Συνέδριο του ΠαΣοΚ εν εξελίξει. Κυβέρνηση Καραμανλή σε αναζήτηση νέας πορείας. Λόγος για χωρισμό Εκκλησίας/Κράτους. Κανονικά, η δημόσια συζήτηση για πλήθος θεμάτων ουσίας, με τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα, θα όφειλε να ανθεί. Αντ’ αυτού, «συζήτηση» γίνεται μόνο σε ύφος παραπολιτικών, σκανδάλων, καταξιωμένου κατινισμού. Γιατί;


Ποτέ στην Ελλάδα η δημόσια συζήτηση δεν είχε βαθιές ρίζες. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, λαός υπερπολιτικοποιημένος, έχουμε μια τέτοια λατρεία προς τις εξουσίες (που παρευθύς, αφού εδραιωθούν, τις αμφισβητούμε: αυτό και μας σώζει, μας απαγορεύει να γίνουμε Γερμανοί ή Αμερικανοί) ώστε θέλουμε κάθε φορά όχι απλώς να κερδίσουμε το επιχείρημα αλλά και να γονατίσει ο απέναντι. Παντού η δημόσια συζήτηση είναι μια πάλη, παντού η νίκη μετράει, αλλού όμως μέρος της ίδιας της διαδικασίας είναι το να μένει «αντίπαλος» διαθέσιμος και για αύριο: αλλιώς στη βρετανική παράδοση (όπου λειτουργεί κυριολεκτικά πρωτόκολλο αντιπαράθεσης), αλλιώς στη γαλλική (που φορές φορές θυμίζει μουσικό κομμάτι), αλλιώς στην αμερικανική.


Την απολυτότητα στη δημόσια συζήτηση βοήθησε, ιδίως στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, μια διπλή ολοκληρωτική παράδοση: από τη μια, η εθνικιστική βουλγκάτα, καλυπτόμενη υπό τον μανδύα του εθνικού· από την δε άλλη λενινιστική λογική, φορώντας τα άμφια του λαϊκού. Και οι δύο θρησκευτικές στη βάση τους, λατρεύοντας το απόλυτο. Μη σπεύσετε να σημειώσετε με πόση προθυμία αστέρες της διανόησης και της εξουσίας κινούνται με χάρη από τη μια στην άλλη πλευρά. Αυτό λέγεται «επιβίωση» σε μια χώρα σκληρή – όπου καλά κάνεις να είσαι κοντά (αν όχι μέσα) στην εξουσία· έξω κάνει κρύο!


Με όλα όμως αυτά, σε όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης, η δημόσια συζήτηση συνεχιζόταν. Ζωηρή. H ασέβεια των Ελλήνων προς τις εξουσίες (αφού πρώτα τις λατρέψουν), από την άλλη η αυτοσουργελοποίηση των ίδιων των εξουσιών και των ιδεολογιών/θεωριών/αποσκευών αξιών, που κουβαλούσαν, δημιουργούσαν… ζήτηση συζήτησης. Ετσι ζήσαμε τα μαγικά χρόνια του ’70 και του ’80, ακόμη και του ’90. Αλλά τώρα, να, η σταθεροποίηση των εξουσιών – το ιδεώδες Γερμανίας, μάλλον πεφωτισμένης Ανατολικής, στο εκσυγχρονιστικό ΠαΣοΚ· ο πραγματισμός της νομής της εξουσίας στην καραμανλική ΝΔ, που φοβάται τις μνήμες φιλελευθερισμού· η αλαφροΐσκιωτη αμερικανιά του ΠαΣοΚ εποχής Γιώργου Παπανδρέου, που ήδη βλέπει ότι μόνο με παλιά καλή λογική της κόντρας πλησιάζει στην εξουσία· το μονόδρομο ποντάρισμα των μέσων ενημέρωσης στον εντυπωσιασμό και στο πολιτικό ριάλιτι, καθώς «η συζήτηση δεν πουλάει» – έχει απωθήσει την ίδια τη λογική της συζήτησης. Το πολύ πολύ διασταυρωμένοι μονόλογοι, ή πάλι σκηνοθετημένες κουβέντες με την έμφαση στο σκηνικό, στη φόρμα, στο μασημένο του περιεχομένου…


Γίνεται όλη αυτή η αναφορά με αφορμή μια παράξενη εκδήλωση, που διοργάνωσαν οι παλιοί συνεργάτες και φίλοι του για έναν παλαίμαχο σκαπανέα εκείνου που υπήρξε η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα: για τον Γιάννη Μαρίνο, του παλαιού «Οικονομικού Ταχυδρόμου». Εναν άνθρωπο με έντονες, μαχητικές, πεισματικές, οξείες φορές φορές απόψεις. Σε θέματα από τη δομή και τις προτεραιότητες της οικονομίας ως την Εκκλησία· από την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή ως το Κυπριακό ή το Μακεδονικό· από το Ασφαλιστικό και το Εργασιακό ως τα αδιέξοδα της Παιδείας· από τη γεωργία και την προδοσία της ως την ΕΟΚ και τις προοπτικές μέλλοντός της. Εχοντας, λοιπόν, επί χρόνια και χρόνια την ευθύνη ενός οργάνου γνώμης, ο Μαρίνος αναδείχθηκε άξονας μιας όλο και ευρύτερης συζήτησης: δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών, πολιτικών, διανοουμένων. Ανέδειξε η συζήτηση αυτή θέματα. Ανοιξε δρόμους. Το κυριότερο όμως ήταν άλλο. Οχι μόνο ο ίδιος ανεχόταν και φιλοξενούσε την αντίθετη άποψη – δυσανασχετώντας, τσακωνόμενος, εκρηγνυόμενος, πάντοτε όμως συζητώντας – αλλά και ώθησε, στρίμωξε, πειθανάγκασε Ελληνες επί χρόνια να δέχονται να συζητούν. Πάλι δυσανασχετώντας και εκρηγνυόμενοι, όμως, να συζητούν!


Εκεί όπου άλλοι κορδώνονται ότι δημιούργησαν πλατφόρμες για διαφήμιση (και κέρδη) ή οχήματα εξουσίας, ο Μαρίνος είχε χτίσει μια πλατφόρμα για συζήτηση. Αξία αφεαυτής. Τα ίδια τα προβλήματα ίσως την επαναφέρουν.