Η θρησκευτική ελευθερία στη χώρα μας κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος, ενώ σχετικές είναι και οι διατάξεις των άρθρων 3 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία έχει κυρωθεί νομοθετικά (ν.δ. 53/1974) και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Στην πράξη ωστόσο εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα (μη) σεβασμού της ελευθερίας αυτής, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), που διαπιστώνουν παραβιάσεις της στην Ελλάδα. Ενα από τα ζητήματα σε σχέση με τη θρησκευτική ελευθερία, τα οποία μπορεί να ανακύψουν στο εγγύς μέλλον, είναι και εκείνο των θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσια κτίρια.

Η πρόσφατη «καταδίκη» της Ιταλίας από το ΕΔΔΑ για την τοποθέτηση θρησκευτικών συμβόλων σε σχολική αίθουσα θέτει επί τάπητος το πρόβλημα και για τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ύπαρξη των συμβόλων αυτών παραβιάζει την κατοχυρωμένη στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ θρησκευτική ελευθερία. Η Ιταλία έχει ασκήσει έφεση, στη μείζονα σύνθεση του ίδιου δικαστηρίου, εναντίον της απόφασης αυτής, αλλά οι πιθανότητες ευδοκίμησής της, αν κρίνουμε και από τα σχετικά νομολογιακά προηγούμενα, είναι πολύ περιορισμένες. Σημειωτέον μάλιστα ότι σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη τα θρησκευτικά σύμβολα έχουν ήδη αποκαθηλωθεί από τα δημόσια κτίρια ύστερα από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, όπως η απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση «Εσταυρωμένος». Αν, λοιπόν, επιβεβαιωθεί η διαπίστωση της παραβίασης, τότε ανοίγει ο δρόμος για πολίτες και άλλων κρατών να προσφύγουν εναντίον των τελευταίων στο ΕΔΔΑ με παρόμοια αιτήματα.

Στην Ελλάδα τα σύμβολα της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας είναι εμφανώς τοποθετημένα σε κάθε είδους δημόσια κτίρια. Το γεγονός αυτό θέτει και για τη χώρα μας το ίδιο θέμα, όπως και για την Ιταλία, το οποίο εξάλλου, εκτός από την ευρωπαϊκή, έχει και συνταγματική διάσταση, αφού η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κατοχυρώνεται και στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το κράτος οφείλει κατ΄ αρχήν να παραμένει θρησκευτικά ουδέτερο, διότι τότε μόνο μπορεί να γίνεται λόγος για πραγματική θρησκευτική ελευθερία. Διαφορετικά έχουμε απλώς ανεξιθρησκία (βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές ελευθερίες, δ΄ έκδ. 1982, σ. 249 επ.), δηλαδή ανοχή του πλουραλισμού θρησκευτικών πεποιθήσεων που υφίσταται στην κοινωνία, με παράλληλη όμως προώθηση της κρατικής θρησκευτικής ιδεολογίας.

Η εμφανής ύπαρξη συμβόλων συγκεκριμένου θρησκεύματος σε δημόσια κτίρια δύσκολα συμβιβάζεται προς τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Από την άλλη πλευρά βέβαια, το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει ότι «επικρατούσα» στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Τούτο συναρτάται ασφαλώς με τον καίριο ρόλο της ορθοδοξίας στην ιστορική πορεία του ελληνισμού, ενώ αποτελεί και σήμερα διαπίστωση πραγματικού γεγονότος, χωρίς να στερείται κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. το θεμιτό της μισθοδοσίας του ορθόδοξου κλήρου από το κράτος). Δεν μπορεί όμως να συναχθεί από το άρθρο 3 παρ. 1 Συντ. σχετικοποίηση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, είτε άμεσα είτε έμμεσα, π.χ. σε θέματα θρησκευτικής ισότητας, θρησκευτικής εκπαίδευσης κ.λπ. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με, μερική έστω, αναίρεση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους και θα μας επανέφερε στο πριν από το Σύνταγμα του 1927 ισχύον καθεστώς της ανεξιθρησκίας, αντί για θρησκευτική ελευθερία.

Το θέμα χρειάζεται συνεπώς να αντιμετωπιστεί από την πολιτεία με τόλμη και με σεβασμό στις συνταγματικές επιταγές και στις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Δεν θα ωφελούσε τίποτε και κανέναν μια νέα καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ, πλάι στις πολυάριθμες που υπάρχουν ήδη για διάφορα άλλα θέματα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα μας.

Ο κ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.