Ιστορικά, όπως έχουν δείξει διάφορες έρευνες, η χώρα μας είχε ένα σχετικά «ανοικτό» σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης. Και αυτό με την έννοια πως το ποσοστό των νέων από οικονομικά ασθενείς οικογένειες – κυρίως αγροτικές – που κατόρθωναν να μπουν στο πανεπιστήμιο ήταν, συγκριτικά με χώρες όπως η Γαλλία για παράδειγμα, πολύ υψηλό. Με τη μεταπολεμική εκβιομηχάνιση όμως και την επακόλουθη συρρίκνωση και περιθωριοποίηση του αγροτικού πληθυσμού, το εξισωτικό, δημοκρατικό αυτό χαρακτηριστικό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τείνει να εξαφανισθεί. Σήμερα, όλο και περισσότερο, οι αυξανόμενες ταξικές, κοινωνικοοικονομικές ανισότητες μεταφράζονται λίγο – πολύ αυτόματα σε εκπαιδευτικές ανισότητες.


* H έρευνα της ΓΣΕΕ


Για να δώσω ένα παράδειγμα, πρόσφατη έρευνα του ΚΑΝΕΠ (Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής) της ΓΣΕΕ δείχνει καθαρά τη διασύνδεση που υπάρχει μεταξύ γεωγραφικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία. Με βάση τη στατιστική ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων του 2004, βλέπουμε πως ο βαθμός επιτυχίας και οι πιθανότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνδέονται άμεσα με τον βαθμό κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης του νομού από τον οποίον προέρχονται οι μαθητές και μαθήτριες. Σε περιοχές με χαμηλούς δείκτες ανάπτυξης, υψηλή ανεργία και χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα οι εξεταζόμενοι συγκεντρώνουν μικρότερες από τον μέσο όρο πιθανότητες επιτυχίας.


Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας έρχονται να συμπληρώσουν τις ήδη υπάρχουσες έρευνες που δείχνουν τις κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Το ότι δηλαδή η πλειονότητα των φοιτητών προέρχεται από εύπορες οικογένειες, ενώ ο αριθμός αυτών που προέρχονται από τα πολυπληθέστερα λαϊκά στρώματα (εργάτες, τεχνίτες, αγρότες) είναι αναλογικά εξαιρετικά χαμηλός. Και αυτή η δυσαναλογία αντί να μειώνεται εντείνεται με τη σημαντική αύξηση των εισαγομένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που παρατηρούμε στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Δηλαδή, όσο αυξάνεται ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια τόσο μειώνεται αναλογικά το ποσοστό αυτών που προέρχονται από τα οικονομικά αδύνατα στρώματα. Και τη στρεβλή αυτή λογική συμπληρώνουν και αυξάνουν ιδιωτικές δαπάνες για την παιδεία (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κτλ.) που αντιστοιχούν σε περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ.


* Εντείνονται οι ανισότητες


Λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω γενική εικόνα, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως η λεγόμενη δωρεάν παιδεία – όταν δεν συνοδεύεται από συμπληρωματικά, επιπρόσθετα κοινωνικά μέτρα – εντείνει αντί να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Και αυτό γιατί οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, και κυρίως οι χαμηλόμισθοι, από τη μια μεριά έχουν λιγότερες πιθανότητες να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο ενώ από την άλλη σηκώνουν αναλογικά μεγαλύτερα φορολογικά βάρη από ό,τι οι εύπορες τάξεις που, ως γνωστόν, μέσω διαφόρων τεχνικών, φοροδιαφεύγουν κατά συστηματικό τρόπο. Με πιο απλά λόγια, έχουμε ένα πανεπιστημιακό σύστημα όπου, όλο και περισσότερο, οι χαμηλόμισθοι – μέσω ενός εξοργιστικά άδικου φορολογικού συστήματος – χρηματοδοτούν τις σπουδές των παιδιών των επιτυχημένων γιατρών, δικηγόρων, αρχιτεκτόνων κτλ.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η δωρεάν παιδεία δεν επαρκεί για να υπάρξει λιγότερη ανισότητα στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Χρειάζονται νέες, ριζικές στρατηγικές σε δύο επίπεδα. Μακροπρόθεσμα, οι εκπαιδευτικές ανισότητες μπορούν να αμβλυνθούν σημαντικά αν οι πόροι για την εκπαίδευση διανέμονται κατά τέτοιο τρόπο που οι περιοχές με χαμηλό δείκτη ανάπτυξης, καθώς και τα σχολεία που βρίσκονται σε λαϊκές συνοικίες, να ενισχύονται πολύ περισσότερο – με καλύτερες υποδομές, ικανότερους δασκάλους, περισσότερο βοηθητικό προσωπικό κτλ. Σήμερα, ως γνωστόν, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.


* H κατανομή των πόρων


Ενας δεύτερος, πιο άμεσος τρόπος άμβλυνσης των εκπαιδευτικών ανισοτήτων είναι, πέραν της δωρεάν παιδείας, η παροχή υποτροφιών που θα καλύπτει τα έξοδα διατροφής και διαμονής των φοιτητών και φοιτητριών που προέρχονται από οικονομικά ασθενείς οικογένειες.


Αυτό το μέτρο θα δώσει νέες ευκαιρίες σε νέους και νέες που σήμερα δεν μπορούν να σπουδάσουν γιατί οι γονείς δεν έχουν δυνατότητα να καλύψουν τα αυξανόμενα έξοδα μιας ανώτατης παιδείας που κάθε άλλο παρά δωρεάν είναι. Το σύστημα των υποτροφιών μπορεί επίσης να βοηθήσει στη λύση του προβλήματος της λεγόμενης «αιώνιας φοίτησης». Στον βαθμό που μέρος του προβλήματος έγκειται στο ότι πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες αναγκάζονται να εργάζονται για να εξοικονομήσουν τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, η κατάργηση του συστήματος της αιώνιας φοίτησης θα ήταν εφικτή και δίκαιη μόνο όταν ένα επιλεκτικό σύστημα υποτροφιών συμπληρώνει τη δωρεάν παιδεία για όλους.


Συμπερασματικά, η αναπαραγωγή των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων μέσω μιας υποτιθέμενης δωρεάν παιδείας θα αμβλυνθεί μόνο όταν βρεθούν και υλοποιηθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα ανατρέψουν το ισχύον καθεστώς όπου οι κρατικοί πόροι για την παιδεία κατανέμονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εντείνουν αντί να αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες.


O κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.