Ο όρος «πόλεμος των πολιτισμών» ή «πόλεμος της κουλτούρας» (culture wars) χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις ΗΠΑ κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα με αναφορά στα διάφορα κινήματα αναγνώρισης των πολιτικών δικαιωμάτων των λεγομένων πολιτισμικών μειονοτήτων στο εσωτερικό των δυτικών αστικών δημοκρατιών (γυναίκες, νέοι, εθνικές ομάδες, ομοφυλόφιλοι, μαύροι κ.ά.). Από την πλευρά των πολεμίων αυτών των κινημάτων ο όρος «πόλεμος των πολιτισμών» λειτούργησε αφενός υποτιμητικά με σκοπό να υποβαθμισθεί η δυναμική των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών που τα πολιτισμικά κινήματα εξέφραζαν και αφετέρου ως υπενθύμιση της απειλής που τα κινήματα αυτά αποτελούν για τη συνοχή του εθνικού χαρακτήρα της δημόσιας σφαίρας και της πολιτικής στις ΗΠΑ.


Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και στον αντίποδα των ιδεολογημάτων περί τέλους της ιστορίας, σταδιακής συρρίκνωσης των αποστάσεων του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη και οριστικής επικράτησης της Pax Americana εμφανίστηκαν τοποθετήσεις που υποστήριζαν αντίθετα ότι το οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό ρήγμα μεταξύ Βορρά και Νότου αλλά και Δυτικού και Ανατολικού ημισφαιρίου διαρκώς διευρύνεται. Η θέση αυτή διατυπώθηκε με σαφήνεια από τον Samuel Huntington στο περίφημο βιβλίο του περί της σύγκρουσης των πολιτισμών, όπου αναδεικνύεται ο κεντρικός ρόλος που παίζουν οι παραδοσιακές πολιτισμικές και θρησκευτικές συσσωματώσεις στη μελλοντική κλιμάκωση των πολιτικών και στρατιωτικών αντιπαραθέσεων.


Ποια σημεία αυτής της θέσης διαψεύδουν οι εξελίξεις των ημερών; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα είχε δώσει αρκετούς μήνες πριν ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ κ. Dick Cheaney όταν σε μια από τις πρώτες μετά την ανάληψη του αξιώματός του συνεντεύξεις του σε έγκριτο αμερικανικό περιοδικό δήλωνε ότι μετά το τέρμα του Ψυχρού Πολέμου η μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ είναι «ο εσωτερικός εχθρός». Η εκτίμηση μάλιστα του κ. Τσένι ήταν τότε ότι η δυσκολία αντιμετώπισης αυτής της απειλής έγκειται στο γεγονός ότι οι διεθνείς διασυνδέσεις του εσωτερικού εχθρού είναι πολλαπλές, ρευστές και εν πολλοίς αχαρτογράφητες. Η παραδοχή ήταν βέβαια προφητική των όσων επακολούθησαν.


Ποιοι είναι οι άξονες οργάνωσης αυτής της νέας terra incognita που προκαλεί σοκ σήμερα στο φαντασιακό του δυτικού ανθρώπου; Η άποψη ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναζωπύρωση του μακραίωνου πολέμου ανάμεσα στον δυτικο-χριστιανικό και τον ανατολικο-ισλαμικό πολιτισμό δεν φαίνεται να ευσταθεί για δύο τουλάχιστον λόγους:


1. Η ψηλάφηση των κινήτρων, των στόχων και των μεθόδων της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι το υποκείμενο αυτής της ενέργειας δεν αποτελεί κομμάτι αποκλειστικά ούτε του Πρώτου ούτε του Τρίτου κόσμου, αλλά αντίθετα κινείται στο διεθνικό πεδίο δραστηριοτήτων που συχνά χαρακτηρίζουμε ως Τέταρτο Κόσμο. Πρόκειται για άτομα που γεννιούνται σε ένα μέρος, εκπαιδεύονται και σπουδάζουν σε ένα δεύτερο, ζουν και αναπτύσσουν τις επιχειρηματικές και άλλες δραστηριότητές τους σε ένα τρίτο και τελικά ίσως επιλέγουν να πεθάνουν με θεαματικό τρόπο σε ένα τέταρτο. Πρόκειται με μια έννοια για τα κατ’ εξοχήν υποκείμενα της παγκοσμιοποίησης στην ακραία της μορφή, άτομα που δεν υφίστανται τη σταδιακά πιεστικότερη καθήλωση ­ πολιτισμική, πολιτική, οικονομική ­ που επιβάλλουν τα ρήγματα μεταξύ Πρώτου και Τρίτου Κόσμου σε εκατομμύρια κατοίκους αυτού του πλανήτη. Αντίθετα πρόκειται για άτομα που δεν πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στα απόκρημνα βουνά του Αφγανιστάν αλλά στους δαιδαλώδεις διαδρόμους εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, χρηματιστηρίων, πολυεθνικών εταιρειών και αεροδρομίων της Δύσης. Ας είμαστε βέβαιοι ότι οι γυναίκες που ενδεχομένως συμμετείχαν στην οργάνωση της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου δεν φορούσαν μπούργκα.


2. Ποιο λοιπόν μπορεί να είναι το πολιτισμικό κεφάλαιο από το οποίο άντλησαν τη δυναμική και την έμπνευσή τους τα υποκείμενα της πρόσφατης τρομοκρατικής ενέργειας; Είναι σαφές ότι τα δίπολα Ανατολικός και Δυτικός πολιτισμός, Χριστιανισμός και Ισλάμ, παραδοσιακός φονταμενταλισμός και ορθολογικός εκσυγχρονισμός δεν απαντούν ικανοποιητικά σε αυτό το ερώτημα. Είναι επίσης σαφές ότι οι πολιτισμικές αναφορές και ταυτίσεις αυτών των υποκειμένων δεν μπορεί παρά να είναι στρατηγικές και ελαστικές. Χρειάζονται πολύ ελαστικές ερμηνείες του Κορανίου για να νομιμοποιηθεί η αυτοκτονία και μαζική επίθεση κατά αμάχων. Απαιτείται επίσης ένας στυγνός ορθολογισμός για να θεωρηθεί η δολοφονία χιλιάδων ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων ικανό και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη «αντι-ιμπεριαλιστικών» πολιτικών στόχων. Ετσι, η επίκληση του Κορανίου από την πλευρά ακραίων πολιτικών ομάδων καθώς και τα διάφορα καλέσματα σε ποικίλες μορφές «ιερών πολέμων» και «σταυροφοριών» πρέπει να ερμηνευθούν μάλλον ως στρατηγική επιλογή παρά ως επιστροφή σε παραδοσιακές μορφές ισλαμισμού.


Για να χαρτογραφήσουμε λοιπόν τη νέα terra incognita των σύγχρονων αντιπαραθέσεων είναι αναγκαίο να απεγκλωβιστούμε από διπολικά σχήματα κατανόησης των συγκρούσεων και να συλλάβουμε την πολυδιάστατη και ρευστή μορφολογία του αναδυόμενου δικτύου πολιτικών σχέσεων μέσα στο οποίο κινούνται όχι μόνο εθνικές κυβερνήσεις αλλά και οργανώσεις, εταιρείες και συσσωματώσεις, τα κίνητρα και οι στόχοι των οποίων ξεπερνούν τις παραδοσιακές χωροχρονικές διαστάσεις Βορρά – Νότου, Ανατολής – Δύσης, μοντερνικότητας και παράδοσης.


Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι ιστορικός και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.