Επεισόδια κατά τη διάρκεια κοινής συγκέντρωσης ΑΔΕΔΥ – ΓΣΕΕ στο Σύνταγμα τον περασμένο Δεκέμβριο

Πρώτα πρώτα θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια της ασφάλειας. Συνήθως αναφέρεται σε δύο καταστάσεις: Ως ασφάλεια της πολιτείας και ως ασφάλεια των ατόμων που τη συγκροτούν (των πολιτών). Εξάλλου, η ασφάλεια νοείται τόσο αντικειμενικά, ως έλλειψη κινδύνου, όσο και υποκειμενικά, ως «αίσθημα ασφάλειας», ως βεβαιότητα (ή ως εφησυχασμός) για μια ατομική διαβίωση χωρίς κινδύνους και απειλές (απ΄ όπου και αν προέρχονται αυτές).

Αναφορικά με την ασφάλεια της χώρας μας έχω την εντύπωση ότι από αντικειμενική άποψη δεν υπάρχει σήμερα πρόβλημα. Η Ελλάδα, όσο και αν έχει διαφορές με γειτονικές χώρες, δεν κινδυνεύει από αυτές σε σημείο που να απειλείται η εδαφική της ακεραιότητα. Σε αυτή την αντικειμενική κατάσταση συμβάλλει, ως ασφαλιστική δικλίδα, η ένταξή μας σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ. Βέβαια, η κηδεμονία της ευρύτερης περιοχής μας από τις ΗΠΑ αποτελεί «δίκοπο μαχαίρι»: Μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας ασφάλειας για την αποτροπή και την άμεση καταστολή «θερμών επεισοδίων», δεν αποκλείεται ωστόσο κάποια αποσταθεροποιητική ενέργεια αν σε συγκεκριμένη περίπτωση κρινόταν ότι θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της υπερδύναμης. Προς το παρόν, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό.

Από υποκειμενικής πλευράς, οι Ελληνες σήμερα δεν νιώθουμε ανασφαλείς ως προς την εδαφική ακεραιότητα και την εξωτερική υπόσταση της χώρας μας. Κάποιες μεμονωμένες αντίθετες επισημάνσεις ή διεθνείς πολιτικές αναλύσεις σε ΜΜΕ δεν φαίνεται να αγγίζουν την πλειονότητα των Ελλήνων.

Σχετικά, τώρα, με την ασφάλεια των πολιτών, στην ατομική και κοινωνική καθημερινότητά τους, η κατάσταση δεν είναι εξίσου καλή. Αντικειμενικά, υπάρχουν παράγοντες που καθιστούν τη ζωή των ατόμων στη σημερινή ελληνική κοινωνία αρκετά ανασφαλή, ιδίως αν δεν πάρει ο ίδιος ο ιδιώτης προσωπικά κάποια μέτρα ασφάλειας για να προστατεύσει τα ατομικά αγαθά του. Οι παράγοντες αυτής της ανασφάλειας είναι: α) Η επικράτηση στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα ενός άκρατου φιλελευθερισμού, που διευρύνει ολοένα και περισσότερο τις κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις, οξύνει τον κοινωνικό ανταγωνισμό, υποβαθμίζει τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας και αναβαθμίζει ως υπέρτατη αξία το χρήμα. Σε μια τέτοια κοινωνία κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής (ούτε και να είναι πραγματικά), καθώς αυξάνεται η κοινωνική «φύρα» εξαιτίας της εντεινόμενης ανταγωνιστικότητας που αποτελεί βασικό παράγοντα εγκληματογένεσης. Ετσι, έχουμε σημαντική έξαρση της εγκληματικότητας με κίνητρα οικονομικά και παράλληλα αποδυναμώνεται ο κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους καθώς η διαφθορά αγγίζει και τους φορείς αυτού του μηχανισμού.

β) Στον προηγούμενο αιώνα βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, αναφορικά με την αύξηση της εγκληματικότητας, ήταν η αστυφιλία, η μετακίνηση του πληθυσμού από τους μικρούς (και κοινωνικά ελεγχόμενους) οικισμούς της υπαίθρου στις μεγάλες πόλεις (της ανωνυμίας και της ηθικής χαλαρότητας). Σήμερα η χώρα μας, πέρα από τις εσωτερικές μετακινήσεις (που συνεχίζονται, έστω και σε μικρότερη κλίμακα σε σχέση με το παρελθόν), δέχεται κύματα μεταναστών από τις φτωχές χώρες της Ανατολής, αλλά και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Ενα μέρος από αυτούς εντάσσεται ομαλά στην ελληνική κοινωνία, ένα άλλο μέρος πέφτει θύμα άγριας εκμετάλλευσης από τους ντόπιους «κυνηγούς του εύκολου χρήματος» ή από κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος (με τη συμμετοχή σε αυτά Ελλήνων και αλλοδαπών) και ένα άλλο μέρος, μην μπορώντας να προσαρμοστεί, εκτρέπεται σε αξιόποινες πράξεις.

Αποτέλεσμα όλων αυτών των στοιχείων είναι η αύξηση της εγκληματικότητας, που καθιστά τη σημερινή ελληνική κοινωνία ανασφαλή, καθώς μάλιστα το έγκλημα με οικονομικά κίνητρα αγγίζει και τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής του, με τη μορφή της διαφθοράς.

Από υποκειμενικής πλευράς, ο μέσος Ελληνας νιώθει ανασφαλής ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ΄ όσο πράγματι είναι. Σε αυτό συντελεί η έμφυτη τάση του ανθρώπου να γενικεύει κάθε μεμονωμένο περιστατικό και η πληρέστερη και παραστατικότερη ενημέρωση των πολιτών από τα ΜΜΕ για τα τελούμενα εγκλήματα. Μια βασική αντίδραση σε όλη αυτή την κοινωνική εξέλιξη που δημιουργεί την αντίστοιχη ανασφάλεια, θα αποτελούσε, κατά τη γνώμη μου, η σχολαστική τήρηση της νομιμότητας (από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως τον τελευταίο πολίτη). Επίσης η πραγματική- και όχι απλώς λεκτική- προσπάθεια πάταξης της διαφθοράς, ιδίως εντός του κρατικού μηχανισμού, καθώς και η αντικατάσταση της εξουσιομανίας, αλλά και του άκρατου κομματισμού (που χαρακτηρίζουν μεγάλος μέρος αυτών που ασκούν ή διεκδικούν την πολιτική εξουσία) με αισθήματα ευθύνης, πολιτικής ευθιξίας και αληθινού (και όχι στείρου ή υποκριτικού) πατριωτισμού.

Ο κ. Ιωάννης Μανωλεδάκης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.