Σε ό,τι αφορά τη διοικητική μεταρρύθμιση, παρατηρώντας τις εξελίξεις από την ψήφιση του νομοσχεδίου περί δημόσιας διοίκησης ως τη ΔΕΘ, τρία είναι τα βασικά συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει ένας αντικειμενικός παρατηρητής.


(α) Αντί για την υποσχόμενη αξιοκρατία έχουμε μόνο τη συνέχιση αλλά και την εντατικοποίηση της κομματικοκρατίας σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στελέχωση του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης (π.χ. στην περίπτωση της αξιολόγησης ανώτερων στελεχών στην εκπαίδευση ούτε οι τυπικές διαδικασίες δεν τηρήθηκαν).


(β) Υπάρχει διαμάχη στους κόλπους της ΝΔ μεταξύ των σκληροπυρηνικών του κόμματος που πιέζουν για την επιτάχυνση της αντικατάστασης των «πρασίνων» από τους «γαλάζιους» και ενός μέρους της κυβέρνησης που ανθίσταται στις πιέσεις για μια πιο επιμεριστική ανακατανομή των «λαφύρων» της εκλογικής νίκης.


(γ) Ο Πρωθυπουργός για μία ακόμη φορά, στη συνέντευξή του στη Θεσσαλονίκη, τόνισε πως ο κομματισμός αποτελεί την κύρια πηγή κακοδαιμονίας στον χώρο της δημόσιας διοίκησης και ότι πρέπει να ξεπεραστεί. Μπορεί βέβαια οι πρωθυπουργικές προθέσεις να είναι ειλικρινείς, αλλά η πολιτική που η κυβέρνηση ακολουθεί (όπως και η πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης στο ίδιο θέμα), επειδή δεν κινητοποιεί την κοινωνία πολιτών στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, δεν μπορεί παρά να αποτύχει.


Σε ένα παλιό μου άρθρο υποστήριξα πως ο κύριος λόγος για τον οποίο οι μεταρρυθμίσεις (στη δημόσια διοίκηση και πιο γενικά) αποτυγχάνουν στη χώρα μας έχει να κάνει με την κομματικοκρατία – με την τάση των πολιτικών ηγεσιών να επιβάλλουν τη μικροκομματική λογική σε όλους τους θεσμικούς χώρους από το ποδόσφαιρο και την τέχνη ως το πανεπιστήμιο και τα επαγγέλματα (βλ. «Το Βήμα της Κυριακής» 29.6.2003). H τάση για κομματικοποίηση βέβαια ισχύει ιδιαίτερα στον χώρο της δημόσιας διοίκησης, σε έναν χώρο όπου η κομματική ασυδοσία κυριαρχεί πλήρως – από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως σήμερα.


* Γραφειοκρατικός γιγαντισμός


Για να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ήδη στον 19ο αιώνα ο διοικητικός γιγαντισμός / παρασιτισμός, μέσω του μηχανισμού των ρουσφετολογικών προσλήψεων, είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Γύρω στα μέσα του αιώνα ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων ανά 10.000 κατοίκους ήταν επτά φορές μεγαλύτερος στην Ελλάδα από ό,τι ήταν στη Βρετανία. Οταν τα κόμματα ήταν στην αντιπολίτευση καταδίκαζαν με κραυγαλέο τρόπο τις μαζικές, πελατειακού τύπου, προσλήψεις. Οταν όμως έρχονταν στην εξουσία χρησιμοποιούσαν και αυτά τις θέσεις του Δημοσίου ως το κύριο μέσο συγκρότησης και αναπαραγωγής της κομματικής τους πελατείας. Είναι κυρίως για αυτόν τον λόγο που η ελληνική κρατική μηχανή, αντί να γίνει ο κύριος μοχλός ανάπτυξης (όπως στις επιτυχημένες περιπτώσεις ύστερης ανάπτυξης – από την Αυστραλία ως τη N. Κορέα), εξελίχθηκε σε έναν γραφειοκρατικό γίγαντα, σε ένα άμορφο τέρας ανίκανο να αντιδράσει ευέλικτα και αποτελεσματικά στο ταχέως μεταβαλλόμενο εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον.


H κομματικοκρατική λογική δεν εξηγεί μόνο το μέγεθος της κρατικής μηχανής, εξηγεί επίσης και το ποιόν της, εξηγεί τον άκρως κομματικοποιημένο χαρακτήρα της. Εξηγεί το σύνδρομο του «κομματικού φουτμπόλ» που οδηγεί σε μια κατάσταση, όπου η αντιπολίτευση μιλάει παθιασμένα για την ανάγκη αξιοκρατίας και αποκομματικοποίησης. Οταν όμως γίνεται κυβέρνηση ενδιαφέρεται λιγότερο για τις αξιοκρατικές και περισσότερο για τις επιμεριστικές / ρουσφετολογικές αξίες, λιγότερο για το γενικό συμφέρον της κοινωνίας και περισσότερο για την αποκατάσταση των «παιδιών της».


Δυστυχώς το νομοσχέδιο της ΝΔ για τη δημόσια διοίκηση ακολουθεί πιστά την κομματικοκρατική λογική, διαιωνίζοντας έτσι το σύνδρομο του κομματικού φουτμπόλ. Ως αντιπολίτευση μιλούσε για την επανίδρυση του κράτους, για μια νέα διακυβέρνηση που «θα αποκρατικοποιήσει το κόμμα και θα αποκομματικοποιήσει τη δημόσια διοίκηση». Πώς είναι δυνατόν όμως να υλοποιηθούν αυτοί οι στόχοι όταν, για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα, στις επιτροπές αξιολόγησης των ανώτερων στελεχών της δημόσιας διοίκησης τα τρία από τα πέντε μέλη τα διορίζει ο υπουργός και όταν για τα ανώτατα στελέχη η κυβερνητική παρέμβαση είναι ακόμη πιο έντονη; Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ουδέτερη αξιολόγηση, όταν ο κρίνων είναι στη θέση του «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»;


Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης πως το ΠαΣοΚ επί δύο δεκαετίες «έκανε τα ίδια και χειρότερα» και πως οι υπουργικά καθοριζόμενες επιτροπές αξιολόγησης είναι πασοκικό δημιούργημα – όλα αυτά είναι σωστά αλλά δεν μας βγάζουν από τον γραφειοκρατικό φαύλο κύκλο. Και αν η κυβέρνηση ακολουθεί την πεπατημένη, το ίδιο ισχύει και για την αντιπολίτευση. H τελευταία σωστά τονίζει πως το νομοσχέδιο θα έχει ως αποτέλεσμα όχι την αποκομματικοποίηση αλλά την επιστροφή της Δεξιάς στον χώρο της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή των «παιδιών» του κυβερνώντος κόμματος στα υψηλά διοικητικά αξιώματα. Αλλά η αντιπολιτευτική κριτική σταματάει σε αυτή την αρνητική διαπίστωση. Δεν έχει τίποτε το θετικό να προτείνει σε ό,τι αφορά το θέμα της αποκομματικοποίησης. Δεν έχει πειστική απάντηση στο ερώτημα του πώς ξεφεύγει κανείς από το κομματικό εκκρεμές: από την εναλλαγή μεταξύ των «δικών μας» και των «άλλων» κάθε φορά που αλλάζει κομματικά χέρια η εξουσία.


Με άλλα λόγια, τα δύο μεγάλα κόμματα δεν έχουν τίποτε το ουσιαστικό ή το νέο να προτείνουν στο θέμα του κομματισμού της δημόσιας διοίκησης. Ο λόγος της κυβέρνησης βασίζεται κυρίως σε έναν ηθικολογικό κώδικα που συνίσταται στα δίπολα αλαζόνες / σεμνοί, διεφθαρμένοι / αδιάφθοροι, κακοί / καλοί. Ο λόγος της αντιπολίτευσης από την άλλη μεριά είναι πιο ιδεολογικός, βασίζεται σε δίπολα, όπως δεξιοί / αριστεροί, αυταρχικοί / δημοκρατικοί, αντιδραστικοί / προοδευτικοί. H άμβλυνση όμως της διοικητικής κομματικοποίησης δεν επιτυγχάνεται ούτε με ιδεολογικά μανιφέστα περί αντιδραστικής Δεξιάς και προοδευτικής Αριστεράς ούτε με ηθικολογικές παραινέσεις. Συγκεκριμένα, όσον αναφορά τα πρώτα, η εμπειρία των 30 ετών της μεταπολίτευσης μας έδειξε πως δεν είναι μόνο η «αντιδραστική» Δεξιά, αλλά και η «προοδευτική» Αριστερά που φροντίζει για τα «παιδιά της» όταν γίνει κυβέρνηση. Οσο για τις ηθικές παραινέσεις της ΝΔ, είναι προφανές πως αν δεν αλλάξει το κομματικοκρατικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ευνοούνται οι πολιτικές και διοικητικές ελίτ, η «νέα διακυβέρνηση» δεν θα διαφέρει με τίποτε από τις παλιές – πασοκικές και νεοδημοκρατικές.


Μπορεί βέβαια, όπως ήδη ανέφερα, οι προθέσεις του Πρωθυπουργού και του υπουργού Εσωτερικών για την πάταξη της κομματικοποίησης να είναι ειλικρινείς. Αλλά δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν όταν από τη μια μεριά έχουμε ένα νομοσχέδιο που ενθαρρύνει την επιμεριστική αξιολόγηση, ενώ από την άλλη υπάρχουν τεράστιες πιέσεις από τη βάση της ΝΔ για την «αποκατάσταση των παιδιών της».


* Κόμματα και κοινωνία πολιτών


Αν δεχθούμε τα παραπάνω, είναι προφανές πως η τωρινή διοικητική μεταρρύθμιση θα έχει την τύχη των πολυάριθμων προηγούμενων (από αυτή του Langrod στη δεκαετία του ’50 ως τις διάφορες μεταρρυθμίσεις στη δεκαετία του ’80). Ολες απέτυχαν γιατί η ορθολογικοποίηση και η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης προϋποθέτουν μια δομική αλλαγή στη σχέση δύναμης μεταξύ κράτους και κοινωνίας, μεταξύ του επεκτατικού / υπερτροφικού κομματικοκρατικού συστήματος και της συρρικνωμένης / ατροφικής κοινωνίας των πολιτών. Συγκεκριμένα, προϋποθέτει έναν ουσιαστικό αυτοπεριορισμό των κομμάτων – την αναγνώριση από τα κόμματα πως μόνο ένας οργανισμός διοικητικής μεταρρύθμισης με πόρους, κύρος και αυτονομία από κομματικούς εναγκαλισμούς θα μπορούσε να σπάσει τον φαύλο κύκλο που το κομματικό φουτμπόλ συνεχώς αναπαράγει.


Στα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να έχει δύο βασικές αντιρρήσεις: Πρώτη αντίρρηση: ακόμη και πριν από τη μεταπολίτευση υπήρχε προσπάθεια δημιουργίας ενός ειδικού φορέα που είχε ως σκοπό τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης – την ΑΣΔΥ (Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών) – που λειτούργησε ανεπιτυχώς από το 1951 ως το 1973. H ΑΣΔΥ όμως δεν είχε καμία ουσιαστική αυτονομία. Ηταν μια επέκταση της διοικητικής μηχανής, μία ακόμη κρατική υπηρεσία υπό τον άμεσο κυβερνητικό έλεγχο. (Κάτι παρόμοιο μπορεί να πει κανείς για το τωρινό, παντελώς αναποτελεσματικό, Εθνικό Συμβούλιο Διοικητικής Μεταρρύθμισης).


Αυτό που προϋποθέτει μια ουσιαστική διοικητική μεταρρύθμιση είναι μια αυτόνομη και ισχυρή (σε υλικούς και συμβολικούς πόρους) ΑΣΔΥ II – στο πρότυπο, π.χ., της Civil Service Commission στη Βρετανία, έναν οργανισμό στελεχωμένο από έλληνες και ξένους ειδικούς με επαγγελματικό και όχι κομματικό προσανατολισμό και από προσωπικότητες που θα έχουν το κύρος, τους πόρους και τη δύναμη να αντιστέκονται σε επιμεριστικές πιέσεις προερχόμενες από τα κόμματα και την κυβέρνηση.


Δεύτερη αντίρρηση: H ιδέα πως τα κόμματα θα αποφασίσουν σε ό,τι αφορά τη διοικητική μεταρρύθμιση να παραχωρήσουν ένα μέρος της δύναμής τους σε έναν οργανισμό που δεν θα είναι κάτω από τον άμεσο έλεγχο είναι τελείως ουτοπική. Θα απαντούσα σε αυτού του είδους την κριτική λέγοντας πως όντως η πρόταση περί ΑΣΔΥ II εμπεριέχει ουτοπικά στοιχεία, πρόκειται όμως – για να χρησιμοποιήσω μια έννοια του Giddens – «περί ρεαλιστικής ουτοπίας», δηλαδή περί ενός οράματος που θα μπορούσε κανείς να το υλοποιήσει σταδιακά.


Ας μην ξεχνάμε πως μικρά βήματα για μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ κρατικο-κομματικού συστήματος και κοινωνίας πολιτών έχουν ήδη επιτευχθεί. Ο Συνήγορος του Πολίτη καθώς και το ΑΣΕΠ με διαφορετικούς τρόπους έχουν συμβάλει στην άμβλυνση της κομματικοκρατίας. Ο Συνήγορος μέσω μιας αυτόνομης κριτικής των δυσλειτουργιών της κρατικής μηχανής – κριτικής που διάφοροι κομματικοί βαρόνοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταπνίξουν. Κριτικής που βοήθησε χιλιάδες πολίτες να βρουν το δίκιο τους στις σχέσεις τους με το Δημόσιο. Οσο για το ΑΣΕΠ, παρ’ όλες τις πολυάριθμες ατέλειές του, έχει κατορθώσει να μειώσει σημαντικά τις δυνατότητες των κομμάτων και της κυβέρνησης να διαχειρίζονται πελατειακά / ρουσφετολογικά τη διαδικασία πρόσληψης προσωπικού στη δημόσια διοίκηση. (Είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που μερικά στελέχη της ΝΔ θέλουν την κατάργηση του ΑΣΕΠ).


Γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει και ένα τρίτο βήμα αυτοπεριορισμού των κομμάτων και άρα άμβλυνσης της κομματικοκρατίας με τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου θεσμού; Θεσμού που θα είχε ως κύριο σκοπό τη χάραξη μιας μακροχρόνιας στρατηγικής αποκομματικοποίησης και πιο γενικά ορθολογικοποίησης / επαγγελματοποίησης της δημόσιας διοίκησης; Ενός θεσμού που θα ήταν βέβαια υπό τον έλεγχο του κοινοβουλίου, αλλά που θα βοηθούσε στο πέρασμα από την κομματικοποίηση στην αξιοκρατική δημόσια διοίκηση; Το πέρασμα είναι σήμερα πιο εφικτό λόγω της σύγκλισης Κεντροαριστεράς / Κεντροδεξιάς που βλέπουμε στα πολιτικά συστήματα όλων των ευρωπαϊκών χωρών.


* Συμπέρασμα


H ουσιαστική αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης δεν πρόκειται να επιτευχθεί όσο οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα πλαίσιο όπου ο κομματικός ανταγωνισμός, το κομματικό φουτμπόλ μετάθεσης της ευθύνης από την κυβέρνηση στην αντιπολίτευση και τανάπαλιν, μας εμποδίζει να δούμε τις δομικές ρίζες της διοικητικής κακοδαιμονίας. H άμβλυνση της κομματικοκρατίας και η ορθολογικοποίηση της κρατικής μηχανής δεν είναι μόνο θέμα τεχνικό ή ηθικό· είναι πρωτίστως θέμα πολιτικό. Εχει να κάνει με την ανισορροπία δύναμης μεταξύ κομματικοκρατικού συστήματος και κοινωνίας των πολιτών. Μια επιτυχής διοικητική μεταρρύθμιση προϋποθέτει την ενίσχυση ενός «τρίτου χώρου» ικανού να βάλει φραγμούς στην αυθαιρεσία και ασυδοσία – είτε αυτή προέρχεται από τον κομματικοκρατικό χώρο είτε από αυτόν της αγοράς.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.