Η πρόσφατη κοινωνική έκρηξη με αφορμή την κυβερνητική αντιμετώπιση της κοινωνικής ασφάλισης επιβεβαιώνει με δυσάρεστο τρόπο δύο βασικές ιδέες που είχα την ευκαιρία να αναπτύξω επανειλημμένα από αυτές τις στήλες. Η πρώτη είναι η αυξανόμενη αδυναμία του κράτους ­ και κατ’ επέκταση και της πολιτικής ­ να λύσει τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος πολίτης και επομένως η χρεοκοπία του κρατισμού, εννοώντας με αυτόν τον όρο τον διευρυμένο ρόλο του κράτους ως κέντρου ευθύνης για όλα όσα αφορούν τον σύγχρονο κοινωνικό βίο. Η δεύτερη είναι η αναρμοδιότητα της τομής μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς στην κατανόηση των κοινωνικών συγκρούσεων σήμερα. (Αν οποιοσδήποτε έχει αμφιβολίες, δεν έχει παρά να δει τη φωτογραφία του κ. Πολυζωγόπουλου με τον κ. Καραμανλή στη συνάντησή τους με αφορμή το ασφαλιστικό.) Μάλιστα σε σχετικά πρόσφατο άρθρο μου («Το Βήμα», 9.4.1999) με θέμα ακριβώς τον ξεπερασμένο χαρακτήρα της αντιπαράθεσης μεταξύ δεξιών και αριστερών πολιτικών δυνάμεων εν όψει των τελευταίων εκλογών είχα υποστηρίξει ότι μια αναπόφευκτη εστία σύγκρουσης τις «επόμενες δεκαετίες» θα ήταν το θέμα των ασφαλίσεων.


Το κόστος και η κρίση


Η πρόβλεψη αυτή επιβεβαιώθηκε πολύ νωρίτερα, όπως έδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα. Το κυριότερο όμως είναι ότι η επιβεβαίωση αυτή εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση που επικρατεί σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, εφόσον τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι κοινά. Ολες οι προηγμένες, νεωτερικές, καπιταλιστικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, ανεξάρτητα από τους εκάστοτε ­ καλούς ή κακούς ­ χειρισμούς εκ μέρους των κατά τόπους κυβερνώντων. Η αιτία γι’ αυτό είναι απλή. Σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχει κοινωνικό κράτος, εφόσον μέσα από αυτό εξασφαλίζεται η συνοχή της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία παλαιότερα βασιζόταν στη φυσική αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους, στις άμεσες διαπροσωπικές σχέσεις στην παραδοσιακή κοινότητα.


Το κοινωνικό κράτος όμως, ενώ αρχικά λειτούργησε με μεγάλη αποτελεσματικότητα, εισήλθε σε κρίση από τη στιγμή που ο αριθμός των προστατευομένων του διογκώθηκε. Η αύξηση της μακροζωίας των συνταξιούχων ­ και επομένως του αριθμού των ­ και η μείωση των γεννήσεων σήμανε ότι το κράτος κοινωνικής πρόνοιας αναλαμβάνει ένα αυξημένο κόστος ασφάλισης όλο και περισσότερων και μακροβιότερων εργαζομένων.


Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να αναρωτηθούμε αν πράγματι η υπηρεσία της κοινωνικής προστασίας που προσφέρει το κράτος αποτελεί ασφάλιση με τη συνηθισμένη οικονομική έννοια του όρου, δηλαδή η υπηρεσία που προσφέρει μια ιδιωτική ασφάλεια ζωής, υγείας, εισοδήματος κτλ. Οι ασφαλισμένοι πληρώνουν ασφάλιστρα ίσα με το ποσόν της πιθανολογούμενης ζημιάς. Το προσφερόμενο αγαθό της ασφάλειας αυξάνει την ευημερία μειώνοντας το κόστος του κινδύνου για τον καθένα, χωρίς να γίνονται μεταβιβαστικές πληρωμές «υπέρ τρίτων».


Εντελώς διαφορετικά είναι τα πράγματα με την κοινωνική ασφάλιση υπό την αιγίδα του κράτους. Ουδέποτε έχει ή είχε αρκετά αποθέματα για να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες της. Και οργανώνεται τελικά σαν «σχήματα πυραμίδας» που λειτουργούν εντυπωσιακά όσο επεκτείνεται η πυραμίδα και πολλαπλασιάζονται τα μέλη και οι συνεισφορές τους. Αν ανατραπεί το σχήμα αυτό, οι τελευταίοι πληρώνουν για τους πρώτους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτά τα σχήματα διώκονται από τον νόμο, εκτός αν οργανώνονται από το ίδιο το κράτος, όπως συμβαίνει με την κοινωνική ασφάλιση όταν αυτή βασίζεται, σε τελευταία ανάλυση, στον κρατικό καταναγκασμό. Η αποτυχία αυτού του συστήματος παγκοσμίως πρέπει να ληφθεί σοβαρότατα υπόψη προτού ριφθεί η πέτρα του αναθέματος στην τωρινή κυβέρνηση, ακόμη και αν ευσταθούν οι κατηγορίες για λανθασμένους χειρισμούς, προχειρότητα ή κακοδιαχείριση.


Κρατική ή ιδιωτική;


Υπάρχει όμως διέξοδος. Το πρόβλημα λύθηκε με επιτυχία σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής όταν ιδιωτικοποιήθηκε η ασφάλιση κάθε εργαζομένου. Υπό αυστηρή κρατική επιτήρηση ανταγωνιστικές μεταξύ τους ιδιωτικές εταιρείες αναλαμβάνουν την ασφάλιση κάθε εργαζομένου αποπολιτικοποιώντας το ακανθώδες θέμα των συντάξεων. Η επιτυχία του συστήματος αυτού οφείλεται στο ότι η ιδιωτική ασφάλιση βασίζεται στις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες των επενδύσεων που αποφέρουν περισσότερα από τα επιδοτούμενα «δώρα» από το κράτος.


Επιπλέον, αντίθετα από ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει ένας παραδοσιακός σοσιαλδημοκράτης, οι φτωχοί ευνοούνται περισσότερο από την ιδιωτική ασφάλιση, εφόσον τους δίδεται η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε αυτήν και στην κρατική, διότι η τελευταία δεν λειτουργεί ισοκατανομικά υπέρ των φτωχοτέρων. Στο διάστημα μιας ζωής ο εισοδηματικά ασθενέστερος έχει επιβαρυνθεί με φόρους και με κρατήσεις για μεγαλύτερο διάστημα από τον πλουσιότερο εργαζόμενο που αρχίζει να εργάζεται σε ωριμότερη ηλικία και πιθανότατα θα ζήσει και περισσότερα χρόνια.


Το σύστημα επομένως λειτουργεί «αντίστροφα προοδευτικά», ως μηχανισμός μεταβίβασης πόρων από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους, ανατρέποντας την αναδιανεμητική του αποστολή. Η ελευθερία επιλογής διάθεσης των ασφαλιστικών πόρων των εργαζομένων αποβαίνει πολλαπλά εις όφελός τους με το να επιτραπεί η χρήση ιδιωτικών φορέων στη θέση της υποχρεωτικής υπαγωγής τους στην κρατική ασφάλιση. Αυτό δείχνουν οι μελέτες που έχουν γίνει και τα συστήματα που έχουν δοκιμασθεί σε διάφορες χώρες. Η εξυγίανση της κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να είναι μόνιμη ούτε πλήρης με ανελεύθερα μέτρα στο πλαίσιο του κρατισμού που κυριαρχεί πάντα στην πολιτική μας κουλτούρα. Το μόνο που πετυχαίνουν είναι να επιβεβαιώνουν και να επιτείνουν αυτό που ορισμένοι αναλυτές ονομάζουν δημοσκλήρωση, που εμφανίζεται όταν οι μηχανισμοί της εξουσίας αυτοπαγιδεύονται από το ίδιο το σώμα το οποίο εξυπηρετούν.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.