτίας του όγκου τους. Μεταξύ των οποίων η Ιλιάδα, ο δεύτερος τόμος του Δον Κιχώτη, το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, οι Δαιμονισμένοι του Ντοστογέφσκι, ο Οδυσσέας του Τζόυς, ο μισός Προυστ και άλλοι.

Σ΄ αυτά τα επιφυλακτικά συμφραζόμενα κολλούν και κάποια βιβλία που έκαναν θραύση στον καιρό τους αλλά έχουν στο μεταξύ εξατμιστεί. Μεταξύ τους και τα Δεκαοχτώ Κείμενα, με την απερίφραστη μάλιστα απόφαση ότι «σήμερα δεν λένε τίποτα». Εδώ, για ευνόητους λόγους, τσίμπησα και τσιμπήθηκα. Ξανάπιασα στα χέρια μου τον επίμαχο τόμο και τον διάβασα απαρχής μέχρι τέλους. Η τριπλή διαφωνία μου (συναισθηματική, λογοτεχνική, πολιτική) επί του προκειμένου θα περιμένει την ώρα της, για να ακουστεί κάπως ψύχραιμα, αλλά όχι ψυχρά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ