Λογικά θα έπρεπε να ασχοληθώ με το νέο νομοθετικό πλαίσιο που, για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, ετοιμάζει η ελληνική πολιτεία για τη βαριά ασθενούσα ανώτατη παιδεία της. Μπροστά όμως στο ενδεχόμενο να επαναλάβω θέσεις που πιθανόν να έχουν ήδη διατυπωθεί μέσα στην πληθώρα των σχετικών κειμένων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας από αρμόδιους και μη – κείμενα που στάθηκε αδύνατο να παρακολουθήσω-, άλλαξα πορεία πλεύσης. Αφήνω τα νέα μέτρα για την ανώτατη παιδεία, που προτείνονται από ευφραδείς και δραστήριους επαΐοντες, οι οποίοι κατά την ταπεινή μου άποψη δεν διαμένουν στη χώρα αυτή, και στρέφομαι σε ένα επίσης επίκαιρο θέμα, που αφορά όμως τον σιωπηρό και αδρανή κόσμο των νεκρών. Η καύση των νεκρών είναι μια πρακτική που εμφανίζεται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας όλο και πιο συχνά, ενώ παράλληλα ακούγονται εξαγγελίες δημοτικών αρχόντων ότι προτίθενται να εγκαταστήσουν στους δήμους τους αποτεφρωτήρες.
Ενα τέτοιο θέμα βέβαια δεν μπορεί να αναπτυχθεί ούτε καν στοιχειωδώς στην περιορισμένη έκταση μιας επιφυλλίδας. Αναγκαστικά θα το θίξω συνοπτικά περιοριζόμενος στον ελληνικό χώρο και, λόγω ειδικότητας, κυρίως στην αρχαιότητα. Εως τους χρόνους της επικράτησης του χριστιανισμού τόσο ο ενταφιασμός όσο και η καύση των νεκρών συνυπήρχαν. Αυτό συνέβαινε επειδή για τους αρχαίους Ελληνες η ψυχή, το βασικό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης, εγκατέλειπε πάραυτα το σώμα μόλις αυτό πέθαινε. Ετσι, ασχέτως με το αν επακολουθούσε καύση του σώματος ή ενταφιασμός του, αυτό δεν είχε καμιά επίπτωση στην τύχη της ψυχής. Μπορεί ωστόσο να λεχθεί ότι κάθε εποχή είχε τις δικές της προτιμήσεις, χωρίς όμως και πάλι να έχουμε πλήρη επικράτηση του ενός εκ των δύο αυτών εθίμων ταφής. Μάλιστα έχει παρατηρηθεί και το φαινόμενο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και ενώ στις περισσότερες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου επικρατούσε ο ενταφιασμός, σε κάποιες άλλες να εκδηλώνεται προτίμηση στην καύση. Η επιλογή του ενός ή του άλλου τρόπου ταφής φαίνεται ότι οφειλόταν σε διάφορους λόγους, όπως π.χ. κοινωνικούς, οικονομικούς, φιλοσοφικούς-εσχατολογικούς, ψυχολογικούς, που όμως δεν είχαν καθολική ισχύ. Π.χ. στην Αττική του 8ου αι. π.Χ. η καύση αποτελούσε ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής του νεκρού, ενώ ο ενταφιασμός προσιδίαζε περισσότερο προς τις ασθενέστερες οικονομικά πληθυσμιακές ομάδες. Ο ενταφιασμός ωστόσο επελέγη και κατά την ταφή του «αρίστου» Αίαντα του Σαλαμίνιου, μόνο που στην περίπτωση αυτή ο τρόπος ταφής επιβλήθηκε στον ήρωα ως τιμωρία, επειδή αμφισβήτησε τις αποφάσεις της ηγεσίας των Αχαιών και μη μπορώντας να τις ανεχθεί έβαλε τέρμα στη ζωή του. Αλλοτε η προτίμηση στην αποτέφρωση του νεκρού πιθανόν να οφειλόταν σε δοξασία σύμφωνα με την οποία η καύση αποτελούσε το πιο ασφαλές μέσο απομάκρυνσης του κινδύνου να μολυνθούν οι ζωντανοί από το μίασμα του θανάτου. Αλλες φορές στην προτίμηση του ενταφιασμού ή της καύσης ρόλο έπαιζε και το φύλο του νεκρού ή η ηλικία του. Η συνήθης π.χ. πρακτική ταφής των νηπίων ήταν ο ενταφιασμός. Δηλαδή σε εποχές και περιοχές που επικρατούσε η καύση των νεκρών, τα νεκρά παιδιά δεν καίγονταν αλλά ενταφιάζονταν. Ορισμένοι πρεσβεύουν ότι η συνήθεια να μην καίγονται τα νεκρά παιδιά οφείλεται στην αντίληψη ότι ο θάνατος τα είχε βρει όσο ήσαν ακόμη αγνά, αμόλυντα, και επομένως δεν υπήρχε κίνδυνος το σώμα τους να μολύνει τους ζωντανούς.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην αρχαιότητα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, στην εναλλαγή των δύο παραπάνω τρόπων ταφής δεν παρεμβαίνει ο παράγων θρησκεία. Ορισμένοι βέβαια, όπως οι Πυθαγόρειοι, απαγόρευαν την αποτέφρωση των θανόντων μελών τους: «μην καταστρέφετε τον φυσικό δεσμό της ψυχής με το σώμα κατά τον δρόμο προς την τελείωση». Ωστόσο αυτοί δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν οπαδοί θρησκείας. Ο χριστιανισμός, καθώς αναπτύχθηκε στο ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φυσικό ήταν να υιοθετήσει τα ταφικά έθιμα που κυριαρχούσαν στην περιοχή αυτή, τα οποία άλλωστε από τη φύση τους είναι εξαιρετικά συντηρητικά. Επιπλέον, ο ενταφιασμός των νεκρών και όχι η καύση τους ταίριαζε καλύτερα με τη δοξασία των χριστιανών για την ανάσταση των νεκρών «εν σώμασι». Χωρίς αμφιβολία ο χριστιανισμός πρέπει να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην παρατηρούμενη από τον 3ο αι. μ.Χ. επικράτηση του ενταφιασμού σε όλη την έκταση του ρωμαϊκού κράτους.
Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι στα νεότερα χρόνια η καύση των νεκρών ενεπλάκη και στην πάλη των τάξεων. Το σύνθημα «μια προλεταριακή ζωή, ένας προλεταριακός θάνατος και αποτέφρωση στο πνεύμα της πολιτιστικής προόδου» ακουγόταν συχνά στα τέλη του 19ου αι. Πάντως στις ημέρες μας η άποψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η αποτέφρωση είναι ασυμβίβαστη με τη χριστιανική δοξασία της Κρίσης των νεκρών, δεν φαίνεται να έχει βάση. Οχι μόνο επειδή το σώμα του νεκρού αποσυντίθεται και επακολουθεί η ανακομιδή των οστών του, αλλά και επειδή έχει κάνει την εμφάνισή της η διαδικασία της δωρεάς μελών του ανθρώπινου σώματος, στην οποία πρωταγωνιστούν, προς τιμή τους, και ανώτατοι κληρικοί.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ