Η Ρουάντα, η Βοσνία, το Κόσοβο και κατά έναν άτυπο τρόπο το Ιράκ συνέβαλαν τις τελευταίες δεκαετίες στην αναθεώρηση του τρόπου ανάγνωσης, αν όχι του ίδιου του διεθνούς δικαίου, τουλάχιστον των αντιλήψεών μας ως προς τα όρια της κυριαρχίας και την ηθική και πολιτική νομιμοποίηση των επεμβάσεων. Αυτό δεν έγινε τυχαία, ούτε ξαφνικά.

Η συζήτηση είναι παλιά και ήδη τον 19ο αιώνα ο Τζον Στιούαρτ Μιλ αναστοχάζεται σε ένα μικρότερο κείμενό του (1859) πάνω στις προϋποθέσεις κάποιων «εξαιρέσεων» στην παραδεδομένη αρχή της μη επέμβασης που αφορά εθνοαπελευθερωτικές επαναστάσεις (Ουγγαρία, Ελλάδα κ.λπ.) στους κόλπους των παρακμαζουσών αυτοκρατοριών της εποχής.

Ο Μιλ ως φιλόσοφος της αυτονομίας πιστεύει ότι όχι μόνο τα άτομα αλλά και οι λαοί οφείλουν να κατακτήσουν την κυριαρχία τους μέσα από τον επώδυνο καμιά φορά δρόμο της εξελικτικής αυτοσυνειδησίας, άρα αναγκαστικά μέσα από την εμπειρία της αντιπαράθεσης με έναν υποδεέστερο, ατομικό ή συλλογικό, εαυτό.

Ο Μιλ δέχεται ότι η αρχή της μη επέμβασης κάμπτεται όταν οι περιστάσεις δεν υποστηρίζουν το σκεπτικό της, όταν φέρ΄ ειπείν η επέμβαση πρέπει να γίνει για την εξουδετέρωση μιας άλλης επέμβασης ή όταν η (εμφύλια) σύγκρουση είναι τόσο παρατεταμένη και οδυνηρή ώστε να είναι αδύνατη η ηθική αυτογνωσία που θα οδηγήσει σε μια αυτονόμηση. Εκ πρώτης όψεως ο Μιλ έχει δίκιο. Η πιο στέρεα ελευθερία είναι φυσικά εκείνη που ένας άνθρωπος ή ένας λαός κατακτάει μόνος του· μια δοτή ελευθερία μπορεί να είναι σαθρή και να κάνει ακόμη μεγαλύτερο κακό.

Η ιστορία έχει επιβεβαιώσει αυτή τη διαίσθηση. Από την άλλη, πολλές φορές κινδυνεύουν να καταπνιγούν στο αίμα οι πιο θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την αυτονομία, η στοιχειώδης ελευθερία, ζωή και ακεραιότητα ολόκληρων λαών ή πληθυσμιακών ομάδων.

Είναι αυτό ακριβώς που έγινε στη Ρουάντα, στη Βοσνία ή στο Νταρφούρ. Μπορείς να παραμένεις ατάραχος και αμέτοχος όταν είσαι μάρτυρας ενός (επικείμενου) εγκλήματος; Πολλά άλλαξαν τις τελευταίες δεκαετίες, όχι αναγκαστικά γιατί οι λαοί έγιναν ηθικά πιο ευαίσθητοι αλλά γιατί έγιναν περισσότερο δεκτικοί στις εικόνες της φρίκης που μεταφέρονται τόσο γρήγορα και με απίστευτη αμεσότητα από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη.

Δεν ήταν όμως έτσι πριν από μερικές δεκαετίες. Παρ΄ όλο που αρκετοί φιλόσοφοι, πολιτικοί και νομικοί επικαλούνται σήμερα την επέμβαση της Ινδίας στο Ανατολικό Πακιστάν (1971), το σημερινό Μπανγκλαντές, του Βιετνάμ στην Καμπότζη (1978), ή της Τανζανίας στην Ουγκάντα του Ιντι Αμίν (1978) καμία από αυτές τις επεμβάσεις δεν νοείτο από τους επεμβαίνοντες, αλλά και από την παγκόσμια κοινή γνώμη ως ανθρωπιστική, τα δε μέτωπα υποστήριξης ή εναντίωσης προς τις επεμβάσεις αυτές ήταν αντίστροφα κατά κάποιον τρόπο από τα σημερινά.

Μήπως όμως έχοντας κατά νου αυτήν ακριβώς την προϊστορία της αυθαιρεσίας (και ενδεχομένως της υποκρισίας) στις επιλογές της διεθνούς πολιτικής και των επιχειρημάτων της αποκαλύπτεται το ερώτημά μας ως απλώς ρητορικό;

Νομίζω ότι οι αστοχίες, ο κυνισμός ή ακόμη και τα εγκλήματα πολιτικών ηγεσιών δεν μπορούν να σβήσουν ολωσδιόλου αλήθεια ότι οι άνθρωποι ως πολίτες πάντα θα αγωνιούν και θα εξανίστανται όταν βλέπουν άλλους ανθρώπους να πλήττονται από βίαιη, άδικη και αυθαίρετη εξουσία.

Οσο δύσκολο και αν είναι, ιδιαίτερα σε μια εποχή κοσμοθεωρητικής πολυφωνίας, να διαγράψουμε τις προϋποθέσεις και τα όρια της νόμιμης εξουσίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το επιχείρημα για την προστασία της κυριαρχίας ενός κράτους οφείλει να συνδεθεί με μια ουσία και όχι επίφαση νομιμότητας, τόσο έναντι της διεθνούς κοινότητας όσο και έναντι των ίδιων του των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι μια επέμβαση ενός τρίτου κράτους σε περιπτώσεις μαζικών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να αποκλειστεί με το επιχείρημα του σεβασμού της κυριαρχίας ενός κράτους που βρίσκεται ούτως ή άλλως σε πολιτική ομηρεία.

Η εξουσία του λίβυου δικτάτορα (όχι ηγέτη) δεν είναι νόμιμη γιατί είναι αναντίστοιχη με τη βούληση του λαού της Λιβύης, γιατί είναι βίαιη και αυθαίρετη. Ο βίος και η πολιτεία του συνταγματάρχη Καντάφι δεν εμπνέουν προφανώς καμία εμπιστοσύνη ούτε ότι θα χειριστεί με σώφρονα τρόπο την κρίση. Στη συνείδησή του έχει άπειρα εγκλήματα εντός και εκτός της Λιβύης.

Η δημοκρατική ανθρωπότητα ελπίζει και προσδοκά να τα καταφέρουν οι επαναστάτες, να ρίξουν τον τύραννο και να επιβάλουν ένα ουσιαστικά νόμιμο πολίτευμα. Ακόμη και αν αναγνωρίζουμε την ανθρωπιστική επέμβαση ως μια νόμιμη μορφή άσκησης βίας, έστω και σε κάποια ένταση με το ισχύον Διεθνές Δίκαιο (το οποίο την προβλέπει μόνο στην περίπτωση της απειλής της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και μόνο υπό την προϋπόθεση της εξουσιοδότησης από το Συμβούλιο Ασφαλείας), δεν είναι βέβαιο ότι η συμπεριφορά του καθεστώτος Καντάφι έχει την ένταση και την έκταση της βίαιης και αυθαίρετης καταστολής, ιδιαίτερα έναντι του άμαχου πληθυσμού, όπως απαιτείται από τη θεωρία και την πολιτική της ανθρωπιστικής επέμβασης.

Εκτός αυτού είναι τελείως αμφίβολο αν θα δινόταν μια εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας, την Κίνα και τη Ρωσία ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι το ίδιο Συμβούλιο επέβαλε ομόφωνα κυρώσεις στη Λιβύη και ζήτησε από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έρευνα για τη συμπεριφορά του καθεστώτος.

Οσο φριχτό και αποκρουστικό και αν είναι το κανταφικό καθεστώς, η «αλλαγή καθεστώτος» επίσης δεν είναι ένας νόμιμος λόγος επέμβασης γιατί ενέχει τον κίνδυνο της χειραγώγησης της ηθικής από τη διεθνή πολιτική. Και αυτό το είδαμε τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.

Μια μονόπλευρη επέμβαση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, άλλες δυτικές δυνάμεις ή το ΝΑΤΟ θα είχε εξάλλου το μειονέκτημα της έξωθεν κακής μαρτυρίας, ιδιαίτερα στον αραβικό κόσμο και τις ισλαμικές χώρες. Φυσικά αυτό το τελευταίο επιχείρημα δεν θα λειτουργούσε αποτρεπτικά αν πραγματικά συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ανθρωπιστικής επέμβασης, όπως για παράδειγμα στη Ρουάντα και στο Νταρφούρ. Ομως δεν συντρέχουν.

Θα πρέπει λοιπόν ο δημοκρατικός κόσμος να παρακολουθεί αμέτοχος τα τεκταινόμενα; Από την πλήρη απάθεια ως την επέμβαση υπάρχουν άπειρα στάδια ενεργοποίησης.

Η πολιτική κινητοποίηση, η καταδίκη στους διεθνείς οργανισμούς και στην παγκόσμια κοινή γνώμη, η διπλωματική δραστηριότητα και πίεση, η επιβολή κυρώσεων και αποκλεισμού, το πάγωμα καταθέσεων, η αναγνώριση και πρακτική υποστήριξη των επαναστατών είναι ισχυρά αποτρεπτικά εργαλεία που μπορούν να γίνουν αισθητά ακόμη και από κυνικά καθεστώτα και ημιπαράφρονες δικτάτορες.

Απλώς η φωνή θα πρέπει να είναι ενιαία και ισχυρή. Ισως στο πλαίσιο αυτό θα άξιζε να ενθαρρυνθεί η διπλωματική και πολιτική ενεργοποίηση των άλλων, γειτονικών κυρίως, αραβικών χωρών, και η ανάληψη ευθύνης εκ μέρους τους ως εν ευρεία εννοία ενεχόμενων. Θα ήταν μια ιδανική ευκαιρία ενάσκησης των δυνάμεων αυτονομίας των κοινωνιών εκείνων απέναντι στις οποίες η ιστορία δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευμενής τον τελευταίο αιώνα.

Ο κ. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ