Τα λογοτεχνικά κείμενα με θέμα καταστάσεις και αισθήματα των ανθρώπων κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων είναι τόσα, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν λογοτεχνικό είδος. Ενα είδος ιδιαίτερο, καθοριζόμενο από χαρακτηριστικά όχι μορφικά αλλά θεματικά. Ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες, ακόμη και μυθιστορήματα, με φόντο της ιστορίας τους τις εορτές των Χριστουγέννων υπάρχουν πλήθος σε όλες τις γλώσσες του χριστιανικού κόσμου και ανασύρονται κάθε χρόνο τις μέρες των Χριστουγέννων με κάποια δόση νοσταλγίας για να θυμίσουν πώς αισθάνονταν τις ημέρες αυτές οι άνθρωποι των παλαιότερων εποχών. Οχι ότι σήμερα δεν γράφονται τέτοια κείμενα. Ομως γράφονται και δημοσιεύονται όλο και λιγότερα, προφανώς επειδή το θρησκευτικό αίσθημα, που τα εμπνέει, είναι στις μέρες μας λιγότερο έντονο. «Το είδος», παρατηρεί η M. Θεοδοσοπούλου, «είναι πλέον μουσειακό».


Το θρησκευτικό υπόβαθρο του θέματός τους με τα αισθήματα ελπίδας που υποβάλλει κάνει ώστε, συνήθως, η έκβαση αυτών των λογοτεχνημάτων να είναι αισιόδοξη. Λίγα είναι εκείνα στα οποία το παραμυθητικό στοιχείο δεν υπάρχει. H δραματική (ή και τραγική) διάσταση που τους παρέχει αυτή η έλλειψη δίνει στα κείμενα αυτά ένα στοιχείο πραγματισμού, που ενισχύει, για όσους δεν είναι θρησκευόμενοι, το λογοτεχνικό τους βάθος.


Ενα τέτοιο κείμενο είναι το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο έρωτας στα χιόνια» (1896), ένα από τα ωραιότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και ασφαλώς το ωραιότερο από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του. Αναλύσεις του διηγήματος αυτού έχουν γραφεί αρκετές και εύστοχες, και θα ήταν περιττό να προσέθετα εδώ άλλη μία. Γι’ αυτό θα επιχειρήσω κάτι διαφορετικό: να το διαβάσω παράλληλα με ένα άλλο χριστουγεννιάτικο λογοτέχνημα, με το «Fog» του Σεφέρη, ποίημα το οποίο, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, συνδέεται με το «Ο έρωτας στα χιόνια» με δεσμούς όχι μόνο συναισθηματικούς αλλά και διακειμενικούς.


* Πεζογράφος ποιητής


H «συνομιλία» του «Fog» με ένα διήγημα δεν θα πρέπει να μας εκπλήττει, αφού ο «Ερωτας στα χιόνια» ανήκει σε εκείνα τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία έχουν προσδώσει στον πεζογράφο το εύσημο του ποιητή. «Ο Παπαδιαμάντης «μουσικήν εποίει» με τα τεχνικά καλούπια του διηγήματος», γράφει ο Νιρβάνας· την «ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη» αναλύει ο Ελύτης. Ως ποιητή διαβάζει και ο Σεφέρης «τον πιο μεγάλο πεζογράφο της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας», όπως τον χαρακτηρίζει, όταν τον συναριθμεί με τον Κάλβο και τον Παλαμά (Δοκιμές, Γ’). Ο θαυμασμός του Σεφέρη για τον Παπαδιαμάντη είναι στα κείμενά του εμφανής. Αλλά και επαληθεύεται όχι μόνο από την κατασκευή αρκετών στίχων του με παπαδιαμαντικά υλικά (πρβλ., λ.χ., την εικόνα της νεαρής γυναίκας της «Εγκωμης» με εκείνη της Μοσχούλας στο «Ονειρο στο κύμα»), αλλά και από τη σχέση του «Fog» με το «Ο έρωτας στα χιόνια».


Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το «Fog» θα ήταν ποίημα διαφορετικό ή, ακόμη, ότι δεν θα είχε γραφεί, αν ο Σεφέρης δεν είχε αισθανθεί την ανάγκη να διασταυρώσει το οδυνηρό συναίσθημά του της ερωτικής μοναξιάς μέσα στη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων – με όσους στοχασμούς αυτό υποβάλλει για το νόημα της ανθρώπινης μοίρας – με το ανάλογο συναίσθημα του διηγήματος του Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για ένα συναίσθημα του ανεκπλήρωτου: της αδυναμίας πρόσβασης, εξαιτίας του ανέφικτου μιας ερωτικής πλήρωσης, σε έναν ποθούμενο αρμονικό κόσμο.


Και στα δύο κείμενα ένας άντρας αποζητά μάταια, τις ημέρες των Χριστουγέννων, τον έρωτα μιας γυναίκας, περιφερόμενος, υπό την επήρεια των στίχων ενός τραγουδιού, σε ένα λευκό τοπίο (στον Παπαδιαμάντη χιονισμένο, στον Σεφέρη μέσα στην ομίχλη), το οποίο στα μάτια του, εξαιτίας των αισθημάτων που τον βασανίζουν, αποκτά μια διάσταση ονειρική. H γυναίκα, την οποία ο παγωμένος από το κρύο άντρας δεν τολμά (Παπαδιαμάντης) ή δεν αποφασίζει (Σεφέρης) να πλησιάσει, βρίσκεται αδιάφορη μέσα στη θαλπωρή του ζεστού σπιτιού της, το οποίο στην ψυχή του άντρα φαντάζει σαν μια επίγεια – όμως απρόσιτη (Παπαδιαμάντης) ή ματαιωμένη (Σεφέρης) – εκδοχή της Εδέμ. Ο ήρωας του Παπαδιαμάντη τελικά πεθαίνει έξω από την πόρτα του σπιτιού της γυναίκας σκεπαζόμενος από το χιόνι που πέφτει αδιάκοπα, ενώ του Σεφέρη βυθίζεται στη μοναξιά του και στην οδυνηρή μνήμη του ματαιωμένου του έρωτα.


* Παράλληλες δομές


Θα έλεγε κανείς ότι αυτές οι ομοιότητες των δύο κειμένων είναι αναμενόμενες, αφού το θέμα τους αποτελεί κοινό τόπο, ο οποίος υποβάλλει ανάλογες περιγραφικές συντεταγμένες. Αλλωστε η έκβαση των δύο κειμένων είναι διαφορετική, αφού καθορίζεται από την ανόμοια τοποθέτηση των συγγραφέων τους απέναντι στην απώτερη αναζήτηση που αυτά εκφράζουν: ο Παπαδιαμάντης, που δεν έχει, όπως έχει ο Σεφέρης («κάτι θα βρούμε ζήτα-ζήτα»), την ελπίδα για την επίτευξη μιας κάποιας επίγειας λύτρωσης και επαφίεται μόνο στην έσχατη κρίση, βλέπει στον θάνατο μέσα στο χιόνι το σύμβολο μιας καθαρτήριας διαδικασίας, η οποία θα οδηγήσει τον «γυμνόν και τετραχηλισμένον» ήρωά του εξαγνισμένο «ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών». Ωστόσο άλλες ομοιότητες, στο σχήμα και στις λεπτομέρειες των δύο αφηγήσεων και έξω από την εμβέλεια του κοινού τόπου, δείχνουν ότι και οι βασικές ομοιότητές τους που περιέγραψα δεν θα πρέπει να είναι συμπτωματικές.


Παρότι τα δύο κείμενα είναι από την άποψη της μορφής διαφορετικά, η δομή τους παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες: στην «τριαδική κατανομή» των μερών τού «Ο έρωτας στα χιόνια» (Γ. Κεχαγιόγλου) αντιστοιχεί η τριμερής ανάπτυξη των στροφών του «Fog», η οποία στο ποίημα σημαίνεται με την επωδική επανάληψη του στίχου ενός ελαφρού ερωτικού τραγουδιού στην αρχή του κάθε μέρους («Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»). Ανάλογα επωδική είναι η επανάληψη των δημοτικότροπων ερωτικών δίστιχων που τραγουδάει ο ήρωας του διηγήματος («Σοκάκι μου μακρύ-στενό…», «Γειτόνισσα, γειτόνισσα…») – και στα δύο κείμενα οι στίχοι των τραγουδιών απευθυνόμενοι προς το αντικείμενο του πόθου των πρωταγωνιστών τους συνοψίζουν το αίσθημά τους: ο ήρωας του Σεφέρη «της το λέει» με ένα γιουκαλίλι· ο ήρωας του Παπαδιαμάντη με ένα τραγούδι.


Οχι τυχαία επίσης φαίνονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στην περιγραφή της γυναίκας: «πολυλογού και ψεύτρα» εμφανίζεται στο διήγημα, φλύαρη και αναξιόπιστη («Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια») τη βλέπουμε στο «Fog». Και στα δύο κείμενα η φιλαρέσκεια της γυναίκας δηλώνεται με τον γυαλιστερό καλλωπισμό της (Παπαδιαμάντης: «το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της»· Σεφέρης: «Βλέπω τα κόκκινά της νύχια / μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν»). Αλλά και κάποια από τα χαρακτηριστικά του άντρα, στις δύο περιπτώσεις, είναι κοινά: με πολυκύμαντες τις τροπές του βίου τους, έρημοι τώρα (Παπ.: «Κανέναν δεν είχε εις τον κόσμον, ήτον έρημος»· Σεφ.: «Τώρα συνήθισα μονάχος»), αναλογίζονται τους «προ της δυστυχίας χρόνους» (Παπ.) ή οραματίζονται (αν δεν την είχαν ζήσει) την εποχή της ευτυχίας («Αγάπη πού ‘ναι η εκκλησιά σου; / βαρέθηκα πια στα μετόχια» – Σεφ.), χωρίς να βρίσκουν παρηγοριά (Παπ.: «Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν»· Σεφ.: «Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;»).


* Εύγλωττες εικόνες


Αλλά ακόμη και αν – και πάλι – σκεφτούμε ότι οι αντιστοιχίες του ποιήματος και του διηγήματος που περιέγραψα ως τώρα είναι τυχαίες, υπάρχει η ομοιότητα δύο ακόμη, κεντρικών, εικόνων τους· η κοινή παρουσία των οποίων και ο ουσιώδης ρόλος τους στην εναργέστερη έκφραση του αισθήματος των δύο κειμένων καθιστούν, πιστεύω, τη συνομιλία του «Fog» με το «Ο έρωτας στα χιόνια» αδιαμφισβήτητη, φωτίζοντας καλύτερα και τις υπόλοιπες ομοιότητές τους.


H πρώτη εικόνα είναι το περιεχόμενο της «ονειρικότητας», την οποία, όπως είπαμε, βιώνουν οι δύο ήρωες· η αίσθηση ενός βυθού, όπου βρίσκονται ναυαγισμένοι: «Εις το πνεύμα του το υποβρύχιον του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις. […] Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, εν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα: Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλλα, τα ωρολόγια, […] τα ναυάγια…» (Παπ.) – «Τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι / κάτω στης θάλασσας τον πάτο. // Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια / που κάπου ξέχασαν το χρώμα / τα κάρα μοιάζουν με καράβια / που βούλιαξαν και μείναν μόνα…» (Σεφ.).


H δεύτερη εικόνα είναι εκείνη ενός μαραζωμένου (Σεφ.) / μαρασμένου (Παπ.) και άσφαιρου ερωτιδέα (ερωτιδέων), που προσπαθεί, μέσα στο λευκό τοπίο, να χτυπήσει, σαν να ήταν πουλιά, τις καρδιές / ψυχές των ανθρώπων: «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!.. να είχε βρόχια… […] Εφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γέρο-Φερετζέλη […] να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές ως μισοπαγωμένα κοσσύφια. […] Τα κοσσυφάκια […] και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του» – «Fog»: «είναι οι αγγέλοι τους μαράζι. // Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους / μα χάμω χνότισαν ομίχλες / δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν / τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες».


«Ο έρωτας στην ομίχλη» θα ήταν ένας τίτλος ακριβέστερος για το «Fog». Οχι μόνο γιατί θα εξέφραζε καλύτερα το αίσθημα των στίχων του, αλλά και γιατί με τη διασύνδεσή του με τον τίτλο του διηγήματος του Παπαδιαμάντη θα υποδήλωνε – μέσω και του χρονοτοπωνυμίου που συνοδεύει το ποίημα («Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924») – ότι περιέχει ένα ακόμα βίωμα: τον καημό ενός ξενιτεμένου νέου ποιητή, που από τις πρώτες του κιόλας συνθέσεις προσπαθεί να συνδεθεί με τις πιο ζωτικές ρίζες της λογοτεχνικής παράδοσης της γλώσσας του· ρίζες που, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να τρέφονται και από ξένες λογοτεχνικές πηγές. Διότι πιστεύω ότι ο Σεφέρης θα είχε αντιληφθεί ότι το διήγημα του Παπαδιαμάντη, με τον θάνατο του ήρωά του – παραμονές των Χριστουγέννων – πάνω στο χιόνι έξω από το σπίτι των ονείρων του, συνομιλεί δημιουργικά με τον ανάλογο θάνατο – παραμονές της Πρωτοχρονιάς – της ηρωίδας του ονειρικού διηγήματος «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.