ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ μας το μονοπώλιο της μεταρρύθμισης έχει από όλους τους υπουργούς εκείνος που κάνει εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση», δηλαδή ο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η μοναδικότητα αυτή οφείλεται ή στο ότι σε κανένα άλλο υπουργείο δεν διορίζεται μεταρρυθμιστής ή στο ότι όλοι οι υπουργοί κάνουν ρυθμίσεις στον τομέα ευθύνης τους αλλά μόνο οι Παιδείας και Θρησκευμάτων τις βαφτίζουν «μεταρρυθμίσεις». Μακράν του να θεωρώ αφελείς συνανθρώπους μας που έφτασαν σε τέτοια αξιώματα, θα διακινδύνευα την άποψη ότι οι πιο πολλοί το πίστευαν, μάλιστα, ότι οι νόμοι τους θέσπιζαν αλλαγές αντάξιες του βαρύγδουπου όρου. Οι λίγοι, κάπως ψυχραιμότεροι περί την επί γης αποστολή τους, γνώριζαν ότι στον τόπο μας έχουν υπάρξει πολυάριθμες ρυθμίσεις για τα εκπαιδευτικά αλλά ποτέ ως τώρα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Οταν η κυρία Γιαννάκου ετοίμαζε τη δική της εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση», πολλοί ζητήσαμε να ξεκινήσει η συζήτηση από μηδενική βάση. Η απάντηση της υπουργού συνοψιζόταν στο ότι αφού υπάρχει κρατική συνέχεια, κάθε συζήτηση από μηδενική βάση είναι εξ ορισμού παράλογη. Ηταν, τουλάχιστον, ειλικρινής- χωρίς αμετροέπειες περί «επανίδρυσης του κράτους», όπως διεκήρυττε urbi et orbi ο προϊστάμενός της.

Η στάση της, στο γενικότερο αλλά και σε ειδικότερα θέματα της Παιδείας- θυμίζω το ζήτημα του βιβλίου της Στ΄ Δημοτικού-, με τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε στο νεοδημοκρατικό εκλογικό σώμα, της στοίχισε τη βουλευτική της έδρα. Και η επιλογή του κ. Στυλιανίδη για το πόστο της, πέρα από τις ευρύτερες σκοπιμότητες που την υπαγόρευσαν, είχε και μια μειωτική για το πρόσωπό της σημασία, σαν να της έλεγε ο προϊστάμενός της «μην τα παίρνεις όλα στα σοβαρά, ιδού ο αντικαταστάτης σου!».

Ακολούθησε νέα αντικατάσταση, με μια επιλογή που δεν μπορούσε, πλέον, να προκαλέσει ούτε ένα απλό σήκωμα φρυδιών. Αλλά ο νέος υπουργός δήλωσε εξαρχής ότι ξεκινάει τον διάλογο για την Παιδεία «από μηδενική βάση». Τι μεσολάβησε στο μεταξύ ώστε να προκαλέσει αυτή την αναστροφή;

Μεσολάβησαν δύο νόμοι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που περιέπλεξαν ακόμα χειρότερα τα προβλήματα τα οποία αποπειράθηκαν να λύσουν, και στην πράξη έχουν αποδειχτεί ανεφάρμοστοι. Ο πρώτος προκάλεσε, και εξακολουθεί να προκαλεί, τεράστιες αντιδράσεις και αντικατέστησε, αλλού κουτσά και αλλού στραβά, τον γνωστό από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 νόμο-πλαίσιο. Ο δεύτερος, για τις μεταπτυχιακές σπουδές, είναι μνημείο ιταμής παρέμβασης του εκάστοτε υπουργού στην ουσία του ακαδημαϊκού έργου. Οταν λοιπόν υπάρχουν αυτοί οι δύο νόμοι, πώς είναι δυνατόν να μιλάει ο νέος υπουργός για συζήτηση από μηδενική βάση;

Οσο για τις πρώτες δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης, το δείγμα γραφής του νέου υπουργού μέχρι στιγμής δυστυχώς δεν αποκλίνει από τη δημόσια εικόνα του glamorous lifestyle ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει: αντικατέστησε στη θέση του επικεφαλής της επιτροπής για τα ζητήματα τροποποιήσεων στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση έναν πανεπιστημιακό αστέρα με έναν άλλο, λαμπρότερο στην αγορά, πανεπιστημιακό αστέρα. Γιατί τάχα ο νυν θα τα καταφέρει καλύτερα από τον πρώην, όταν και οι δύο, παρά τα λαμπερά τους ονόματα, είναι πολύ λιγότερο σχετικοί με το αντικείμενο από όσο εκατοντάδες εκπαιδευτικοί των δύο πρώτων βαθμίδων; Από εκείνη τη δεξαμενή θα έπρεπε να επιλεγούν εκείνοι που θα επεξεργαστούν προτάσεις για λύσεις. Αλλά αυτό θα ήθελε πολύ περισσότερο κόπο, μια και το ψάξιμο θα έπρεπε να γίνει όχι με κριτήριο τη διασημότητα αλλά τη βιωμένη εμπειρία ανάμεσα σε- φευ!- αγνώστους. Ενώ με ένα όνομα γνωστό και το ψάξιμο αποφεύγεις και δημιουργείς στους ασχέτους την εντύπωση ότι έχεις σοβαρό σκοπό. Εύχομαι και εις ανώτερα από τη μηδενική, ως τώρα, βάση.

Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.