Ο κ. Γιώργος Καρατζαφέρης είναι υποθετικά ο ρυθμιστικός παράγοντας σε μια υποθετική αναμέτρηση των κομμάτων. Διαθέτει, σύμφωνα με φρέσκια δημοσκόπηση, ένα δυνητικό 9% που μπορεί να επικολληθεί στο 20% της Νέας Δημοκρατίας και να ευνοηθούν αμφότεροι. Όλα αυτά ισχύουν πρωτίστως στα σενάρια πολιτικής φαντασίας που δημιουργεί ο κάθε συμβουλάτορας, ο κάθε δημοσκόπος, ο κάθε γραφιάς.

Δεν χρειάζεται να πούμε τα αυτονόητα, ότι είναι άλλο να πηγαίνει κάποιος στην κάλπη και άλλο να απαντά σε τηλεφωνικές ερωτήσεις. Είναι άλλο να επιλέγει βουλευτές και άλλο να μπαίνει σε διλήμματα του τύπου «ποιος είναι ο καλύτερος στην αντιπολίτευση;». Κάτι τέτοιες μετρήσεις, σε ουδέτερο εκλογικό χρόνο, αναδεικνύουν τους συμπαθητικούληδες της συγκυρίας. Τη μία προβάλλεται ως πρώτη φίρμα ο κ. Αλέξης Τσίπρας, την άλλη η κυρία Φώφη Γεννηματά και πάει λέγοντας. Πλην όμως ο κ. Καρατζαφέρης δεν είναι ένας ακόμη στη λίστα με τους συμπαθητικούληδες.

Πρακτικά ο κ. Καρατζαφέρης απελευθερώνει και απενοχοποιεί ένα τμήμα της κοινωνίας που προ ετών θα χαρακτηριζόταν «αντιδραστικό». Πρακτικά: την ώρα λοιπόν που μικραίνει η αγοραστική δύναμη των περικομμένων μισθών, την ώρα που ο κόσμος νιώθει την ανάγκη να βγει στον δρόμο και να ξεσπαθώσει, ο κ. Καρατζαφέρης καταθέτει πρόταση νόμου που περιορίζει την ελευθερία των συναθροίσεων. Τέρμα οι διαδηλώσεις οι οποίες ζημιώνουν τους εμπόρους, τέρμα οι ενοχλητικοί που κλείνουν τους δρόμους παρεμποδίζοντας εκείνους που πάνε για μεροκάματο.

Ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ ξέρει πού πατάει: στον κάλο όποιου έχει σιχτιρίσει επειδή βρέθηκε εγκλωβισμένος για δύο ώρες στο τιμόνι, στον κάλο εκείνου που δεν εισπράττει νοίκι επειδή ο μαγαζάτορας με τη σειρά του δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Ο κ. Καρατζαφέρης απελευθερώνει και απενοχοποιεί εκείνον που είναι ηθικά με το μέρος όσων διαμαρτύρονται αλλά βάζει στο επιμύθιο εκφράσεις όπως «δεν πάει άλλο…», «εγώ δεν είμαι συντηρητικός, αλλά…», «καταλαβαίνω τα αιτήματα, όμως…».

Από ιδεολογικής και στρατηγικής πλευράς ο κ. Καρατζαφέρης δεν έχει παράπονα. Έχει παρέα στην Εσπερία τη Μαρίν Λεπέν, η οποία σημειώνει υψηλά ποσοστά στις πρώτες δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία. Της δίνουν αποτελέσματα ανάμεσα στο 21% και 23% στον πρώτο γύρο ενώ ο πατέρας της, ιδρυτής του Εθνικού Μετώπου, είχε λάβει το 2002 το 16,8% – και είχε θεωρηθεί κολοσσιαίο. Η ετοιμόλογη πολιτικός έχει την ίδια ατζέντα και την ίδια επιχειρηματολογία με τον αρχηγό του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού. Αγαπημένο θέμα το μεταναστευτικό.

Στα καθ’ ημάς ο κ. Καρατζαφέρης ανέβασε τους τόνους για τους απεργούς της «Υπατίας» λέγοντας στον κ. Ραγκούση: «Η χώρα είναι ανοχύρωτη με εσάς που τους λέτε “μπουκάρετε και κάντε απεργία πείνας, για να ικανοποιηθούν τα αιτήματά σας”. Φοβηθήκατε και δεν είχατε αντοχές. Βρεθήκατε υπό εκβιασμό και καταλήξατε στο ότι δεν μπορείτε να το αντιμετωπίσετε». Ακριβώς με το ίδιο πνεύμα έγινε δημοφιλής η Μαρίν Λεπέν. Καταφερόταν εναντίον των μουσουλμάνων που ζητούσαν να μεταφερθεί η εβδομαδιαία αργία από την Κυριακή στην Παρασκευή ή επέμεναν να μη δικαστούν στη διάρκεια του Ραμαζανιού. Η γαλλίδα πολιτικός έλεγε ότι πρέπει το Ισλάμ να προσαρμοστεί στη Δημοκρατία και όχι το αντίστροφο.

Πέρα από τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων που είναι ελαφρώς εικονικά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα άλλο φαινόμενο: η άκρα Δεξιά καπαρώνει λαοφιλείς τρέχουσες αντιλήψεις, τις οικειοποιείται και τις αναπαράγει. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει πολύ μεγαλύτερη διείσδυση από ό,τι επιτρέπει η ταμπέλα του κόμματος.